Χέρμαν Μέλβιλ ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

Ο Μέλβιλ διηγείται την ιστορία του καπετάνιου που έχει καταληφθεί από τη μονομανία να συναντήσει και να μονομαχήσει με τη μεγάλη Λευκή Φάλαινα (τον Μόμπι Ντικ), ουσιαστικά μιλά για την ανθρώπινη εμμονή, πώς ένας άνθρωπος αφιερώνει τη ζωή του σε έναν μάταιο στόχο, με αποτέλεσμα την ήττα και την εκμηδένιση του.

Χέρμαν Μέλβιλ

Μόμπυ Ντικ

Αποσπάσματα από Εκδόσεις Gutenberg,
Μετάφραση Αθανάσιου Κ. Χριστοδούλου,

Από το πρώτο κεφάλαιο:

“Λέγε με Ισμαήλ. Πριν μερικά χρόνια - δεν έχει σημασία πόσο ακριβώς - έχοντας λίγα ή καθόλου χρήματα στο πουγκί μου και τίποτα ιδιαίτερο που να με ενδιαφέρει στη στεριά, σκέφτηκα να ταξιδέψω λίγο στη θάλασσα και δω το υδάτινο μέρος του κόσμου. Είναι ένας τρόπος που έχω να διώχνω το σπλήνιασμα και να ρυθμίζω το κυκλοφοριακό. Όταν πιάνω τον εαυτό μου να στραβώνει το στόμα` όταν μες στην ψυχή μου είναι Νοέμβρης υγρός, που ψιλοβρέχει` όταν πιάνω τον εαυτό μου να σταματάει άθελα μπρος σε φερετροπωλεία και να γίνεται ουραγός κάθε κηδείας που συναντώ και ειδικά όταν οι υποχονδρίες μου με κυβερνούν τόσο, που χρειάζεται ένας δυνατός ηθικός φραγμός να με εμποδίσει να βγω επίτηδες στο δρόμο και μεθοδικά να ρίξω χάμω τα καπέλα του κόσμου - τότε θεωρώ πως ήρθε πια η ώρα να μπαρκάρω, όσο πιο γρήγορα μπορώ. Είναι το δικό μου υποκατάστατο του πιστολιού και της σφαίρας. Με μια φιλοσοφική χειρονομία όλο μεγαλοπρέπεια, ο Κάτων ρίχνεται πάνω στο σπαθί του` εγώ παίρνω ήσυχα το πλοίο. Δεν υπάρχει τίποτα το εκπληκτικό σ' αυτό. Αν το ήξεραν έφτανε` όλοι σχεδόν οι άνθρωποι, με τον τρόπο τους , αργά ή γρήγορα, θα έτρεφαν πάνω - κάτω τα ίδια αισθήματα με μένα για τον ωκεανό..

[...]

Όταν παίρνω το πλοίο, το παίρνω σαν απλός ναύτης, δουλεύω στην πλώρη, χώνομαι ακριβώς από κάτω μες στο καμπούνι κι ανεβαίνω στο κολιμπίρι του κούντρου ψηλά στο τουρκέτο. Πραγματικά, οι διαταγές πέφτουν μάλλον βροχή και με κάνουν να πηδώ από κατάρτι σε κατάρτι, σαν ακρίδα σε μαγιάτικο λιβάδι. Και στην αρχή αυτό είναι αρκετά δυσάρεστο. Θίγει το αίσθημα της τιμής σου` ιδιαίτερα αν κατάγεσαι από παλιά οικογένεια με όνομα στη στεριά. Και περισσότερο από όλα αν, ακριβώς πριν βάλεις το χέρι σου στο δοχείο με την πίσσα, ήσουνα δάσκαλος στην επαρχία, ένας δάσκαλος τυραννικός, κάνοντας τα ψηλότερα παιδιά να σε φοβούνται. Η μετάβαση από δάσκαλο σε ναύτη, σε διαβεβαιώνω, είναι οδυνηρή και χρειάζεται ένα δυνατό αφέψημα από Σενέκα και Στωικούς για να μπορέσεις να αντέξεις με ένα απλό χαμόγελο. Αλλά με τον καιρό ακόμα κι αυτό περνάει.

Εξάλλου παίρνω πάντα το πλοίο σα ναύτης, γιατί θεωρούν απαραίτητο να με πληρώνουν για τις σκοτούρες μου, ενώ δεν άκουσα ποτέ να πληρώνουν πεντάρα σε επιβάτες. Αντίθετα, οι ίδιοι οι επιβάτες πρέπει να πληρώνουν. Κι όλη η διαφορά στον κόσμο είναι ανάμεσα στο να πληρώνεις ή να πληρώνεσαι. Η πληρωμή είναι ίσως η πιο ενοχλητική τιμωρία που μας κληροδότησαν οι δυο κλέφτες του παραδείσου. Αλλά να πληρώνεσαι! τι μπορεί να συγκριθεί μαζί του; Η περιποιητική δραστηριότητα που ένας άνθρωπος εισπράττει χρήματα προκαλεί πραγματικά κατάπληξη, έχοντας υπόψη πόσο στα σοβαρά πιστεύουμε πως το χρήμα είναι η ρίζα όλων των γήινων κακών και πώς σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί ένας παραλής να μπει στον ουρανό. Ω πόσο πρόθυμα παραδινόμαστε στον όλεθρο! Τέλος παίρνω πάντα το πλοίο σα ναύτης για την υγιεινή άσκηση και τον καθαρό αέρα της κουβέρτας του καμπουνιού. Γιατί, μια και σε τούτο τον κόσμο οι κόντρα άνεμοι είναι πολύ πιο ανώτεροι από τους πρίμους (αν δηλαδή δεν παραβείς ποτέ το αξίωμα του Πυθαγόρα), επόμενο είναι η ατμόσφαιρα που αναπνέει ο Στόλαρχος στο κάσαρο, τις περισσότερες φορές, να είναι από δεύτερο χέρι, από τους ναύτες στο καμπούνι. Νομίζει πως αναπνέει πρώτος` δεν είναι όμως έτσι. Με τον ίδιο περίπου τρόπο ο λαός οδηγεί τους ηγέτες του σε πολλά άλλα πράγματα, την ίδια στιγμή που οι ηγέτες λίγο το υποπτεύονται. Γιατί όμως, μετά από τόσες φορές που μύρισα τη θάλασσα σα ναύτης εμπορικού πλοίου, να μου μπει τώρα στο μυαλό να κάνω ένα φαλαινοθηρικό ταξίδι; σ' αυτό , ο αόρατος αστυνομικός των Μοιρών που διαρκώς επιβλέπει , που με παρακολουθεί κρυφά και με επηρεάζει με έναν ακατανόητο τρόπο - αυτός μπορεί να απαντήσει καλύτερα από κάθε άλλον.

[...]

Άκου άλλη μια φορά τότε -- πάλι χρειάζεται να εμβαθύνεις λίγο. Όλα τα ορατά αντικείμενα, άνθρωπέ μου, δε μοιάζουν παρά σα χάρτινες μάσκες. Σε ό,τι συμβαίνει γύρω μας όμως --στη ζωντανή πραγματικότητα, στο αναμφισβήτητο γεγονός--, κάτι εκεί-μέσα που δε γνωρίζουμε, προικισμένο ωστόσο με στοχασμό, προβάλλει τα χαρακτηριστικά του χυτά πίσω από την άλογη μάσκα, σα σε καλούπι. Αν ο άνθρωπος θελήσει να ακολουθήσει το δρόμο του, μέσα από αυτή τη μάσκα θα περάσει. Πώς μπορεί ο φυλακισμένος να 'βγει έξω, αν δεν τρυπήσει τον τοίχο; Για μένα, η άσπρη φάλαινα είναι αυτός ο τοίχος, μετακινημένος δίπλα μου. Μερικές φορές νομίζω πως δεν υπάρχει τίποτα παραπέρα. Κι αυτό όμως φτάνει. Αυτή η φάλαινα είναι που με δοκιμάζει' αυτή με γεμίζει' βλέπω μέσα της μια φρικαλέα, υπερβολική δύναμη, γεμάτη από μιαν ακατανόητη κακία

[...]
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΕΠΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ

«Σ’αυτόν τον κόσμο συνάδελφοι, η αμαρτία που πληρώνει τα ναύλα της μπορεί να ταξιδεύει ελεύθερα και μάλιστα χωρίς διαβατήριο, ενώ η Αρετή, αν είναι άπορη, τη σταματούν σ’όλα τα σύνορα». «…γιατί για να χαρείς αληθινά τη ζεστασιά του κορμιού, κάποιο κομματάκι σου πρέπει να κρυώνει, γιατί δεν υπάρχει ιδιότητα σε αυτό τον κόσμο που να μην είναι αυτή που είναι μόνο επειδή υπάρχει και η αντίθετη.

[...]
Ένα Λιοντάρι που βρυχάται υπάρχει στο δρόμο – μας δαγκώνει άγρια καναδυό φορές και μας δίνει λίγα ανόρεχτα χτυπήματα με το ποδάρι του. Ξεφεύγουμε από δαύτο και καλωσορίζουμε τη Virgo, την Παρθένο! Είναι η πρώτη μας αγάπη. Παντρευόμαστε και θαρρούμε πως είμαστε ευτυχισμένοι για πάντα, όταν έρχεται απρόσμενα ο Libra ή ο Ζυγός – ζυγίζουμε την ευτυχία και τη βρίσκουμε λειψή…

[...]
«…τώρα από το αντίβαρο που δημιουργούσαν τα δυο κεφάλια είχε ξαναγυρίσει, το πλοίο, στην κανονική του θέση και δεν έγερνε πια. Αν και δικαιολογημένα κανείς θα μπορούσε να πιστέψει πως ήταν έτοιμο κυριολεκτικά να σπάσει. Έτσι λοιπόν όταν σηκώνεις από τη μια πλευρά το κεφάλι του Λοκ, γέρνεις προς το μέρος του. Αν σηκώνεις όμως ταυτόχρονα από την άλλη μεριά το κεφάλι του Κάντ, ξανάρχεσαι στην κανονική θέση. Είσαι όμως σε πολύ άθλια κατάσταση πια. Έτσι λοιπόν μερικά μυαλά ισορροπούν διαρκώς τη βάρκα. Ω ανόητοι, πετάξτε όλα αυτά τα μεγάλα κεφάλια στη θάλασσα και θα πλέετε τότε ανάλαφρα και σωστά. « Ένας ναύτης έχει χωθεί μέσα στο τεράστιο κεφάλι της φάλαινας γεμάτο με λάδι που με τη σειρά του βυθίζεται στο νερό. Ένας άλλος βουτάει και με μια γενναία προσπάθεια τον σώζει από βέβαιο θάνατο.»

[...]
Αν πάλι ο Τάστιγκο έχανε τη ζωή του μέσα σε κείνο το κεφάλι, θα ήταν ένας πολύ σπουδαίος θάνατος. Θα πέθαινε πνιγμένος στο πιο άσπρο και νόστιμο ευωδιαστό σπερματσέτο. Θα είχε σαν φέρετρο σα νεκροκρέβατο και σαν τάφο τον κρυφό εσωτερικό θάλαμο τα «άγια των αγίων» της φάλαινας. Μόνο ένα γλυκύτερο τέλος μου’ρχεται στο μυαλό αυτή τη στιγμή – ο απολαυστικός θάνατος ενός μελισσοκόμου στο Οχάιο, που, ψάχνοντας για μέλι στη διχάλα ενός κούφιου δέντρου, βρήκε ένα τόσο μεγάλο απόθεμα, που, σκύβοντας από πάνω πάρα πολύ, τον ρούφηξε εκείνο το μέλι μέσα του με αποτέλεσμα να πεθάνει βαλσαμωμένος. Σκέφτεστε άραγε πόσοι έπεσαν με παρόμοιο τρόπο, μες το κεφάλι του Πλάτωνα που είναι γεμάτο από μέλι, και χάθηκαν εκεί μέσα γλυκά;

[...]
Τα μεσάνυχτα έβραζε το λίπος στα καζάνια κανονικά. Είχαμε ξεφορτωθεί το κουφάρι της φάλαινας, είχαν σηκωθεί τα πανιά και ο άνεμος δυνάμωνε….Το φλεγόμενο πλοίο συνέχιζε την πορεία του, σα να’χε λάβει την απάνθρωπη εντολή να φέρει σε πέρας κάποιο εκδικητικό έργο. Όπως ακριβώς τα μπρίκια του τολμηρού Υδραίου, του Κανάρη – εξορμώντας τα μεσάνυχτα από τα λιμάνι τους, φορτωμένα με κατράμι και θειάφι κι έχοντας φλόγες πελώρια αντί για πανιά, έπεφταν πάνω στις τουρκικές φρεγάτες, τυλίγοντας εκείνα τα πλοία με καταστροφικές φωτιές.