,
Βιρτζίνια Γουλφ

ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ


Η Γούλφ περιγράφει την πορεία έξι φίλων από τη νηπιακή τους ηλικία ως την ωριμότητά, λίγο πριν από τα γεράματα. Κάθε ήρωας μιλά για τον εαυτό του αλλά και τους άλλους, ώστε να παρουσιάζεται μια σφαιρική εικονα για την ψυχοσύνθεση των πρωταγωνιστών.

Βιρτζίνια Γουλφ

Τα κύματα

Αποσπάσματα


«Κι όπως στέκομαι με το κλαδευτήρι ανάμεσα στα λουλούδια μου, αναρωτιέμαι, Από που μπορεί να μπει η σκιά; Τι μπορεί να απειλήσει τη ζωή μου, που φτιάχτηκε με τόσο μόχθο, περιμαντρώθηκε τόσο αμείλικτα; Κι ωστόσο, υπάρχουν φορές που μπουχτίζω από τη φυσική ευτυχία, και τους καρπούς που ωριμάζουν, και τα παιδιά που έχουν γεμίσει το σπίτι με κουπιά και όπλα και κρανία και βιβλία, βραβεία που τους απονεμήθηκαν και άλλα τρόπαια. Βαρέθηκα να ‘μαι χρυσοχέρα και προκομμένη και καπάτσα, βαρέθηκα όλα όσα σκαρφίζεται η μάνα, χωρίς κανένα ενδοιασμό, για να προστατέψει, να μαζέψει γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι, κάτω απ’ το άγρυπνο βλέμμα της, τα παιδιά της, τα δικά της παιδιά πάντα. »

Κι όταν έρχεται η Άνοιξη, με ψύχρα και ξαφνικές μπόρες, κι απρόσμενα κίτρινα λουλούδια, τότε καθώς κοιτάζω το κρέας που κρέμεται στη γαλάζια σκιά και ζουλάω τις βαριές ασημένιες σακούλες με το τσάι, με τις σταφίδες, θυμάμαι πώς έβγαινε ο ήλιος και τα χελιδόνια πετούσαν ξυστά πάνω απ’ τη χλόη, θυμάμαι τις φράσεις που έφτιαχνε ο Μπέρναρντ όταν είμαστε παιδιά, και τα φύλλα που σάλευαν από πάνω μας, πυκνά, ανάλαφρα κι έσπαζαν το γαλάζιο τ’ ουρανού και σκόρπιζαν το φως πάνω στις σκελετωμένες ρίζες της οξιάς όπου καθόμουν κι έκλαιγα. Το περιστέρι πέταξε. Πήδηξε πάνω κι έτρεξα πίσω από λέξεις που γλιστρούσαν και ξέφευγαν αν την κλωστή που κρέμεται από ένα μπαλόνι, κι όλο κι ανέβαιναν, όλο και πιο ψηλά, από κλαδί σε κλαδί, και χάνονταν. Και τότε , σαν ραγισμένο βάζο, η συμπάγεια του πρωινού μου έσπασε, και απιθώνοντας χάμω τα σακούλια με το αλεύρι, σκέφτηκα, Η ζωή γύρω μου είναι σαν το γυαλί γύρω από τη φυλακισμένη καλαμιά.»...

«Γιατί μια μέρα, καθώς ακούμπησα στην ξύλινη πόρτα ενός φράχτη, που έβγαζε σ’ ένα χωράφι, ο ρυθμός σταμάτησε, οι ρίμες που μουρμούριζα, η ποίηση και η μπουρδολογία, σταμάτησαν. Το μυαλό μου ξαφνικά καθάρισε. Είδα μέσα απ’ τα πυκνά φύλλα της συνήθειας. Ακουμπώντας στην πόρτα του φράχτη, λυπήθηκα για τόσα άχρηστα εν τέλει πράγματα, λυπήθηκα για όσα έμειναν απραγματοποίητα, λυπήθηκα για την αποξένωση, γιατί δεν μπορείς να πας στην άλλη άκρη του Λονδίνου να δεις ένα φίλο, γιατί δεν έχεις καιρό. Γιατί δεν μπορείς να πάρεις το καράβι για την Ινδία και να δεις εκεί γυμνούς άντρες να καμακώνουν ψάρια στα γαλάζια νερά. Είπα πως η ζωή μου δεν ήταν πλήρης, ήταν μια φράση αφημένη στη μέση. Ήταν αδύνατο για μένα, που παίρνω τσιγάρο από οποιονδήποτε πλασιέ τυχαίνει να συναντήσω στο τραίνο, να κρατήσω συνοχή και συνέχεια – εκείνη των γενεών, των γυναικών που κουβαλούνε κόκκινα σταμνιά στο Νείλο, του αηδονιού που κελαηδεί στις κατακτήσεις και τις αποδημίες. Ήταν τεράστιο το εγχείρημα, είπα, και πώς μπορώ πάντα να σηκώνω το πόδι για ν’ ανέβω τη σκάλα; »

Μιλούσα σ’ εκείνο το εγώ που δεν με αποχωρίστηκε σε πολλές φοβερές περιπέτειες. Στον πιστό σύντροφο που κάθεται μπροστά στη φωτιά όταν όλοι έχουν πάει για ύπνο, και σκαλίζει με τη μασιά τις στάχτες. Σ’ εκείνον που διαμορφώθηκε τόσο μυστηριωδώς, με αιφνίδιες αναπτύξεις, σ’ ένα δάσος με οξιές, καθισμένος σε μια ιτιά στην όχθη, ακουμπώντας στο παραπέτο του Χάμπτον Κώρτ . Σ’ εκείνον που συνερχόταν όταν η ανάγκη το επέβαλλε, και βρόνταγε το κουτάλι στο τραπέζι, λέγοντας «Δεν θα ενδώσω. »

Αυτό το εγώ, καθώς ακουμπούσα στην πόρτα του φράχτη και κοίταζα τους αγρούς να κυματίζουν πέρα μακριά κυματισμούς χρωμάτων, δεν αποκρίθηκε. Δεν έφερε αντίσταση. Δεν προσπάθησε να αρθρώσει λόγο. Δεν έσφιξε τη γροθιά του. Περίμενα. Περίμενα ν’ ακούσω. Τίποτα δεν ακούστηκε. Τίποτα. Φώναξα τότε, πεπεισμένος πια για την πλήρη εγκατάλειψη. Τώρα δεν υπάρχει τίποτα. Κανένα πτερύγιο δεν χαράζει τα νερά αυτής της απέραντης θάλασσας. Η ζωή μ’ αφάνισε. Καμιά ηχώ δεν έρχεται όταν μιλάω, καμιά λέξη δεν αντηχεί παραλλαγμένη. Ναι, αυτό δα κι αν είναι θάνατος, πιο θάνατος κι από το θάνατο των φίλων μας, το θάνατο της νιότης.»...

«Βλέπω ξανά μπροστά μου τον συνήθη δρόμο. Ο θόλος του πολιτισμού κάηκε. Ο ουρανός είναι σκοτεινός σαν γυαλισμένη μπαλένα. Αλλά κάτι κρυφοκαίει στον ουρανό, φλόγα μιας λάμπας ή της αυγής. Κάτι αναδεύει – σπουργίτια που τιτιβίζουν στα πλατάνια. Μια αίσθηση πως χαράζει. Δεν θα την πω αυγή. Τι είναι η αυγή στην πόλη για ένα γέρο άνθρωπο που στέκεται στο δρόμο και κοιτάζει σαστισμένος τον ουρανό; Η αυγή είναι ο λευκασμός του ουρανού. Μια ανανέωση. Άλλη μια μέρα, άλλη μια Παρασκευή, άλλη μια εικοστή του μηνός, Μαρτίου, Ιανουαρίου ή Σεπτεμβρίου. Άλλη μια γενική αφύπνιση. Τ’ αστέρια χάνονται, σβήνουν. Τα κύματα βαθαίνουν. Το πούσι πέφτει πυκνό στους αγρούς. Τα τριαντάφυλλα ροδίζουν, ακόμη και το χλωμό τριαντάφυλλο στο παράθυρο της κρεβατοκάμαρας. Ένα πουλί τιτιβίζει. Οι χωρικοί ανάβουν το πρωινό τους κερί. Ναι, αυτή είναι η αιώνια ανανέωση, η χωρίς τελειωμό έγερση και πτώση, και πτώση και έγερση. »

Και μέσα μου το κύμα φουσκώνει, σηκώνεται, λυγίζει τη ράχη του. Για άλλη μια φορά νιώθω μια καινούργια επιθυμία να φουντώνει, να ορθώνεται σαν το περήφανο άλογο που ο καβαλάρης του το κεντρίζει κι ύστερα το συγκρατεί. Ποιόν εχθρό βλέπουμε τώρα να προχωράει κατά πάνω μας, εγώ και συ άλογό μου, καθώς στεκόμαστε και χτυπάμε, την οπλή στο πεζοδρόμιο; Το θάνατο. Ο Θάνατος είναι ο εχθρός. Ενάντια στο θάνατο καλπάζω με το ακόντιο μπροστά και τα μαλλιά μου ν’ ανεμίζουν, σαν το νέο παιδί, σαν τον Πάρσιφαλ που κάλπαζε στην Ινδία. Χώνω βαθιά τα σπιρούνια στ΄ άλογο μου. Καταπάνω σου θα ορμίσω, ανένδοτος κι ανυποχώρητος, Θάνατε!

Τα κύματα έσπαζαν στην αμμουδιά.