![]() |
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ Τσέζαρε Παβέζε 1908 έως 1950 (42)
| ||
---|---|---|---|
Ο θάνατος θα ρθει
Ο θάνατος θά ’ρθει και θά ‘χει τα μάτια σου- ο θάνατος που ‘ναι μαζί μας απ’ το πρωί ως το βράδυ, άγρυπνος, άφωνος σαν παλιά τύψη ή κάποιο ανόητο πάθος. Τα μάτια σου θα ‘ναι μια μάταιη λέξη, μια πνιγμένη κραυγή, μια σιωπή. Σαν κι αυτή που κάθε πρωί βλέπεις, όταν σκύβεις μόνη σου πάνω απ’ τον καθρέφτη. |
Ο Τσέζαρε Παβέζε (Cesare Pavese, 9 Σεπτεμβρίου 1908 - 27 Αυγούστου 1950) ήταν Ιταλός ποιητής, μυθιστοριογράφος, κριτικός λογοτεχνίας και μεταφραστής, συγκαταλέγεται στους σημαντικότερους συγγραφείς του 20ού αιώνα στην χώρα του. Μεγάλωσε στο Τορίνο και όταν ήταν 6 ετών πέθανε ο πατέρας του, τα οικογενειακά βάρη τα ανέλαβε η δραστήρια λιγομίλητη μητέρα του. Στο γυμνάσιο γνώρισε έναν αντιφασίστα καθηγητή ιταλικών και λατινικών, ένα λαμπρό παιδαγωγό ο οποίος θα παίξει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωσή του. Το 1926 αποφοίτησε και έστειλε τα πρώτα του ποιήματα σε περιοδικά τα οποία όμως απορρίφθηκαν. Έμαθε μόνος του αγγλικά και μελέτησε τον Ουίτμαν και το 1927 γράφτηκε στη φιλοσοφική. Το 1930 πέθανε η μητέρα του. Το 1932 πήρε το πτυχίο του και μετέφρασε στα Ιταλικά το "Μόμπυ Ντικ" του Μέλβιλ, το "Πορτρέτο του καλλιτέχνη σε νεαρή ηλικία" του Τζόυς και τον "42ο παράλληλο" του Ντος Πάσσος.
Από το 1933, μαζί με μια ομάδα αντιφασιστών διανοούμενων, φίλων του από το λύκειο συνεργάστηκε σε ένα εκδοτικό οίκο και ανέλαβε τη διεύθυνση της επιθεώρησης "Η Κουλτούρα". Το 1935 συνελήφθη από τη φασιστική κυβέρνηση εξαιτίας ενός γράμματος από κάποιο πολιτικό κρατούμενο. Ύστερα από αίτηση χάριτος η ποινή του μειώθηκε και επέστρεψε το 1936 στο Τορίνο όπου γνώρισε μια ερωτική απογοήτευση και μια εκδοτική αποτυχία του βιβλίου του «Η δουλειά κουράζει». Το '41 η κριτική επαίνεσε την έκδοση του "Οι χώρες σου", την ίδια εποχή έγραψε και την "Αμμουδιά". Το 1943 επιστρατεύθηκε από την φασιστική κυβέρνηση αλλά δεν πολέμησε, πέρασε έξι μήνες στο νοσοκομείο λόγω άσθματος. Μετά την απελευθέρωση γράφτηκε στο Κ.Κ. Ιταλίας και άρχισε τη συνεργασία με την "Ουνιτά". Το 1946 έγραψε τη "Μεγάλη φωτιά", που θα εκδοθεί μετά το θάνατό του και στη συνέχεια: "Διάλογοι με τη Λευκώ", "Ο διάβολος στους λόφους", "Τρεις γυναίκες μόνες", "Το φεγγάρι και οι φωτιές". Το 1950 τού απονεμήθηκε το βραβείο "Στρέγκα" και επέστρεψε για λίγο στην ποίηση, μετά το θάνατό του δημοσιεύτηκε το ποίημά του "Ο θάνατος θα 'ρθει και θα 'χει τα μάτια σου". Στις 27 Αυγούστου του 1950 αυτοκτόνησε σ' ένα ξενοδοχείο του Τορίνο. Τη σκηνή της αυτοκτονίας του την είχε περιγράψει με λεπτομέρειες στο προτελευταίο βιβλίο του. |