![]() |
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ Παπαδιαμάντης 1851 έως 1910 (59)
| ||
---|---|---|---|
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ: Το χριστόψωμο Η Χτυπημένη Τα συμβάντα στο μύλο Η ΦΟΝΙΣΣΑ (Αυτοβιογραφία) Ἐγεννήθην ἐν Σκιάθῳ τῇ 4ῃ Μαρτίου 1851. Ἐβγῆκα ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸν Σχολεῖον εἰς τὰ 1863, ἀλλὰ μόνον τῷ 1867 ἐστάλην εἰς τὸ Γυμνάσιον Χαλκίδος, ὅπου ἤκουσα τὴν Α´ καὶ Β´ τάξιν. Τῇ Γ´ ἐμαθήτευσα εἰς Πειραιᾶ, εἶτα διέκοψα τὰς σπουδάς μου καὶ ἔμεινα εἰς τὴν πατρίδα. Κατὰ τὸν Ἰούλιο τοῦ 1872 ἐπῆγα εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος χάριν προσκυνήσεως, ὅπου ἔμεινα ὀλίγους μῆνας. Τῷ 1873 ἦλθα εἰς Ἀθήνας καὶ ἐφοίτησα εἰς τὴν Δ´ τοῦ Βαρβακείου. Τῷ 1874 ἐνεγράφην εἰς τὴν Φιλοσοφικὴν Σχολὴν ὅπου ἤκουσα κατ᾿ ἐκλογὴν ὀλίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ᾿ ἰδίαν δὲ ἠσχολούμην εἰς τὰς ξένας γλώσσας. Μικρὸς ἐζωγράφιζα Ἅγίους, εἶτα ἔγραφα στίχους, κι ἐδοκίμαζα νἀ συντάξω κωμωδίας. Τῷ 1868 ἐπεχείρησα νὰ γράψω μυθιστόρημα. Τῷ 1879 ἐδημοσιεύθη ἡ «Μετανάστις» ἔργον μου, εἰς τὸν «Νεολόγον» Κωνσταντινουπόλεως. Τῷ 1881 ἓν θρησκευτικὸν ποιημάτιον εἰς τὸ περιοδικὸν «Σωτῆρα». Τῷ 1882 ἐδημοσιεύθησαν «Οἱ Ἔμποροι τῶν ἐθνῶν» εἰς τὸ «Μὴ χάνεσαι». Ἀργότερα ἔγραψα περὶ τὰ ἑκατὸν διηγήματα, δημοσιευθέντα εἰς διάφορα περιοδικὰ καὶ ἐφημερίδες. Α.Π. |
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης ήταν Έλληνας συγγραφέας, από τους κορυφαίους διηγηματογράφους. Γεννήθηκε στη Σκιάθο, στις 4 Μαρτίου 1851, μέλος μιας πολύτεκνης οικογένειας 9 παιδιών. Ο πατέρας του ήταν ιερέας, η μητέρα του από αρχοντική οικογένεια του Μυστρά. Το κανονικό του όνομα ήταν Χατζηγιάννης αλλά τον φώναζαν παπαδιαμάντη ως γιο του παπα Αδαμάντιου και τελικά υιοθέτησε το όνομα. Τελείωσε δημοτικό στην Σκιάθο και πήγε γυμνάσιο στην Χαλκίδα. Διέκοψε την φοίτηση του και πήγε στο Άγιο Όρος για μερικούς μήνες, αργότερα πήγε στην Αθήνα και το 1874 γράφτηκε στην φιλοσοφική σχολή. Δεν πήρε ποτέ πτυχίο, έμεινε ωστόσο στην Αθήνα και ξεκίνησε να παραδίδει μαθήματα κατ οίκον, να εργάζεται ως μεταφραστής για διάφορες εφημερίδες και περιοδικά καθώς είχε μάθει μόνος του αγγλικά και γαλλικά, και να γράφει μυθιστορήματα τα οποία δημοσιευόταν σε συνέχειες σε έντυπα της εποχής. Έγραψε τα μυθιστορήματα «Η μετανάστις», «Γυφτοπούλα», «Έμποροι των Εθνών» ενώ το από το 1887 κι ύστερα από το διήγημα «Το χριστόψωμο», στην εφημερίδα Εφημερίς, στράφηκε αποκλειστικά στο διήγημα, στο οποίο αναδείχθηκε ως κορυφαίος τεχνίτης. Ζούσε ήσυχα κι αθόρυβα στην Αθήνα, αποφεύγοντας την κοσμική ζωή και τους φιλολογικούς κύκλους, γεγονός που του έδωσε το προσωνύμιο κοσμοκαλόγερος. Σύχναζε σε ένα μπακάλικο και συναναστρεφόταν ανθρώπους των λαϊκών συνοικιών, των οποίων τη ζωή μετέφερε στα διηγήματά του, όπως: «Υπηρέτρα», «Η Σταχομαζώχτρα», «Μία ψυχή», «Η Μαυρομαντηλού», «Φτωχός Άγιος», «Στο Χριστό στο Κάστρο», «Στην Αγι-Αναστασά», «Ολόγυρα στη λίμνη», «Οι Χαλασοχώρηδες», «Λαμπριάτικος ψάλτης», Βαρδιάνος στα σπόρκα», «Η νοσταλγός», «Έρωτας στα χιόνια», «Ο ξεπεσμένος δερβίσης», «Το σπιτάκι στο λιβάδι», «Έρως-Ήρως», «Τ’ αγνάντεμα», «Αμαρτίας φάντασμα», «Τα δαιμόνια στο ρέμα», «Όνειρο στο κύμα», «Η Φαρμακολύτρια», «Υπο την βασιλικήν δρυν», «Η Χολεριασμένη», «Στρίγλα μάνα», «Η Φόνισσα», «Τα κρούσματα», «Ο Κακόμης», «Η φωνή του Δράκου», «Γυνή πλέουσα», «Ρεμβασμός του Δεκαπενταυγούστου», «Τα ρόδιν’ ακρογιάλια», «Το μυρολόγι της φώκιας», «Νεκρός ταξιδιώτης». Η υγεία του είχε κλονιστεί από νεαρή ηλικία και το 1908 μετά από επιδείνωση αποφάσισε να επιστρέφει στην Σκιάθο. Το Νοέμβριο του 1910 αρρώστησε από πνευμονία και στις 3 Ιανουαρίου του 1911, άφησε την τελευταία του πνοή στο πατρικό του. Λίγες ώρες πριν είχε βγει και είχε ψάλει στην εκκλησία της γειτονιάς του, εν όψει της επικείμενης γιορτής των Φώτων. |