Στέφαν Τσβάιχ ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ ΥΠΟΘΕΣΗ: Κατά την διάρκεια ενός ταξιδιού προς το Μπουένος Άιρες σε ένα πλοίο γεμάτο από ευρωπαίους που θέλουν να γλιτώσουν από τη βία του ναζισμού, μαθαίνουμε την κοινωνικοπολιτική κατάσταση της εποχής, μέσω δύο μονομάχων σκακιστών. Ο ένας είναι ένας άξεστος παγκόσμιος πρωταθλητής στο σκάκι και ο δεύτερος είναι ο δρ. Μπ., ένας ευαίσθητος διανοούμενος ο οποίος είχε φυλακιστεί για μεγάλο διάστημα από τους ναζί σε ένα άδειο δωμάτιο και είχε αποφύγει την τρέλα αποστηθίζοντας παιχνίδια και παίζοντας νοερά σκάκι με τον εαυτό του. |
---|
Στέφαν Τσβάιχη πρώτη σελίδα απόΣΚΑΚΙΣΤΙΚΗ ΝΟΥΒΕΛΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΓΕΡΜΑΝΙΚΑ: Άντζη Σαλταμπάση Eκδόσεις MINΩAΣ,2016 Στο μεγάλο επιβατηγό, που τα μεσάνυχτα θα αναχωρούσε από τη Νέα Υόρκη για το Μπουένος Άιρες, επικρατούσε η συνηθισμένη οχλαγωγία και αναταραχή της τελευταίας στιγμής. Επισκέπτες, που είχαν ανέβει στο πλοίο για να αποχαιρετήσουν τους φίλους τους, σπρώχνονταν μέσα στον συνωστισμό, παιδιά του τηλεγραφείου, με τα κασκέτα τους βαλμένα λοξά, διέσχιζαν βιαστικά τα σαλόνια φωνάζοντας ονόματα, μπαούλα και ανθοδέσμες μεταφέρονταν στις καμπίνες, πιτσιρίκια γεμάτα περιέργεια έτρεχαν πάνω κάτω, ενώ η ορχήστρα του πλοίου συνέχιζε ατάραχη να παίζει. Στεκόμουν στη γέφυρα περιπάτου, κάπως απόμερα από αυτή τη φασαρία, και συζητούσα με έναν γνωστό μου, όταν δίπλα μας άστραψαν δυο τρεις φορές τα φλας των φωτογραφικών μηχανών –φαίνεται πως λίγο πριν από τον απόπλου οι δημοσιογράφοι είχαν καταφέρει να πάρουν συνέντευξη από κάποιον διάσημο και τον φωτογράφιζαν. Ο φίλος μου στράφηκε προς τα κει και χαμογέλασε. «Έχετε μαζί σας ένα παράξενο φρούτο, τον Τσέντοβιτς». Κι επειδή ήταν ολοφάνερο ότι δεν είχα καταλάβει τι εννοούσε, πρόσθεσε: «Είναι ο Μίρκο Τσέντοβιτς, ο παγκόσμιος πρωταθλητής του σκακιού. Διέσχισε όλη την Αμερική κερδίζοντας τα τουρνουά, από την ανατολική μέχρι τη δυτική ακτή, και τώρα έχει βάλει πλώρη να κατακτήσει και την Αργεντινή». Πράγματι, θυμήθηκα το όνομα του νεαρού πρωταθλητή, καθώς και μερικές λεπτομέρειες για την ιλιγγιώδη εκτόξευση της καριέρας του. Ο φίλος μου, πιο προσεκτικός αναγνώστης των εφημερίδων από ό,τι εγώ, συμπλήρωσε την εικόνα με διάφορες ανεκδοτολογικές περιγραφές. Περίπου πριν από έναν χρόνο ο Τσέντοβιτς είχε βρεθεί ξαφνικά δίπλα στους γκραν μετρ, στον Αλιέχιν, τον Καπαμπλάνκα, τονΤαρτακόβερ, τον Λάσκερ και τον Μπογκολιούμποβ. Από τότε που ο Ρεζέφσκι, το εφτάχρονο παιδί θαύμα, εμφανίστηκε στο τουρνουά του 1922 στη Νέα Υόρκη, κανένας άλλος άσημος δεν είχε κατορθώσει να προκαλέσει τόσο μεγάλη αίσθηση σε όλους, εισβάλλοντας στον ένδοξο κύκλο των μεγάλων σκακιστών. Και καθώς οι διανοητικές ικανότητες του Τσέντοβιτς δεν προοιωνίζονταν επ’ ουδενί μια τέτοια λαμπρή καριέρα, τα νέα διέρρευσαν γρήγορα: ο πρωταθλητής ήταν ανίκανος να γράψει έστω και μια φράση χωρίς ορθογραφικά λάθη σε οποιαδήποτε γλώσσα και, όπως μάλιστα χλεύαζε από πίκα ένας συνάδελφός του, «η αμορφωσιά του ήταν τέλεια σε όλους τους τομείς». Ο πατέρας του, ένας πάμφτωχος Σλάβος βαρκάρης του Δούναβη, πνίγηκε μια νύχτα όταν ένα ατμόπλοιο φορτωμένο σιτηρά παρέσυρε τη μικροσκοπική βάρκα του. Μετά τον θάνατό του ο εφημέριος του απομακρυσμένου χωριού ανέλαβε από οίκτο το δωδεκάχρονο αγόρι. Ο σπλαχνικός ιερέας κατέβαλε φιλότιμες προσπάθειες να μεταδώσει στο λιγομίλητο, μαλθακό αγόρι με το πλατύ μέτωπο όσα δεν κατάφερνε να μάθει στοσχολείο του χωριού. Ο αγώνας του όμως ήταν μάταιος. Ακόμα και όταν του είχε εξηγήσει κάτι εκατό φορές, ο Μίρκο κοίταζε τα γράμματα και τους αριθμούς πάντα με την ίδια απάθεια. Το αργόστροφο μυαλό του αδυνατούσε να συγκρατήσει ακόμα και τα πιο απλά μαθήματα. Στα δεκατέσσερά του μετρούσε ακόμα με τα δάχτυλα κάθε φορά που έπρεπε να κάνει μια πράξη, και για να διαβάσει ένα βιβλίο ή την εφημερίδα ο νεαρός Μίρκο έπρεπε στα αλήθεια να πασχίσει. Κι όμως, κανείς δεν μπορούσε να πει ότι του έλειπε η θέληση ή τοπείσμα. Έκανε υπάκουα όσα τον πρόσταζαν, κουβαλούσε νερό, έκοβε ξύλα, βοηθούσε στα χωράφια, καθάριζε την κουζίνα και εκτελούσε με επιμέλεια, αν και με εκνευριστική βραδύτητα, όλες τις δουλειές που του ανέθεταν. Ο σπλαχνικός ιερέας όμως δυσανασχετούσε προπάντων με την απόλυτη αδιαφορία που επιδείκνυε αυτό το αδέξιο αγόρι. Δεν έκανε τίποτα χωρίς προτροπή, δεν είχε ποτέ την περιέργεια να ρωτήσει κάτι, δεν έπαιζε με τα άλλα παλικαράκια, δεν αναζητούσε ποτέ από μόνος του να ασχοληθεί με κάτι αν πρώτα δεν λάμβανε ρητή και ξεκάθαρη εντολή. Μόλις τελείωνε τις δουλειές του σπιτιού, καθόταν πεισματικά στο δωμάτιο, με άδειο βλέμμα, όπως τα πρόβατα όταν βόσκουν στο λιβάδι, χωρίς να συμμετέχει ούτε στο ελάχιστο σε όσα συνέβαιναν γύρω του. Τα βράδια που ο εφημέριος έπαιζε με τον χωροφύλακα τις συνηθισμένες τους τρεις παρτίδες σκάκι, απολαμβάνοντας τη μακριά χωριάτικη πίπα του, το ξανθομάλλικο αγόρι καθόταν σιωπηλό δίπλα τους και παρακολουθούσε κάτω από τα βαριά του βλέφαρα την ασπρόμαυρη σκακιέρα, με βλέμμα φαινομενικά νυσταγμένο και αδιάφορο. απόσπασμα από ΣΚΑΚΙΣΤΙΚΗ ΝΟΥΒΕΛΑ Εκδόσεις: ΑΓΡΑ, 2011 Μετάφραση: Αγγελίδου Μαρία «Οι άνθρωποι που διακρίνονται από κάποια μονομανία, που είναι καρφωμένοι σε μια έμμονη ιδέα, ασκούσαν ανέκαθεν μια έλξη πάνω μου. Γιατί όσο πιο περιορισμένα είναι τα όρια ενός πνεύματος, τόσο απ’ την άλλη φτάνει να αγγίζει το Άπειρο. Αυτοί οι άνθρωποι, οι φαινομενικά περιθωριακοί και απόβλητοι, χτίζουν με τα δικά τους παράξενα υλικά, σαν τους τερμίτες, ένα είδος μικρόκοσμου, που είναι ταυτόχρονα μοναδικός και αξιοσημείωτος. Γι’ αυτό και δεν έκρυψα καθόλου την πρόθεσή μου να παρακολουθήσω από κοντά αυτό το σπάνιο δείγμα μονόπλευρης διανοητικής ανάπτυξης, αξιοποιώντας έτσι το δωδεκαήμερο ταξίδι που μας χώριζε από το Ρίο.» (σ.23) «Κανένα πράγμα στον κόσμο δεν καταπιέζει τόσο φρικτά την ανθρώπινη ψυχή όσο το απόλυτο Μηδέν»(σ.60) «…Αλλά ακόμα και οι σκέψεις, όσο άυλες κι αν φαίνονται, έχουν ανάγκη από ένα στήριγμα, ειδεμή αρχίζουν να στροβιλίζονται και να περιστρέφονται δίχως νόημα γύρω από τον εαυτό τους. Ούτε κι αυτές δεν μπορούν ν’ αντέξουν το Τίποτα.»(σ.62) |