Πωλ Βαλερύ

ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

Πωλ Βαλερύ

ΤΟ ΠΑΡΑΘΑΛΛΑΣΙΟ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙ

(απόσπασμα)

Στην εισαγωγή του ποιήματος ο ποιητής είχε συμπεριλάβει τους παρακάτω στίχους του Πίνδαρου:
Μη, φίλα ψυχά, βίον αθάνατον σπεύδε,
τάν δ’έμπρακτον άντλει μαχανάν.
(Μην επιδιώκεις ψυχή τον αθάνατο βίο,
μόνο εξάντλησε τα όρια του τωρινού)


Η στέγη της σιωπής, όπου τα περιστέρια βαδίζουν,
Πάλλεται ανάμεσα στα πεύκα και τους τάφους·
Συνθέτει εκεί από φωτιά, την δίκαιη μεσημβρία,
Η θάλασσα, η θάλασσα, που διαρκώς ξαναρχίζει!
Αποζημίωση εσύ του ήρεμου στοχασμού,
Βλέμμα μου χωρίς όριο σε θεϊκή γαλήνη!

Τι μόχθος αναλώνεται από λεπτές αστραπές
Στων φευγαλέων αφρών τα διαμαντένια πέπλα,
και τι ειρήνη μοιάζει εδώ να απλώνεται!

Όταν στην άβυσσο επάνω ηρεμήσει ένας ήλιος
Ατόφιο έργο μιας αιώνιας συμφωνίας
ο Χρόνος λαμπυρίζει, με το όνειρο σαν επιστήμη

Θησαυρέ μου σίγουρε, λιτέ ναέ της Αθηνάς,
Μάζα γαλήνης κι απόθεμα άφθονου νερού
διερευνητικό μάτι,
που μέσα σου αποθηκεύεις ύπνο βαθύ
Κάτω από φλογερό πανί,
Ω Σιωπή μου! Οικοδόμημα μες την ψυχή μου,
Στέγη χρυσή, Με χίλια κεραμίδια, αθάνατη Στέγη!

Χρόνου Ναέ· ένας μονάχα στεναγμός
σε συνοψίζει,
Σκαρφαλώνω και συνηθίζω
το βλέμμα μου στη θάλασσα τριγύρω·
Κι όπως οι προσφορές μου στους θεούς οι πολύτιμες,
Το ήπιο φεγγοβόλημα απλώνει
Μια ουράνια σιγή αδιαφορίας.

Όπως μέσα στην απόλαυση λιώνει ο καρπός
Και ανταλλάσσει την απουσία του με γεύση
Μέσα στο στόμα που πεθαίνει η μορφή,
Έτσι κι εγώ γεύομαι εδώ πέρα
τη μέλλουσα στάχτη μου.
Και τραγουδά ο ουρανός στην ξοδεμένη μου ζωή,
Ότι η όχθη η βουερή πάντα σε αλλάζει.

Όμορφε ουρανέ, αληθινέ ουρανέ, κοίτα με πως αλλάζω!
Μετά από τόση έπαρση,
μια νωθρότητα παράξενη,
Μια υπόσχεση γεμάτη,
Στο φωτεινό κενό μου αφήνω τώρα.
Πάνω στα σπίτια των νεκρών γλιστράει η σκιά μου,
Κι εγώ εξοικειώνομαι με την αβέβαιη περπατησιά της.





Με την ψυχή πάνω στου καλοκαιριού τη φλόγα σε υπερασπίζομαι,
Δικαιοσύνη ηλιόλουστη,
Πάνοπλη -- δίχως έλεος, και Τρομερή!
Σε επαναφέρω ακέραια στην προηγούμενη θέση σου:
Δες!...
Μα όταν το φως στη μια πλευρά επανακάμψει,
θρηνεί το άλλο μισό, σκοτεινιασμένο από τον ίσκιο.


Για μένα μόνο· σε μένα μόνο· εμένα τον ίδιο,
Κοντά σε μια καρδιά, όπου το ποίημα μου πηγάζει,
Ανάμεσα στο αγνό συμβάν και το κενό,
Εκεί προσμένω την ηχώ
Του εσώτερου θριάμβου,
Μια ποτίστρα κρύα, βαθιά και ζοφερή,
Που άδεια μέσα στην ψυχή μου,
Πάντοτε το μελλούμενο βουίζει!

Συ όμως, υποτιθέμενα αιχμάλωτη στις φυλλωσιές,
που μυστικά τα αδύναμα δεσμά καταβροχθίζεις,
όταν τα μάτια μου κλείνω,
Ποιό σώμα στο ράθυμο τέλος με παρασέρνει
Και ποιό κεφάλι σ αυτή τη γη από τα κόκαλα τραβά;
Μια σπίθα μέσα μου Τους εκλιπόντες μου συλλογιέται.

Κλειστό, ιερό, φωτιά ολόκληρη χωρίς υπόσταση,
Ένα κομμάτι γης που προσφέρεται στο φως
Μ' αρέσει ο τόπος, όπου δεσπόζουν οι λύχνοι,
Κι έχει συντεθεί
Από πέτρα, χρυσό και ίσκιο δέντρου σκοτεινό·
Πάνω στις βαθιές σκιές, τα μάρμαρα χορεύουν,
Με την θάλασσά πιστή, δίπλα στους τάφους να κοιμάται!

Απαστράπτουσα σκύλα, διώξε τους ειδωλολάτρες!
Όταν μονάχη με χαμόγελο ποιμένα,
Ώρες πολλές βοσκείς μυστηριώδη πρόβατα,
Των ήσυχων τάφων το λευκό κοπάδι
Τα προσεχτικά περιστέρια να κρατάς μακριά τους,
Μακριά τα μάταια όνειρα, μακριά οι ύποπτοι άγγελοι!

Εδώ όταν έρχεται το μέλλον άνεργο μένει
Καθαρό το έντομο, σκαλίζει την ξηρασία·
Κάηκαν όλα, διαλύθηκαν, ανεμοσκόρπισαν,
Σε ποια δεν ξέρω γύρισαν πανάρχαια ουσία...
Είναι η ζωή απέραντη από της απουσίας τη μέθη,
Και κάθε πίκρα είναι γλυκιά, με καθαρό το πνεύμα.

[….]

Η ΝΕΑΡΗ ΜΟΙΡΑ

(οι πρώτοι στίχοι)
Ποιος είναι που κλαίει αν όχι απλώς ο άνεμος,
Αυτή τη μοναδική ώρα με τα απόλυτα διαμάντια;
Όμως ποιος, κλαίει,
Τόσο κοντά στον εαυτό μου στα πρόθυρα δακρύων;
Τούτο το δικό μου χέρι, ονειρεύεται
πως χτυπάει τις δυνατότητές μου
Αφηρημένα ενδοτικό σε κάποιο βαθιά κρυμμένο τέλος
Περιμένει για ένα δάκρυ να λιώσει την αδυναμία μου
Και, βαθμιαία να διαιρεθεί από τα πολλά πεπρωμένα μου
Για την αγνότερη, να φωτίσει μια σπασμένη στην σιωπή καρδιά
Ο αφρός μουρμουρίζει σε μένα στην σκιά της μομφής
Ή αποσύρεται παρακάτω, στα βραχώδη φαράγγια
Όπως κάτι απογοητευμένο, μεθυσμένο στην πικρία
Η φήμη του θρήνου και της αυτοσυγκράτησης κραυγάζει,
Τι ψάχνεις εσύ, όρθιε, ανυψωμένε;
Και αυτό το χέρι του πάγου
Με τo ρίγος από ένα σβησμένο φύλλο
Επιμένει μέσα σου, απομονωμένο από το γυμνό μου στήθος,
Αστράφτω και συνδέομαι με τον άγνωστο παράδεισο..
Το γιγάντιο σμήνος λαμποκοπάει
στην δίψα μου για καταστροφές..