ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

Χέρμαν Μέλβιλ 1819 έως 1891 (72)

Το να μάθεις πώς να καλογεράσεις είναι το κύριο έργο της σοφίας, και ένα από τα πιο δύσκολα κεφάλαια στη σπουδαία τέχνη της ζωής.


ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ

ΜΟΜΠΥ ΝΤΙΚ

(Από γράμμα σε φίλο του την εποχή που συνειδητοποοιούσε πως δεν μπορεί να ζήσει απο το γράψιμο)

Σὲ μία περίπου ἑβδομάδα πηγαίνω στὴ Νέα Υόρκη, ὅπου θὰ θαφτῶ ζωντανὸς σὲ κάποια κάμαρα κάποιου τρίτου ὀρόφου καὶ θὰ δουλεύω σὰν τὸν σκλάβο τὴ « Φάλαϊνά. μου, ἐνόσῳ εἶναι ὑπὸ ἔκδοση. Εἶναι πλέον ὁ μόνος τρόπος γιὰ νὰ μπορέσω νὰ τὴν τελειώσω – τόσο πολὺ ἄγομαι καὶ φέρομαι ἀπὸ τὶς περιστάσεις. Ἡ γαλήνη, ἡ δροσιά, ὁ τρόπος τῆς σιωπηλῆς ἀνάπτυξης τοῦ γρασιδιοῦ, ποὺ ἀποτελοῦν προϋπόθεση τῆς δημιουργίας · ὅλα αὐτά, πολὺ φοβᾶμαι ὅτι προσωπικὰ θὰ τὰ ἔχω - σπάνια... Μὲ καταριοῦνται τὰ δολάρια... ᾿Αγαπητέ μου φίλε, ἔχω ἕνα προαίσθημα... ὅτι τελικὰ θὰ ἐξαντληθῶ καὶ θὰ πεθάνω... Αὐτὰ ποὺ λαχταρῶ νὰ γράψω, εἶναι όλα καταδικασμένα – δὲν πουλᾶνε. ᾿Απὸ τὴν ἄλλη - ὅμως, τὸ νὰ γράψω ἀλλιῶς – δὲν τὸ μπορῶ.

Ο Χέρμαν Μέλβιλ (Herman Melville) ήταν Αμερικανός συγγραφέας, γνωστός κυρίως για το αριστουργηματικό «Μόμπυ Ντικ». Γεννήθηκε στις 1 Αυγούστου του 1819 στην Νέα Υόρκη, το τρίτο από τα 8 παιδιά της οικογένειας του. Ο πατέρας του ήταν πλούσιος έμπορος ο οποίος το 1830 χρεοκόπησε, δύο χρόνια μετά πέθανε, και τότε ο δεκατριάχρονος Χέρμαν αναγκάστηκε να σταματήσει το σχολείο και να μπαρκάρει για να εξοικονομήσει τα προς το ζην. Αρχικά δούλεψε ως καμαρότος σε ποντοπόρο πλοίο και στην διαδρομή Νέα Υόρκη-Λίβερπουλ, το 1835 έχοντας μαζέψει κάποια χρήματα παρακολούθησε την σχολή κλασσικών σπουδών στο Όλμπανι και το 1835 εργάστηκε για ένα διάστημα ως δάσκαλος. Η φύση του ωστόσο ήταν πολύ περιπετειώδης για να παραμείνει δάσκαλος, το 1841 μπάρκαρε ως ναύτης στο φαλαινοθηρικό πλοίο «Ακούσνετ» και το 1842 μαζί με έναν σύντροφο του εγκατέλειψαν το πλοίο και έζησαν για 4 μήνες με μια φυλή της Ταϊτής την οποία χαρακτήριζε ως ανθρωποφάγο. Έφυγε από το νησί με ένα αυστραλιανό φαλαινοθηρικό στο οποίο αργότερα έγινε ανταρσία λόγω των βάρβαρων συνθηκών διαβίωσης με τον ίδιο να είναι από τους πρωτεργάτες.

Έζησε για ένα διάστημα στην Χαβάη μέχρι που κατέφτασε το παλιό του πλοίο «Ακούσνετ» το οποίο έψαχνε για λιποτάκτες, φοβούμενος μην τον βρουν μπάρκαρε σε ένα αμερικάνικο πολεμικό και έφτασε στην Βοστώνη. Ξεκίνησε να γράφει σε γοργούς ρυθμούς μυθιστορήματα βασισμένα στις διάφορες εμπειρίες του (φαλαινοθηρία, άγρια φυλή στην Ταιτή, ανταρσία, ζωή στο πολεμικό πλοίο). Το 1847 παντρεύτηκε την κόρη ενός οικογενειακού τους φίλου με την οποία απέκτησαν 4 παιδιά. Το 1851 εκδόθηκε το «Μόμπυ Ντικ» με το οποίο γνώρισε επιτυχία και για μια δεκαετία μπόρεσε να ζήσει αποκλειστικά από το γράψιμο όμως σταδιακά η φήμη του έφθινε, όπως και οι πωλήσεις των έργων του, το 1866 βρέθηκε να δουλεύει ως τελωνειακός υπάλληλος για να ζει την οικογένεια του. Τα επόμενα χρόνια έκανε προσπάθειες να επανέλθει στα συγγραφικά πράγματα, έγραψε και διηγήματα και ποιήματα χωρίς επιτυχία. Πέθανε στις 28 Σεπτεμβρίου του 1891 αποξεχασμένος από το ευρύ κοινό. Τριάντα χρόνια αργότερα, ύστερα από την έκδοση μιας βιογραφίας του, ανακινήθηκε το ενδιαφέρον για αυτόν, έγιναν επανεκδόσεις των έργων του και αναγνωρίστηκε το ταλέντο και η σπουδαιότητά του, τόσο από τους κριτικούς όσο και από το κοινό.