ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

Καβάφης 1863 έως 1933 (70)

Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος, αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που φεύγει.


ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ


Απολείπειν..


Ιθάκη


Πόλις


Όσο μπορείς


Περιμένοντας

τους βαρβάρους



Ο Καβάφης άρχισε να δημοσιεύει ποιήματα από το 1886 και τα είχε κατατάξει σε τρεις κατηγορίες: ιστορικά, φιλοσοφικά και ηδονικά ή αισθησιακά. Ολόκληρο το έργο του απαρτίζεται από 154 ποιήματα που αναγνώρισε ο ίδιος (τα λεγόμενα Αναγνωρισμένα), 37 νεανικά, σε ρομαντική καθαρεύουσα, τα οποία αργότερα αποκήρυξε (Αποκηρυγμένα) , 75 ποιήματα που βρέθηκαν τελειωμένα στα χαρτιά του (Ανέκδοτα), καθώς και 30 Ατελή, που βρέθηκαν στα χαρτιά του χωρίς να έχουν πάρει την οριστική τους μορφή. Είναι γνωστό ότι επεξεργαζόταν επίμονα κάθε στίχο, κάποτε για χρόνια ολόκληρα, προτού τον δώσει στην δημοσιότητα. Η πρώτη πλήρης έκδοση των ποιημάτων του (των 154 αναγνωρισμένων) έγινε στην Αθήνα το 1935 και εξαντλήθηκε αμέσως. Σήμερα η ποίησή του έχει επικρατήσει όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε όλο τον κόσμο, κατέχοντας εξέχουσα θέση ύστερα από τις μεταφράσεις των ποιημάτων του αρχικά στα Γαλλικά, Αγγλικά, Γερμανικά και κατόπιν σε πολλές άλλες γλώσσες

Ο Κωνσταντίνος Καβάφης (29 Απριλίου 1863 - 29 Απριλίου 1933) είναι ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες ποιητές. Ήταν το ένατο και τελευταίο παιδί του μεγαλέμπορου βαμβακιού Πέτρου Καβάφη, ο οποίος είχε καταγωγή από Κωνσταντινούπολη και είχε ζήσει για χρόνια στην Αγγλία και της Χαρίκλειας το γένος Φωτιάδη Καβάφη, από παλιά Φαναριώτικη οικογένεια της Κωνσταντινούπολης. Οι γονείς του είχαν εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη το 1840, ο Κωνσταντίνος γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αλεξάνδρεια, σε ένα πλούσιο αριστοκρατικό περιβάλλον με παιδαγωγούς και νταντάδες. Ο πατέρας του πέθανε στα 54 του το 1870 κι από τότε ξεκίνησε η παρακμή της οικογένειας. Η επιχείρηση σταδιακά διαλύθηκε και η οικογένεια εγκαταστάθηκε το 1872 στην Αγγλία, αρχικά στο Λίβερπουλ κι ύστερα στο Λονδίνο. Το 1878 αντιμετώπισαν οικονομικό πρόβλημα και επέστρεψαν στην Αλεξάνδρεια. Ο δεκαπεντάχρονος Κωνσταντίνος έχοντας μάθει τέλεια αγγλικά και έχοντας ανακαλύψει την αγάπη του για τα γράμματα, διδάσκεται από οικοδιδάσκαλο μέχρι το 1881 και συνεχίζει τις σπουδές του στο εμπορικό Λύκειο. Το 1882 λόγω των εθνικιστικών ταραχών στην Αίγυπτο θα μετακομίσουν και πάλι, αυτή τη φορά για Κωνσταντινούπολη, όπου θα φιλοξενηθούν για 3 χρόνια στον παππού Φωτιάδη. Αυτή την περίοδο ο Κωνσταντίνος ξεκινάει να γράφει ποίηση συστηματικά.

Το 1885 επιστρέφουν στην Αλεξάνδρεια έχοντας πάρει αποζημίωση για την ολοσχερή καταστροφή του σπιτιού τους από βομβαρδισμό του αγγλικού ναυτικού το 1882. Αρχίζει να εργάζεται ως μεσίτης και μετά ως χρηματιστής βαμβακιού. Το 1889 πεθαίνει ο αδερφός του Πέτρος-Ιωάννης, το 1892 διορίζεται στο γραφείο Αρδεύσεων του υπουργείου Δημοσίων έργων. Το 1896 πεθαίνει ο παππούς του Φωτιάδης, το 1899 η μητέρα του την οποία υπεραγαπούσε. Το 1902 ταξιδεύει για πρώτη φορά στην Ελλάδα όπου γνωρίζεται με ομοτέχνους του. Το 1905 επισκέπτεται για τρίτη φορά την Αθήνα, για την κηδεία του αδελφού του Αλέξανδρου. Το 1917 γνωρίζεται με τον Αλέκο Σεγκόπουλο, μετέπειτα γενικό κληρονόμο του. Το 1923 πεθαίνει ο τελευταίος εν ζωή αδελφός του Γιάννης, ο οποίος υπήρξε ο πρώτος θαυμαστής και μεταφραστής του. Το 1922 παραιτείται από το δημόσιο και δεν κρύβει την ανακούφισή του: «Επιτέλους απελευθερώθηκα από αυτό το μισητό πράγμα». Το 1932, άρρωστος από καρκίνο του λάρυγγα, πήγε για θεραπεία στην Αθήνα, όπου παρέμεινε αρκετό διάστημα, εισπράττοντας την θερμή συμπαράσταση των θαυμαστών του. Επιστρέφοντας στην Αλεξάνδρεια, η κατάστασή του χειροτέρεψε. Πέθανε στις 29 Απριλίου του 1933, στο νοσοκομείο της Ελληνικής Κοινότητας της Αλεξάνδρειας, τη μέρα που συμπλήρωνε 70 χρόνια ζωής.