![]() |
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ Γκεβάρα Τσε 1928 έως 1967 (39)
| ||
---|---|---|---|
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ..
Ήταν μία από τις περιπτώσεις που ένας γιατρός, συνειδητοποιώντας ότι είναι ανίσχυρος μπροστά στην κατάσταση, νιώθει την επιθυμία μιας ριζικής αλλαγής, που να εξαλείψει την αδικία η οποία ανάγκασε τη γριά γυναίκα να δουλεύει σαν υπηρέτρια μέχρι τον προηγούμενο μήνα για να βγάλει το ψωμί της, ασθμαίνοντας, υποφέροντας, μα κρατώντας ψηλά το κεφάλι στη ζωή. Το ζήτημα είναι πως στις φτωχές οικογένειες το μέλος που αδυνατεί να κερδίσει τα προς το ζην περιβάλλεται από μια ατμόσφαιρα δυσαρέσκειας, που κρύβεται με το ζόρι. Από εκείνη τη στιγμή παύει να είναι πατέρας, μητέρα, αδερφός· γίνεται ένας αρνητικός παράγοντας στον αγώνα για επιβίωση και, ως τέτοιος, στόχος μνησικακίας της υγιούς κοινότητας, που θεωρεί την αναπηρία του σαν προσωπική προσβολή γι’ αυτούς που πρέπει να τον συντηρήσουν. Εκεί, στις τελευταίες ώρες για τους ανθρώπους των οποίων ο ορίζοντας δεν εκτείνεται πέρα από το αύριο, εκεί επικεντρώνεται η τραγωδία της ζωής του προλεταριάτου όλου του κόσμου. Στα μάτια των ετοιμοθάνατων βλέπεις μια καρτερική έκκληση συγνώμης και, συχνά, μια απελπισμένη έκκληση παρηγοριάς που χάνεται στο κενό, όπως θα χαθεί γρήγορα και το σώμα μέσα στην απεραντοσύνη του μυστηρίου που μας περιβάλλει |
Ο Ερνέστο Γκεβάρα ντε λα Σέρνα γνωστός ως Τσε Γκεβάρα, ήταν Αργεντινός γιατρός, Μαρξιστής - Λενινιστής επαναστάτης, ένας από τους αρχηγούς των ανταρτών στην Κούβα. Γεννήθηκε στο Ροσάριο της Αργεντινής, στις 14 Μαίου του 1928 ήταν το μεγαλύτερο από τα πέντε παιδιά μιας οικογένειας της αργεντινής ολιγαρχίας. Οι γονείς του συναναστρεφόταν και ανθρώπους χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων, πολλοί της τάξης τους θεωρούσαν προκλητικό τον προοδευτικό τρόπο ζωής τους. Ο Ερνέστο ήταν μόλις δύο ετών όταν διαπιστώθηκε ότι πάσχει από άσθμα. Μεγαλώνοντας, αντί να προφυλάσσεται, προσπαθούσε να σκληραγωγείται με τον αθλητισμό για να το ξεπερνάει. Σε ηλικία εννέα ετών παρουσίασε βαριά επιπλοκή άσθματος με συνέπεια να αποφύγει τις πρώτες τάξεις του σχολείου, έμαθε να γράφει και να διαβάζει από την μητέρα του στο σπίτι, όπου αποτελούσε καθημερινό φαινόμενο το να μπαινοβγαίνουν τα παιδιά όλης της γειτονιάς. Έκδηλη ήταν η κοινωνικότητα του Ερνέστο, όπως και η αγάπη του για την λογοτεχνία, την ποίηση και αργότερα για την φωτογραφία. Μετά το λύκειο, γράφτηκε στη Σχολή Εφαρμοσμένης Μηχανικής του πανεπιστημίου του Μπουένος Άιρες όμως η ασθένεια της γιαγιάς του την οποία φρόντιζε στα τελευταία της ύστερα από εγκεφαλικό επεισόδιο, όσο και το δικό του άσθμα, τον έσπρωξαν να αλλάξει αντικείμενο και να γραφτεί το 1948 στην ιατρική σχολή του πανεπιστημίου του Μπουένος Άιρες. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του το 1953 χωρίς όμως να ακολουθήσει την κλινική πρακτική που απαιτούνταν προκειμένου να εξασκήσει το επάγγελμα του γιατρού. Μετά την αποφοίτησή του ταξίδεψε στη Γουατεμάλα, με ενδιάμεσους σταθμούς τη Βολιβία, το Περού, τον Παναμά, την Κόστα Ρίκα, τη Νικαράγουα και το Ελ Σαλβαδόρ. Στη Γουατεμάλα γνώρισε την Περουβιανή οικονομολόγο Ίλδα Γκαδέα, την μετέπειτα σύζυγο του, με τη βοήθειά της ήρθε σε επαφή με ένα ευρύ κύκλο εξόριστων και αριστερών διανοουμένων. Όταν ο συνταγματάρχη Κάρλος Άρμας με την συνδρομή της CIA επιχείρησε την ανατροπή της κυβέρνησης του Άρμπενς, ο Γκεβάρα συμμετείχε στην ένοπλη πολιτοφυλακή της κομμουνιστικής νεολαίας που αντιστάθηκε, παρά τη διάθεσή του να αγωνιστεί στο μέτωπο συνέδραμε ως γιατρός. Όταν ο Άρμπενς αποδέχτηκε την ήττα του και αναζήτησε άσυλο στη μεξικανική πρεσβεία, ο Γκεβάρα, επίσης καταζητούμενος του νέου καθεστώτος, αναζήτησε άσυλο στην πρεσβεία της Αργεντινής. Κατόπιν πήγε στο Μεξικό όπου γνώρισε τον Κάστρο, συμφώνησε πολιτικά μαζί του και αποφάσισε να συμμετάσχει στο κίνημα για την ένοπλη ανατροπή της κυβέρνησης Μπατίστα στην Κούβα ως γιατρός, έλαβε ωστόσο κανονικά μέρος στην στρατιωτική εκπαίδευση των ανταρτών επιδεικνύοντας μεγάλη θέληση και αντοχή. Τότε ήταν που απέκτησε το παρωνύμιο Τσε(Che), εξαιτίας της συχνής χρήσης της λέξης che (φίλος ή και επιφώνημα: Ε εσύ!) που έκανε ο ίδιος μιλώντας, έκφραση που φαινόταν αστεία στους Κουβανούς. Όταν ξεκίνησε ο ανταρτοπόλεμος στην Κούβα, ο Ερνέστο διαφοροποιήθηκε από το καθήκον της ιατρικής συμπαράστασης και ξεκίνησε να παίρνει ενεργό μέρος στις ένοπλες δραστηριότητες τον επαναστατών. Επέδειξε γενναιότητα, αποφασιστικότητά και αρχηγικές ικανότητες στα πεδία των μαχών και σύντομα ανέβηκε στην ιεραρχία του αντάρτικου σώματος, κερδίζοντας το σεβασμό των συμπολεμιστών του. Υπήρξε ο πρώτος αντάρτης, στον οποίο δόθηκε το αξίωμα του Κομαντάντε του Επαναστατικού Στρατού της Κούβας. Ύστερα από δύο χρόνια ανταρτοπόλεμου στην Σιέρρα Μαέστρα εναντίον του πολύ μεγαλύτερου στρατού του Μπατίστα, o οποίος είχε και την υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών, στις 29 Δεκεμβρίου 1958, ο Ερνέστο κατέλαβε την Σάντα Κλάρα ανοίγοντας τον δρόμο για την Αβάνα. Την 1η Ιανουαρίου του 1959, ο δικτάτορας Μπατίστα εγκατέλειψε την Κούβα. Με την επικράτηση των ανταρτών, αποδόθηκε στον Ερνέστο τιμητικά η κουβανική υπηκοότητα και του ανατέθηκαν από τον Φιντέλ Κάστρο σημαντικές θέσεις στη νέα κυβέρνηση η οποία ξεκίνησε ριζικές μεταρρυθμίσεις στην χώρα. Ο τσε Γκεβάρα έγινε διοικητής του φρουρίου Λα Καμπάνια, συγχρόνως υπουργός βιομηχανίας και αρχηγός του τμήματος εκπαίδευσης των Ενόπλων Δυνάμεων, αργότερα διευθυντής της Εθνικής τράπεζας της Κούβας, μέλος διπλωματικών αποστολών, εκπρόσωπος της Κούβας στον ΟΗΕ. Θα εκπονήσει τον οικονομικό σχεδιασμό και τον τρόπο εκπαίδευσης του νέου στρατού της Κούβας, θα παίξει ενεργό ρόλο στην κρατικοποίηση των αμερικανικών εταιριών, θα συνδράμει στην εγκαθίδρυση του συστήματος δωρεάν παροχής υγείας. Την 1η Απριλίου 1964, μετά από μια τρίμηνη διεθνή περιοδεία και μια ομιλία του που προκάλεσε εντάσεις στο σοβιετικό μπλοκ, δηλώνοντας πως οι σοσιαλιστικές χώρες όφειλαν να επωμιστούν το κόστος των εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων των χωρών με δικτατορία, συνέταξε αποχαιρετιστήριο γράμμα προς τον Κάστρο και εγκατέλειψε την Κούβα θέλοντας να μεταφέρει την επανάσταση στον υπόλοιπο κόσμο. Οι διαφορές του με τον Κάστρο σε ό,τι αφορά την οικονομική πολιτική και τις σχέσεις της Κούβας με την Σοβιετική Ένωση πιθανώς να συνέβαλαν στην απόφαση του. Πήγε στο Κονγκό όπου προσπάθησε να δημιουργήσει ένοπλο αντάρτικο αλλά χωρίς επιτυχία. Το Φεβρουάριο του 1966 ταξίδεψε μεταμφιεσμένος και με πλαστό διαβατήριο, με προορισμό την Πράγα. Εκεί άρχισε να επεξεργάζεται την ιδέα ενός νέου αντάρτικου στη Λατινική Αμερική, με αρχικό στόχο το Περού τελικά εγκαταστάθηκε στη Βολιβία. στην ορεινή περιοχή Νιανκαουασού όπου επρόκειτο να οργανωθεί ο πυρήνας του αντάρτικου στρατού, του οποίου τα μέλη είχαν εκπαιδευτεί νωρίτερα στην Κούβα. Οι συγκρούσεις με τον βολιβιανό στρατό ήταν τακτικές ωστόσο ο Τσε Γκεβάρα και οι αντάρτες του δεν κατάφεραν να προσελκύσουν τους φτωχούς Βολιβιανούς αγρότες και η προσπάθειά του να φέρει την επανάσταση και στην Βολιβία κατέληξε σε αποτυχία. Στις 8 Οκτωβρίου, η ομάδα του περικυκλώθηκε και διασκορπίστηκε, ο Γκεβάρα τραυματίστηκε στη δεξιά κνήμη, ενώ συγχρόνως το όπλο του αχρηστεύτηκε. Τελικά συνελήφθη μεταφέρθηκε στον πλησιέστερο οικισμό Λα Ιγκέρα. Μετά από ανάκριση στο σχολείο του χωριού, ο τσε Γκεβάρα δολοφονήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 1967, από έναν υπαξιωματικό του βολιβιανού στρατού και μετά από εντολή της CIA η οποία παρακολουθούσε από κοντά την υπόθεση. Ο υπαξιωματικός είχε αρχικά διστάσει, αλλά τελικά πυροβόλησε τον ακινητοποιημένο αιχμάλωτο, του οποίου τα τελευταία λόγια ήταν: «Ρίξε δειλέ, έναν άντρα θα σκοτώσεις». |