Μπρένταν Μπίαν ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

Το θεατρικό έργο «Όμηρος» είναι εμπνευσμένο από τον απελευθερωτικό αγώνα του ιρλανδικού λαού και περιέχει μια σειρά ποιημάτων που μετέφρασαν οι Βασίλης Ρώτα - Βούλα Δαμιανάκου και μελοποίησε ο Θεοδωράκης. Το ποίημα «Το γελαστό παιδί» γράφτηκε για τον ηγέτη του IRA Μάικλ Κόλινς, που δολοφονήθηκε σε ηλικία 32 ετών Στην Ελλάδα το "Γελαστό παιδί" συνδέθηκε με τη δολοφονία του βουλευτή Γρηγόρη Λαμπράκη από τους παρακρατικούς το 1963.

Μπρένταν Μπίαν

Το γελαστό παιδί


Ήταν πρωί του Αυγούστου κοντά στη ροδαυγή
βγήκα να πάρω αέρα στην ανθισμένη γη
βλέπω μια κόρη κλαίει σπαραχτικά θρηνεί
σπάσε καρδιά μου εχάθη το γελαστό παιδί
Είχεν αντρεία και θάρρος και αιώνια θα θρηνώ
το πηδηχτό του βήμα το γέλιο το γλυκό
ανάθεμα την ώρα κατάρα τη στιγμή
σκοτώσαν οι εχθροί μας το γελαστό παιδί
Μον’ να ταν σκοτωμένο στου αρχηγού το πλάι
και μόνον από βόλι Εγγλέζου να χε πάει
κι από απεργία πείνας μέσα στη φυλακή
θα  ταν τιμή μου που ‘χασα το γελαστό παιδί
Βασιλικιά μου αγάπη μ’ αγάπη θα στο λέω
για το ό,τι έκανες αιώνια θα σε κλαίω
γιατί όλους τους εχθρούς μας θα ξέκανες εσύ
δόξα τιμή στ’ αξέχαστο γελαστό παιδί

Αγία Γραφή

Διαβάζεις την Αγία Γραφή, χρυσές σελίδες.
Διαβάζεις λόγια ωραία που μιλάν για αγάπη.
Διαβάζεις και για τον Πλάτωνα, όλους τους σοφούς
που λεν για ελπίδα, για χαρά, για αγάπη, για ειρήνη.
Μα αυτά λέω σαν ανόητα τα νιώθει ο νους,
σα να λένε για λεπρούς ή για νεράιδες.
Αλλά το ξέρεις όταν άνθρωπο χρειαστείς,
πως σαν τον εαυτό σου εσέ δε σ’ αγαπάει κανείς.
Επάσχισα κι εγώ να γίνω κάποιος.
Στα δεκατρία εδούλεψα καλά στο τραμ,
μα κι αν δεν έγινα γιατρός, στρατιωτικός,
τον βασιλιά τον υπηρέτησα πιστά,
ποτέ στους χαλεπούς καιρούς δεν πρόδωσα.
Ούτε όταν οι Άγγλοι τα `καναν σμπαράλια εδώ.
Κι όταν γίναμε γίναμε ανεξάρτητοι ήμουν νομιμόφρων,
μα σαν τον εαυτό σου εσέ δε σ’ αγαπάει κανείς.
Πράγματι τους μικρούς εμάς της μεσαίας τάξεως
μας φέρνουν γύρω σαν καφέδες σ’ αγρυπνία,
οι υπάλληλοι μας έχουν σαν γαϊδούρια στη σειρά,
μας κοροϊδεύει ο όχλος όταν προσπαθούμε
να `χουμε τρόπους, να μιλάμε καθαρεύουσα.
Έτσι ούτε σύλλογο έχουμε και είναι να μας κλαις.
Μα μόνο τούτο ξέρουμε καλά και εμείς,
πως σαν τον εαυτό σου εσέ δε σ’ αγαπάει κανείς.

Το Σεπτέμβριο θυμάμαι

Το Σεπτέμβριο θυμάμαι όταν άδειαζαν οι πάγκοι
κι έπαψ’ ή βουή του κόσμου, πήγαν τα παιδιά για τσάι.
Άσε μας θεέ ψηλά, να θυμόμαστε τ’ απλά
τώρα που έχουν πια πεθάνει
όλοι που μας αγαπάνε, λοχαγοί και βασιλιάδες.
Πέρα στην παλιά μας Κύπρο και στην Κένυα την καημένη
όλοι εκεί βασανισμένοι μαύροι κι άσπροι από τους άσπρους.
Και στα ξωτικά τα μέρη κι όπου ρίξουμε το μάτι
το κουδούνι του σχολείου στο μισό Μπέλφαστ σημαίνει
κι αχ, ή Αγγλία μας ή καημένη, λοχαγοί και βασιλιάδες.
Σκόνταψα σ’ ένα βραχνά μου και στο πάρκο κει του Ουΐνδσορ,
τι θαρρείτε κει πώς ηύρα, περπατώντας στο σκοτάδι;
Μισοδαγκωμένο μήλο και το πιο αστείο απ’ όλα
χαραγμένα πέντε δόντια
πέντε δόντια από παιδάκι, λοχαγοί και βασιλιάδες.