ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

Οράτιος -65 έως -8 (57)

Κάθε γνώση που προστίθεται είναι προσθήκη στην ανθρώπινη δύναμη.


ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ

ΩΔΕΣ

Λευκονόη, μη ρωτάς, δεν κάνει να ξέρεις
ποιο τέλος όρισαν οι θεοί για τη ζωή
τη δική μου και τη δική σου·
και μη ζητάς τ' άστρα μελετώντας να τό βρεις.
Πόσο είναι προτιμότερο να δείχνεις υπομονή
σ' ό,τι συμβεί!

Χειμώνες περισσότερους αν μας χρωστά ο Δίας
ή αν αυτόν μάς χάρισε στερνό,
που σπάει το κύμα το τυρρηνικό στ' αντικρινά τα βράχια,
δείξε τη φρονιμάδα σου,
στράγγιζε τα κρασιά σου·
κι αφού η ζωή είναι λίγη,
κλάδευε τη μακρινή ελπίδα.
Όσο μιλάμε, θα 'χει πετάξει πια ο χρόνος.
Άδραξε τη μέρα (Απόλαυσε το σήμερα)
και δείξε -όσο το δυνατόν-
λιγότερη εμπιστοσύνη στο αύριο


Ο Κουίντος Οράτιος Φλάκκος (8 Δεκεμβρίου 65 π.Χ. - 27 Νοεμβρίου 8 π.Χ.), γνωστότερος απλώς ως Οράτιος, ήταν ο κορυφαίος Ρωμαίος λυρικός ποιητής κατά τους χρόνους του Αυτοκράτορα Αυγούστου. Γεννήθηκε στη Βενόσα ή Βενουσία, μία κωμόπολη κοντά στις ελληνόφωνες περιοχές της Καλαβρίας στη νότια Ιταλία, ως γιος απελεύθερου (πρώην σκλάβου που είχε εξαγοράσει την ελευθερία του) γεννημένος ο ίδιος ελεύθερος. Ο πατέρας του εργαζόταν ως μεσάζοντας σε δημοπρασίες και είχαν οικονομική άνεση ώστε μπόρεσε να ξοδέψει αρκετά χρήματα για την εκπαίδευση του γιου του. Το 58 τον συνόδευσε στην Ρώμη όπου σπούδασε ελληνική και λατινική φιλολογία και ύστερα τον έστειλε στην Αθήνα για να σπουδάσει φιλοσοφία. Ο Οράτιος αργότερα εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του γράφοντας: «Αν ο χαρακτήρας μου βαρύνεται με λίγα μικρά ελαττώματα, κατά τα άλλα είναι τίμιος και ηθικός. Αν λίγους μόνο διάσπαρτους λεκέδες μπορείτε να δείξετε σε μια κατά τ’ άλλα αγνή επιφάνεια, αν κανείς δε μπορεί να με κατηγορήσει για φιλοχρηματία, ή λαγνεία, ή ασωτίες, αν ζω ζωή ενάρετη, αμόλυντη από ακαθαρσίες (συγχωρείστε μου προς στιγμή τον αυτοέπαινό μου),κι αν είμαι ένας καλός φίλος για τους φίλους μου, στον πατέρα μου οφείλονται όλα αυτά... . Αξίζει από μένα ευγνωμοσύνη και αίνο. Ποτέ δε θα μπορούσα να ντρέπομαι για ένα τέτοιο πατέρα, ούτε και νιώθω ανάγκη καμιά ν' απολογηθώ, σαν πολλούς άλλους, επειδή είμαι γιος απελεύθερου».

Επιστρέφοντας ο Οράτιος από την Αθήνα, και μετά την δολοφονία του Καίσαρα, συντάχθηκε με τους δημοκρατικούς υπό τον Βρούτο και πολέμησε το 42 π.Χ στην μάχη των Φιλίππων. Οι δημοκρατικοί ηττήθηκαν, ωστόσο δόθηκε αμνησία στους ηττημένους και ο Οράτιος επέστρεψε στην Ρώμη αγοράζοντας μια θέση ταμιακού γραφέα. Παράλληλα ξεκίνησε να γράφει. Προτού στραφεί στην λυρική ποίηση, έγραψε δύο σατιρικά βιβλία με θέμα τις υπερβολές των φιλοσοφικών ρευμάτων της εποχής του (πχ τον δογματισμό των Στωικών, την γαστριμαργία των Ευδαιμονιστών κλπ), τον παρασιτισμό ως τρόπο ζωής της κοινωνίας τους, τις ανήθικες κληρονομιές, το νεοπλουτισμός και υπερκαταναλωτισμό των εχόντων, την φιλαργυρία ως ασθένεια. Ιδανικό του Οράτιου είναι το μέτρο και η Αριστοτελική φιλοσοφία. Μετά τις σάτιρες στράφηκε στην λυρική ποίηση, εμπνευσμένος από την Σαπφώ, τον Αλκαίο, τον Αρχίλοχο, δίνοντας ωστόσο μια πιο στοχαστική διάθεση. Τα πρώτα ποιήματά του τον έκαναν φίλο με τον ποιητή Βιργίλιο και το Βάριο, οι οποίοι τον συνέστησαν στον Γάιο Μαικήνα, πανίσχυρο φίλο του Αυγούστου, που αργότερα έγινε προστάτης του και του χάρισε ένα κτήμα στη χώρα των Σαβίνων. Εκεί ο Οράτιος έμενε τον περισσότερο καιρό γράφοντας ποιήματα. Μη έχοντας κληρονόμους, το άφησε πεθαίνοντας στον αυτοκράτορα Αύγουστο. Το αγρόκτημα διατηρείται και σήμερα ως τόπος προσκυνήματος για τους φίλους του έργου του.