ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

Μπρένταν Μπίαν 1923 έως 1964 (41)

Μας πήραν τη γη, τη γλώσσα και τη θρησκεία αλλά δεν μπόρεσαν ποτέ να τιθασεύσουν τις γλώσσες μας


ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ

Όμηρος




Ο Μπρένταν Μπίαν (Brendan Behan (ιρλανδικά: Breandán Ó Beacháin, 1923 – 1964) ήταν Ιρλανδός ποιητής, πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας ο οποίος έγραψε τόσο στα ιρλανδικά όσο και στα αγγλικά. Γεννήθηκε στι 9 Φεβρουαρίου του 1923 στο Δουβλίνο σε μια αριστερή πολιτικοποιημένη οικογένεια που συμμετείχε σε ενέργειες κατά των Βρετανών. Από νεαρή ηλικία ξεκίνησε το αλκοόλ το οποίο θα σημαδέψει όλη την ζωή του. Άφησε το σχολείο το 1937 και έκανε κάποια μαθήματα ζωγραφικής ενώ συγχρόνως έγινε αγγελιαφόρος για τον Ιρλανδικό Δημοκρατικό Στρατό (IRA).

Ο Μπίαν συνελήφθη στην Αγγλία ενώ βρισκόταν σε αποστολή δολιοφθοράς και καταδικάστηκε (Φεβρουάριος 1940) σε τρία χρόνια σε αναμορφωτήριο στο Suffolk. Απελάθηκε στο Δουβλίνο το 1942 και σύντομα ενεπλάκη σε περιστατικό με πυροβολισμούς στο οποίο τραυματίστηκε ένας αστυνομικός. Καταδικάστηκε για απόπειρα ανθρωποκτονίας σε 14 χρόνια φυλάκισης. Εξέτισε την ποινή μέχρι το 1946 που δόθηκε γενική αμνηστία στις φυλακές στο Δουβλίνο, εκεί τελειοποίησε τα ιρλανδικά του και έγραψε την πρώτη εκδοχή ενός θεατρικού έργου με τίτλο ο Όμηρος.

Ακολούθησαν μεταγενέστερες συλλήψεις, είτε για επαναστατικές δραστηριότητες είτε για μέθη, που ανάγκασαν επίσης διάφορες νοσηλεύσεις. Το 1948 ο Behan πήγε στο Παρίσι για να γράψει. Επιστρέφοντας στο Δουβλίνο το 1950, έγραψε διηγήματα και σενάρια. Το 1953 ξεκίνησε στον ιρλανδικό Τύπο μια στήλη για το Δουβλίνο. Το 1955 παντρεύτηκε και ένα χρόνο πριν τον θάνατο του γεννήθηκε η κόρη τους. Ο Μπίαν είχε διαγνωστεί με διαβήτη Και όσο αυξανόταν η φήμη του τόσο αυξανόταν και ο εθισμός του στο αλκοόλ, είχε φτάσει να εμφανίζεται συχνά μεθυσμένος τόσο σε θεατρικές σκηνές όσο και στην τηλεόραση σε συνεντεύξεις.

Το πρώτο έργο του που γνώρισε επιτυχία ήταν το Quare Fellow» μια τραγική κωμωδία που αφορά τις αντιδράσεις των δεσμοφυλάκων και των κρατουμένων στον απαγχονισμό ενός καταδικασμένο. Ο «Όμηρος», ωστόσο, θεωρείται το αριστούργημα του, στο οποίο μπαλάντες, ανόητες φάρσες και φαντασιώσεις σατιρίζουν τις κοινωνικές συνθήκες και τον πόλεμο. Το έργο πραγματεύεται την τραγική κατάσταση ενός Άγγλου στρατιώτη τον οποίο ο IRA κρατά όμηρο σε έναν οίκο ανοχής για να αποτρέψει την εκτέλεση ενός από τους δικούς τους άνδρες. Μετά το Λονδίνο, το έργο παίχτηκε και στο Μπρόντγουεϊ της Νέας Υόρκης το 1960 με μεγάλη επιτυχία.

Τα τελευταία έργα του Behan, τα οποία υπαγόρευσε σε κασέτα, ήταν «το νησί του Brendan Behan» (1962), ένα βιβλίο με ιρλανδικά ανέκδοτα, «The Scarperer» (1964), ένα μυθιστόρημα για μια περιπέτεια λαθρεμπορίου, που δημοσιεύτηκε αρχικά σε συνέχειες στον ιρλανδικό Τύπο, «Η Νέα Υόρκη του Brendan Behan» (1964) και το «Confessions of an Irish Rebel» (1965, εκδόθηκε μετά θάνατο).

Ο Behan πέθανε στις 20 Μαρτίου 1964 αφού κατέρρευσε σε ένα μπαρ του Δουβλίνου. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο αλλά ήταν ήδη αργά. Στην κηδεία του, τιμητική φρουρά του IRA, συνόδευε το φέρετρό του.