Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

Στο διήγημα «Η Χτυπημένη» ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης καταγέλλειτις κομπογιαννίτισσες ψευτογιατρίνες, τη δεισιδαιμονία και τις προλήψεις. Βασικός χαρακτήρας είναι η γριά Παντελού, η οποία αγαπάει θανάσιμα τη νύφη της και την αποξενώνει από τους δικούς της και από τους γιατρούς θέλοντας να την φροντίσει μόνη της.

ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

Η ΧΤΥΠΗΜΕΝΗ(1890)

Διήγημα

Εἰς τοῦ Γιάννη τῆς Παντελοῦς τὸ στενὸ ἔβγαινε μία Καντίνα* μὲτὸν λευκὸν φερετζὲν καὶ τὸ γιασμάκι της, καὶ τοῦτο πολὺ συχνά,σχεδὸν κάθε μῆνα. Τὴν εἶδε δύο φορὲς μὲ τὰ μάτια της ἡ γρια Παντελού, καὶ ὁ υἱός της ὁ Γιάννης, καὶ διάφοροι ἄλλοι γείτονες.
Ἦτον ἕνα κατάλυμα, παλαιὰ οἰκία καταρρεύσασα, χωριζομένη διὰτοῦ στενοῦ ἀπὸ τῆς οἰκίας ἐν ᾗ κατῴκει ἡ γραῖα μετὰ τοῦ υἱοῦ τηςκαὶ τῆς νύμφης της, εἶτα ἕνας αὐλόγυρος ἔρημος, μ᾽ ἕνα φοῦρνοντὸν ὁποῖον ἀπὸ πολλοῦ ἔπαυσε νὰ κολλᾷ ἡ γερόντισσα, καὶ δύοἑτοιμόρροποι οἰκίσκοι ἀκατοίκητοι, ὅλα ἔρημα καὶ σκοτεινά.
Τῆς νύμφης της, τῆς Γιάνναινας, «τῆς εἶχεν ἔρθει ἄτυχα»,ἐβεβαίου ἡ γρια-Παντελού. Μίαν ἑσπέραν ὁποὺ εἶχε καταβῆ εἰς τὸκατάλυμα μοναχή της, βλέπει ἔξαφνα τὴν Καντίνα λευκόπεπλον, μὲτὸ μέτωπον, τὴν ρῖνα καὶ τὰς σιαγόνας σκεπασμένα, μὲ τὰ ὄμματασπινθηροβολοῦντα κ᾽ ἐκάθητο ὡς καλὴ νοικοκυρὰ εἰς τὴν ἀγκωνὴντοῦ ἐρειπίου, ἐπί τινος λίθου, καπνίζουσα τὸ μικρὸ τσιμπουκάκιτης, καὶ πῶς τῆς ἔπρεπε τῷ ὄντι! Ἦτον ἄλλως ἡ μόνη οἰκοκυρὰ τοῦμέρους, διότι ἀφοῦ ὁ χῶρος εἶχε μείνει ἀπὸ ἐτῶν ἔρημοςἀνθρώπων, ἑπόμενον ἦτο νὰ εὑρεθῇ μία Καντίνα νὰ λάβῃ κατοχήν.Ἡ παράδοσις ἔλεγεν ὅτι, τὸ πάλαι, ὅτε εἶχον οἰκήσει Τοῦρκοι ἐν τῇνήσῳ, ὁ χῶρος οὗτος καὶ πολλὰ κύκλῳ οἰκόπεδα ἀνῆκον εἰς ἕναἀράπην, ὅστις ἔτρεφεν οὐκ ὀλίγας γυναῖκας, καὶ τὸ κατάλυματοῦτο ἦτον ἀκριβῶς τὸ χαρέμι του. Εἶναι ἀληθὲς ὅτι τῶν Τούρκωνοἱ νεκροὶ γίνονται τὴν νύκτα ζωντανοὶ σκύλοι, ἀλλ᾽ ἴσως ἡ μία τῶνγυναικῶν τοῦ ἀράπη νὰ ἦτον εἰς τὸ κρυφὸν χριστιανή, καὶ ἂν καὶἐξεβαπτίσθη διὰ τῆς μετὰ τοῦ ἀπίστου κοινωνίας, δὲν εἶχεκατορθώσει νὰ γίνῃ ἐντελῶς Τούρκισσα.
Ἅμα εἶδε τὸ ἀπίστευτον θέαμα ἡ πτωχὴ γυνή, ἔτρεξε μὲ τρεμούσαςκνήμας, μὲ τὴν γλῶσσαν κρεμαμένην ἔξω, λευκὴ ὡς σινδών,ἔτρεξεν ἐπάνω εἰς τὴν οἰκίαν, κ᾽ ἔπεσεν ἀμέσως εἰς τὴν στρωμνὴνπυρέσσουσα. «Τῆς ἦρθε ἄτυχα». Εἶχε χτυπηθῆ. Καὶ δὲν τῆς ἐπῆρεμὲν ἡ Καντίνα τὴν μιλιά της, διότι μὲ τὴν γλῶσσαν παραλυθεῖσανδὲν ἐδυνήθη ν᾽ ἀρθρώσῃ κραυγήν, ἀλλ᾽ ἔμεινε τραυλὴ διὰ βίου. Ἐπὶτρεῖς μῆνας καὶ πλέον τὴν ἐδιάβαζεν ὁ ἱερεὺς τῆς Παναγίας τῆςΚεχρεᾶς, καὶ κατ᾽ ἀρχὰς αἱ φωναί της ἦσαν ἀκατάληπτοι. Ὕστερονὅμως ὁ τραυλισμὸς ἐμετριάσθη, καὶ ἠδύνατο μετὰ δυσκολίας νὰἐκφράζῃ τί ἐπεθύμει. Ἀλλὰ πέπλος βαθὺς ἡπλώθη ἐπὶ τῆςδιανοίας της, ὅμοιος μ᾽ ἐκεῖνον ὅστις ἔκρυπτε τοὺς χαρακτῆραςτῆς μορφῆς τῆς Καντίνας.
Ἡ πενθερά της «τὴν εἶχε ᾽μόσιμο*», τόσον πολὺ τὴν ἠγάπα. Καὶτὴν ἠγάπα δημοσίᾳ, εἰς τὸ φανερόν, δὲν τὸ ἔκρυπτεν. Ἡ γειτόνισσάτης, ἡ γρια-Περμάχου, ἠγανάκτει καὶ διεμαρτύρετο κατὰ τῆς τόσηςἀδυναμίας τῆς ὁμήλικός της πρὸς τὴν ἀσθενῆ νύμφην. Διότι ἡπτωχὴ Γιάνναινα, τριακοντοῦτις γυνή, ὠχρά, ἀναιμικὴ ἐξ ἀρχῆς,ἐφύλαττε τὴν στρωμνὴν ἐπὶ μῆνας, ἐπὶ μῆνας πολλούς, μετὰ τὴνὄψιν τοῦ φαντάσματος. Τῆς ἔλεγεν «ἔ! σὰν πεθάνῃ, καὶ τί τάχα; θὰξελευτερωθῇ…». Ἀλλ᾽ ἡ γραῖα Παντελοὺ οὔτε ἀστεϊσμοῦ χάρινἠδύνατο ν᾽ ἀκούσῃ τοιαύτην εὐχὴν ἐκφερομένην. Ν᾽ ἀποθάνῃ ἡνύμφη της; Μὴ γένοιτο! Καὶ εἶχεν ἄλλην νύμφην;Καὶ ὅμως, μ᾽ ὅλους τοὺς ἀπαισίους κρωγμοὺς τῆς γριᾶςΠερμάχους, ἡ Παντελοὺ δὲν ἔπαυε νὰ τὴν ἔχῃ ἔμπιστον, νὰ τῆςλέγῃ ὅλα τὰ μυστικά της. Μίαν πρωίαν, ἐλθοῦσα παρὰ τὴν θύραντῆς καλύβης, ὅπου κατῴκει ἡ ἀπαίσιος γραία, ὑπὸ τὴνφυλλορροοῦσαν κληματαριάν, τῆς εἶπεν ὅτι ἡ νύμφη της εἶχεπεράσει τὴν νύκτα πολὺ ἄσχημα, ὅτι δὶς ἦλθεν εἰς κίνδυνον, ὅτι«ἀκόμα λίγο καὶ θελὰ-σώσῃ», ὅτι ἐξύπνισαν τὰ μεσάνυκτα τὸνἐφημέριον διὰ νὰ τὴν μεταλάβῃ, καὶ ὅτι μόλις τώρα τὰ χαράγματα ἡσύχασεν ὀλίγον καὶ ἀπεκοιμήθη. Ἀλλ᾽ ὅτι ἀκόμη εἶναι φόβος,φόβος καὶ κίνδυνος.
Στρέψασα τότε ἡ γρια-Περμάχου πολυσήμαντον βλέμμα πρὸς τὴνσυνηλικιῶτιν καὶ ὁμότριχά της, τῆς λέγει:
―  Σὰ σ᾽ ἀκούω, γειτόνισσα! Θὰ φάῃ κι ἄλλη ψωμί!…

* * *Ἐν τούτοις ἡ ταλαίπωρος γυνὴ ὑπέφερε καὶ ἦτον ἀξία οἴκτου.Ἔπασχεν ἀπὸ συνεχῆ πνιγμονήν, εἶχε λήρους, λιποθυμίας,παραμιλήματα, ἔκλαιε κ᾽ ἐκόπτετο ἄνευ αἰτίας παννυχί, ὑπὸ τὸνσκληρὸν ἐφιάλτην. Ἐτραύλιζεν, ἐτραύλιζε πάντοτε. Ἐφώναζεναἴφνης: «Νά την! τὴν βλέπω!». Ἐφαντάζετο ὅτι βλέπει πάντοτε τὴνΚαντίνα μὲ τὸν φερετζὲν καὶ μὲ τὸ τσιμπουκάκι της. Ἔκραζεν,ἔξυπνος ἢ κοιμωμένη, τὴν κόρην της, παιδίσκην ἑπταετῆ: «Ἔλα,μικλό μου! Κατελνιώ μου! καλδιά μ᾽ πονεῖ…». Καὶ ἡ μικρὰ ἤρχετοπλησίον της καὶ τὴν ἐνηγκαλίζετο. Ἡ κορασὶς αὕτη ἦτοἀπαράλλακτον ἀντίτυπον τῆς μητρός της, μικρογραφία τῆς αὐτῆςεἰκόνος. Μακρά, ἰσχνή, λευκοτάτη, κηρόπλαστος. Ἐν τούτοις ἡμάμμη της δὲν τὴν ἠγάπα. Ἐπροτίμα τὸν ἀδελφόν της, τὸν μικρὸνΠολυχρονάκην, τετραετὲς παιδίον «μὲ τέσσαρα μάγουλα», ἀκριβὲςἀντίγραφον τοῦ πατρός του.
Ὁ χρηστὸς οὗτος νοικοκύρης, γεωργοκτηματίας ἐκ τῶν πρώτωντῆς νήσου, ἐπαρχιακὸς σύμβουλος, βραχύσωμος, παχύς,προγάστωρ, ἐπανήρχετο πάντοτε τὴν ἑσπέραν ἀπὸ τὸ χωράφι(συνήθως ἤρχετο πολὺ μετὰ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου, ἐνίοτε δυὸ ὧρες- νύχτα), κουρασμένος, πεινασμένος, ὀλιγόλογος, ἀλλ᾽ ὄχι καὶὀργίλος οὔτε παράξενος. Δὲν ἠρώτα ποτὲ τὴν πάσχουσαν πῶςἐπέρασε τὴν ἡμέραν, ἀλλὰ καὶ δὲν ἐγόγγυζε ποτὲ οὔτεπαρεπονεῖτο διατί νὰ εἶναι ἄρρωστη. Εἶχεν ἐργασίας, εἶχε σχέδια,εἰργάζετο ὁ ἴδιος, ἀλλὰ καὶ δὲν ἔπαυε νὰ ἔχῃ παραγυιούς, νὰδανείζεται καὶ νὰ πληρώνῃ ἡμεροκάματα. Εἶχε δύο τρεῖς ἐλαιῶναςλαμπρούς, φθονετούς, κ᾽ εὕρισκε τοὺς δανειστὰς προθύμους.Ἐφαντάζετο ὅτι ἡ προθυμία αὕτη ἦτο ἐκ σεβασμοῦ καὶἁβροφροσύνης πρὸς αὐτόν, ὡς πρόκριτον, ἐκ καλῆς οἰκογενείαςτοῦ τόπου. Ὅλον τὸν χρόνον δὲν τοῦ ἔλειπαν οἱ ἐργάται. Εἶχε δύοβουνὰ ὁλόκληρα νὰ καλλιεργήσῃ. Εἶχε νὰ ξανοίξῃ*, νὰξεσκολώσῃ*, νὰ θαμνέψῃ, νὰ βοτανίσῃ, νὰ φυτέψῃ, νὰ θηλιάσῃ*,νὰ ὀργώσῃ. Ἔπειτα εἶχε νὰ συγκομίσῃ τοὺς καρπούς, νὰ ἐκθλίψῃτὰ ἔλαια, νὰ πατήσῃ τὰς σταφυλάς. «Καιρὸς τοῦ φυτεῦσαι καὶκαιρὸς τοῦ ἐκτῖλαι». Ἐδανείζετο λοιπὸν κ᾽ ἐπλήρωνε. Ἔλεγε«παίρνοντας καὶ δίνοντας». Συνήθειαν δὲν εἶχε νὰ λογαριάζεταιποτέ, ἂν καὶ ἔδιδεν εἰς τοὺς τόκους ὅ,τι τοῦ ἐπερίσσευεν. Οἱδανεισταί του, ὡς ἐκ τῆς ὀφειλομένης ἁβροφροσύνης πρὸς αὐτόν,ὡς ἐκ προγόνων προεστῶτα τοῦ τόπου, δὲν τῷ ἔλεγαν ποτέ: «Ἔλανὰ λογαριασθῇς». Δὲν ἐφαντάζετο ὅτι ὅλα καὶ ὅλα τὰ χρέη του θὰὑπερέβαινον ποτὲ τὰ χίλια τάλληρα. Εἰς τὴν πρώτην ἐλαιοφορίανεἶχε σκοπὸν νὰ τὰ ἐξοφλήσῃ ὅλα. Ἀλλὰ μίαν ἑσπέραν πολὺδυσαρέστως ἐξεπλάγη ὅταν, ἐπανελθὼν ἀπὸ τὸ χωράφι, εὗρεν εἰςτὴν θύραν του τοιχοκολλημένην ἀγωγὴν «περὶ πληρωμῆς δραχ.19.892 καὶ 85% ἐντόκως, ἀπὸ τῆς ἐπιδόσεως μέχριςἐξοφλήσεως». Ὁ αὐθάδης κλητήρ, ὅστις μόνος αὐτὸς ἐτόλμησε νὰλησμονήσῃ τὴν ὀφειλομένην πρὸς τὸν ἀπόγονον τῶν προεστώτωνἁβρότητα, παρεπονέθη ὅτι δὲν εὕρισκε ποτὲ τὸν ἐναγόμενον, ὅτιἦτον αἰωνίως εἰς τὸ χωράφι, ὅτι ποτὲ οὔτε κατὰ Κυριακὴν δὲνκατέβαινεν εἰς τὴν ἀγοράν, καὶ ἐπειδὴ αἱ γυναῖκες δὲν ἤξευραν νὰὑπογράψουν οὔτε ἤθελαν νὰ δεχθοῦν τὸ ἔγγραφον, προεικάζουσαιὅτι θὰ ἦτο φοβερόν τι, ἐκόλλησε τὴν ἀγωγὴν ἐπὶ τῆς θύρας, κ᾽ἐπῆγε νὰ πίῃ τὸ ὀρεκτικόν του.

* * *Καὶ εἶναι παραδεδεγμένον ὅτι μία δυστυχία δὲν ἔρχεται ποτὲ μόνητης. Μόλις εἶχε παρέλθει μὴν ἀπὸ τοῦ ἀνεξηγήτου παθήματος τῆςγυναικός του, καὶ ἡ ἀγωγὴ τοῦ ἐκοινοποιήθη. Ἐννοεῖται ὅτι, ἂν καὶἦτο ἐπαρχιακὸς σύμβουλος, δὲν ἐνόει τίποτε ἀπὸ δικαστικὰπράγματα, καὶ οἱ δικολάβοι τὸν ἐξεμεταλλεύοντο ὅπως ἤθελαναὐτοί. Ἔπαυσε τοὺς ἐργάτας διὰ νὰ πληρώνῃ τοὺς δικηγόρους. Ἡγρια-Παντελοὺ ἦλθεν εἰς τὴν ἀκμὴν νὰ μετανοήσῃ ὅτι ἔπαυσε νὰκολλᾷ τὸν φοῦρνον, ἂς ἦτο καὶ μήτηρ συμβούλου ἐπαρχιακοῦ. Δὲντῆς ἤρκουν τὰ ἄλλα βάσανα, εἶχε καὶ τὴν γραῖαν στρίγλαν τὴνγειτόνισσάν της, ἥτις δὲν ἔπαυε νὰ ἐπαναλαμβάνῃ τὴν σκληρὰνἐπῳδόν· «Θὰ φάῃ κι ἄλλη ψωμί!»
Καὶ αὐτή, τὴν νύμφην της, «τὴν εἶχε ᾽μόσιμο». Ἠδύνατο ν᾽ ἀκούῃτοιοῦτον κακόηχον κρωγμόν; Μίαν ἡμέραν ἔχασε τὴν ὑπομονὴν καὶτῆς λέγει· «Γιά νὰ σοῦ πῶ, γειτόνισσα, δὲ μ᾽ ἀρέσει νὰ μ᾽ τὸ λὲςαὐτό». Τότε ἡ γραῖα στραφεῖσα τῆς ἀπεκρίθη· «Τὸ ξέρω δὰ πὼςἀμώνεις στ᾽ ὄνομά της, γειτόνισσα· μὰ ἡσύχασε, τὸ ὄνομά της δὲθὰ χαθῇ!»* * *Ἦτον ἡμέρα Κυριακὴ πρὸ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως, καὶ ἡ γρια Παντελού, ἐπιστρέψασα ἐκ τῆς λειτουργίας, ὅπου εἶχεν ἀκούσειτὲς «γενεὲς δεκατέσσαρες» ἀνέβη εἰς τὴν οἰκίαν. Ἡ ἀσθενὴςἀνέκειτο ἐπὶ τῆς στρωμνῆς παρὰ τὴν ἑστίαν, καὶ ἡ μικρὰΑἰκατερίνη καθημένη παρὰ τὸ προσκέφαλόν της τῆς ἐκράτει τὴνχεῖρα. Ἡ γρια-Περμάχου εἶχεν ἔλθει νὰ κάμῃ τὴν συνήθη πρωινὴνἐπίσκεψιν, νὰ δώσῃ κανὲν ψευτογιατρικὸν εἰς τὴν πάσχουσαν καὶνὰ πίῃ τὴν φασκομηλιά της μὲ τὸ πετιμέζι· ὀκλάζουσα εἰς μίανγωνίαν ἀντικρὺ τῆς ἑστίας, ὁμοία μὲ τὴν κουκουβάγια, προσήλουτοὺς μεγάλους ὀφθαλμούς της ἐπὶ τὴν ἀσθενῆ, καὶ κατεμέτρειτοὺς προϊόντας βαθμοὺς τῆς φθορᾶς ἐπὶ τοῦ προσώπου της. Εἶτα ἠγείρετο καὶ κατέβαινεν εἰς τὴν καλύβην της, καὶ ἡ γρια Παντελού, τὴν προέπεμπε συνήθως μέχρι τῆς κλίμακος. Τότε ἡΠερμάχου ἐπανελάμβανε ταπεινῇ τῇ φωνῇ τὴν προφητείαν της,«ὅτι θὰ φάῃ κι ἄλλη ψωμί», ἡ δὲ γραῖα διεμαρτύρετο ἀσθενῶς κατὰτῆς ἐπιμονῆς της.
Καὶ τὴν ἡμέραν ἐκείνην τὸ αὐτὸ συνέβη, καὶ τὸ παράδοξον, ὅτιμόλις ἐσηκώθη ἡ Περμάχου, εὐχομένη «περαστικὰ» κατὰ τὸσύνηθες, καὶ ἡ ἀσθενὴς ἐστήλωσε τὰ ὦτα, προσβλέπουσα διὰ τῆςἡμικλείστου μεινάσης θύρας πρὸς τὸν ἐξώστην, καθ᾽ ἣν διεύθυνσινἐξῆλθον αἱ δύο γραῖαι. Ἤκουσε τοὺς ψιθυρισμούς των, καὶ ἡ ὄψιςτης ἔγινε πελιδνοτέρα ἢ ὅσον ἦτο. Διέκρινεν ἆρα τὴν δύσηχονφράσιν τῆς γραίας κακομάντιδος;Στραφεῖσα τότε πρὸς τὴν κόρην της, μετὰ κόπου καὶ δυσκολίαςτῆς εἶπε τραυλίζουσα:
― Ἄχ! παιδί μου, ἐγὼ ἔχω ὣς τώλα πεθελά, καὶ σὺ ἀπὸ δῶ κ᾽ἐμπλὸς θὰ ἔχῃς… Καὶ ἐστάθη.
―  Τί θὰ ἔχω; ἠρώτησε μετὰ παιδικῆς περιεργείας ἡ παιδίσκη.Ἡ ἀσθενὴς ἀνένευσεν, ὡς νὰ ἤθελε νὰ εἴπῃ: «Ἄφησέ τα τώρα, δὲνεἶναι καιρός». Ἀλλ᾽ ἡ μικρὰ ἐπέμεινε.
―  Τί θὰ ἔχω, μητέρα;
―  Τί νὰ σοῦ πῶ, παιδί μου, ἐψιθύρισεν ἡ πάσχουσα, ὁ Θεὸς ξέλει.Ἴσως ἤθελε νὰ εἴπῃ «μητρυιάν», ἀλλὰ δὲν εἶχε τὸ θάρρος ν᾽ἀρθρώσῃ τὴν λέξιν.
―  Γιατί, μητέρα, ἐπανέλαβεν ἡ παιδίσκη, εἶπες πὼς ἔχεις πεθερά,σὰν νὰ μὴν εἶσ᾽ εὐχαριστημένη; Καὶ δὲ σ᾽ ἀγαπάει ἡ μαμμίτσα μου;Ἡ ἀσθενὴς ἔσεισε τὴν κεφαλήν, ἀλλὰ δὲν εἶπε λέξιν.
―Ἡ μαμμίτσα μου, μητέρα, τὴν ἀκούω ἐγὼ πολλὲς φορὲς ποὺ λέειτῆς θεια-Περμάχους πὼς σ᾽ ἔχει ᾽μόσιμο. Δὲν μοῦ λές, μητέρα, τίθὰ πῇ αὐτό, νὰ ἔχῃ κανεὶς ἕναν ἄνθρωπο ᾽μόσιμο;
―  Θὰ πῇ, παιδί μου, ἐμορμύρισεν ἡ ἡμίπληκτος, πὼς ἀμώνει τάχαστ᾽ ὄνομά του.
Ἡ κορασὶς δὲν ἐνόησεν ἐντελῶς.
―  Καὶ τί θὰ πῇ ν᾽ ἀμώνῃ στ᾽ ὄνομά του;
―  Θὰ πῇ νὰ παίλνῃ ὅλκο στ᾽ ὄνομά του, πῶς λένε καμπόσοι: μά τὸΘεό, μά τὴν Παναγιά…
― Ἄ! κ᾽ ἡ μαμμίτσα μου ἀμώνει στ᾽ ὄνομά σου;
―  Θεὸς ξέλει…
―  Τὴν ἄκουσα, μητέρα, νὰ τό λέῃ τῆς θεια-Περμάχους, κι ἡ θειαΠερμάχου τῆς ἔλεγε…
Ἡ ἀσθενὴς ἔκαμε κίνημα ὄχι περιεργείας ἢ ἀνυπομονησίας διὰ ν᾽ἀκούσῃ, ἀλλὰ μᾶλλον ἀποτροπιασμοῦ ὅπως μὴ ἀκούσῃ τὰλεγόμενα. Ἡ μικρὰ ἐξηκολούθησε χωρὶς νὰ ἐννοήσῃ:―  … Τῆς ἔλεγε: «Ἔ! γειτόνισσα, γειτόνισσα! θὰ φάῃ κι ἄλληψωμί…». Δὲ μοῦ λές, μητέρα, τί θὰ πῇ νὰ φάῃ κι ἄλλη ψωμί;Ἀλλ᾽ ἡ δύστηνος γυνὴ εἶχε γίνει πελιδνοτάτη, καὶ τὰ ὄμματά τηςεἶχον τὴν ἀλαμπῆ ἐκείνην στιλπνότητα, τὴν ὁποίαν ὁ λαὸςὀνομάζει βασίλεμα τῶν ματιῶν, καὶ οἱ ὀδόντες της ἔμεινανσυνεσφιγμένοι.
―  Τί ἔχεις, μητέρα, τί ἔχεις; ἔκραξεν ἡ Αἰκατερίνη.Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἐπέστρεψεν ἡ γραῖα Παντελού, ἀφοῦ εἶχεπροπέμψει μέχρι τῆς κλίμακος τὴν γηραιὰν φίλην της.―  Κουράγιο, νυφούλα μου, κουράγιο, εἶπεν ἰδοῦσα τὴν ἔκτακτονὠχρότητά της, καὶ μὴ μαντεύουσα τί εἶχε λεχθῆ.
Ἡ ἀσθενὴς κατέβαλεν ὑπεράνθρωπον ἀγῶνα, καὶ συνῆλθε. Δὲνἐξέφερε κανὲν παράπονον. ᾿Εβίασεν ἑαυτὴν νὰ μειδιάσῃ πρὸς τὴνπενθερὰν καὶ πρὸς τὸ θυγάτριόν της. Ἡ γραῖα ἐπανέλαβε καὶπάλιν:
―  Δὲν ἔχεις τίποτε. Κουράγιο, νυφούλα μου, κουράγιο!Πτωχὴ γυνή! ὑπέφερεν ὡς μάρτυς. Εἶχε γίνει θῦμα τῆς ἄγανταύτης φιλοστοργίας τῆς πενθερᾶς της. Τόσον τὴν ἠγάπα, ὥστετὴν εἶχεν ἀπομακρύνει ἀπὸ τοὺς ἐξ αἵματος συγγενεῖς της. Δὲνἐπέτρεπεν εἰς τὴν μητέρα καὶ τὰς ἀδελφάς της νὰ ἔλθωσι νὰ τὴννοσηλεύσωσιν. Αὐταὶ αἱ ἴδιαι παρεπονοῦντο πικρῶς κατὰ τῆςὁμαίμονος, τὴν ἀπεκάλουν ξεχωρισμένην. Ἔλεγαν ὅτι ἡ πενθεράτης κατώρθωσε νὰ τὴν ξεχωρίσῃ ἀπὸ τὸν κόσμον. Ἡ γραῖα ἔβαλεμαναφούκια* καὶ εἰς τὰ δύο μέρη. Εἰς ἐκείνας ἔλεγεν ὅτι ἡ νύμφητης δὲν τὰς θέλει νὰ ἔρχωνται καὶ ὅτι εἶναι μία παράξενη, μίαἀνάποδη… Εἰς ταύτην παρίστα ὅτι ἡ μήτηρ της καὶ αἱ ἀδελφαί τηςτὴν ἐδυσφήμουν πάντοτε, καὶ διὰ τοῦτο τὰς κατηρᾶτο ἐξ ὅληςψυχῆς. «Οἱ λοχεμένες*, οἱ στειρεμένες*, οἱ ἀχρόνιαστες. Ἀντὶ νὰχαροῦν ποὺ μπῆκε σὲ τέτοιο σπίτι ἡ ἀδελφή τους, τὴνἐζηλοφθονοῦσαν κτλ.». Τὴν νύκτα ἡ γραῖα ἔρρεγχε, καθὼς ὁ Ἰωνᾶςἐν καιρῷ τῆς τρικυμίας, καὶ δὲν ἐσηκώνετο νὰ δώσῃ τὸ ἰατρικὸνεἰς τὴν νύμφην της, ἢ νὰ τῆς ψήσῃ τοὐλάχιστον ἓν θερμὸν ποτόν.Τὸν υἱόν της τὸν εἶχε πείσει ὅτι δὲν ἦτο ἀνάγκη νὰ καλέσῃ τὸνἰατρὸν εἰς τὴν οἰκίαν. «Οἱ γιατροὶ δὲν ξέρουνε τί τοὺς γίνεται,καλύτερα τὰ καταφέρνουν οἱ γυναῖκες. Μὲ τὰ ψευτογιατρικὰ εἴδαμεπολλοὺς νὰ γιατρευτοῦνε». Καὶ ἤρχοντο καθ᾽ ἑκάστην τρεῖς ἢτέσσαρες ψευτογιάτρισσες εἰς τὴν οἰκίαν, ὧν μία ἦτο ἡ γραῖαΠερμάχου, ἥτις ἔλεγεν ὅτι μὲ τὰς ἀλοιφὰς θεραπεύονται αὐτὰ τὰνοσήματα, καὶ ὄχι μὲ τὰς ἐπῳδὰς καὶ τὰ περίαπτα, καθὼςἰσχυρίζονται αἱ ἄλλαι. Καὶ σχεδὸν καθ᾽ ἑκάστην τὴν ἔτριβε μὲκηραλοιφήν, καὶ τῆς ἤλειφε τὰ πλευρά, ἐπιφωνοῦσα:«Κηραλοιφίτσα νὰ τὸ γιάνῃ!».

* * *Θλιβερὰ ἀνέτειλαν τὰ Χριστούγεννα διὰ τὴν μικρὰν Αἰκατερίνην. Ὁκόσμος ἑώρταζε καὶ ἡ μήτηρ της ἐψυχομαχοῦσε! Καὶ ὁ πατήρ τηςδὲν ἔπαυσε νὰ δικάζεται μὲ τοὺς δανειστάς, καὶ ἄφησε τὴν οἰκίανἄνευ ὀψωνίων, διὰ νὰ πληρώσῃ τοὺς δικολάβους. Καὶ ἡ γραῖαΠαντελοὺ ἦτο ἀπαρηγόρητος, λέγουσα ὅτι δὲν ἤθελε «νὰ χάσῃ τὴννυφούλα της, ὁποὺ τὴν εἶχε ᾽μόσιμο!». Καὶ ἡ γειτόνισσά της ἡΠερμάχου ἠγωνίζετο νὰ τὴν παρηγορήσῃ ἐπαναλαμβάνουσα ὅτι«θὰ φάῃ κι ἄλλη ψωμί!».

* * *Ἐκοιμήθη ἡ δυστυχὴς ὑπὸ τὴν κυπάρισσον ἀντικρὺ τοῦ ὡραίουπεριβολίου τοῦ συζύγου της, τοῦ συγκειμένου ἐξ ἐλαιῶνος,ἀμπέλου καὶ κήπου, τὸ ὁποῖον οἱ δανεισταὶ θὰ ἐξέθετον μετὰ ἕναμῆνα εἰς πλειστηριασμόν. Οὐδὲν ἧττον ἡ γρια-Περμάχου, διακαῶςποθοῦσα νὰ εὕρῃ παρηγορίαν διὰ τὴν λευκότριχον φίλην της (ἥτιςἔχασε τὴν νυφούλα της, ὁποὺ τὴν εἶχε ᾽μόσιμο) ἤρχισε νὰ τρέχῃδεξιὰ καὶ ἀριστερά, πρὸς ἀναζήτησιν συζύγου διὰ τὸν Γιάννην τῆςΠαντελοῦς. «Καὶ ἂν ἐφοβέριζαν νὰ βγάλουν τὰ ὑποστατικά τουστὴ δημοπρασία, τάχα τί; Αὐτὸς εἶχε πολὺ βιό, ἦτον καὶπροκομμένος…» Καὶ ἡ μικρὰ Αἰκατερίνη εἶχεν ἀκριβῶς τόσηνἡλικίαν, ὅση ἤρκει διὰ νὰ αἰσθάνεται τὴν δυστυχίαν της καὶ νὰκλαίῃ. Ἡ μήτηρ της, διὰ τῶν πραγμάτων, δὲν εἶχε βραδύνει νὰ τῆςδώσῃ ἀπάντησιν εἰς τὴν ἀφελῆ ἐρώτησίν της περὶ τοῦ «τί θὰ πῇ νὰφάῃ κι ἄλλη ψωμί».