Σαίξπηρ ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ Το ελισαβετιανό σονέτο κορυφώνεται ως είδος μέσα από τα 154 άτιτλα, δεκατετράστιχα αριθμημένα σονέτα του Ουίλιαμ Σαίξπηρ («Shakespeare's Sonnets») που για πρώτη φορά δημοσιεύτηκαν το 1609 στο Λονδίνο. Χειρόγραφα του Σαίξπηρ δεν έχουν διασωθεί οπότε η έκδοση του 1609 αποτελεί το μόνο τεκμήριο συγγραφής των σονέτων. |
---|
Ουίλλιαμ Σαίξπηρ
ΣΟΝΕΤΟ 2 Όταν σαράντα χειμωνιές δείρουν το μέτωπο σου, Κι αυλάκια σκάψουν στον αγρό,βαθιά, της ομορφιά σου, Αυτή της νιότης σου η λαμπρή στολή, που βλέπω τώρα, Τριμμένο ρούχο θα γενεί με λίγη αξία, στοχάσου. Και τότε, αν σε ρωτήσουν πού πήγε η ομορφιά σου, Των ανθισμένων σου ημερών όλος ο θησαυρός Θα δουν μέσα στα μάτια σου,που θα ‘ναι βουλιαγμένα Του μαρασμού σου τη ντροπή για έπαινό σου. Μα πόσους επαίνους θα άξιζε της ομορφιάς σου η χρήση, Αν θα μπορούσες να έλεγες: Το όμορφο αυτό είναι παιδί μου Την ηλικία μου συγχωρεί, το χρέος μου ξεπληρώνει, Τα νιάτα κληρονόμησε και την ωραία μορφή μου. Το νέο πλάσμα αυτό, όταν εσύ παλιώσεις, Το κρύο αίμα σου, θερμό με αυτό θα νιώσεις. (από περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ 15 Ιουνιου 1964 Μτφ ΒΑΣΟΣ ΧΑΝΙΩΤΗΣ) ΣΟΝΕΤΟ 18 Πώς να σε πω — καλοκαιριάτικο πρωί; Έχεις πιο εύκρατη μορφή, πιο ερασμία· γνωρίζω ανέμους που κι ο Μάης φυλλορροεί, τα καλοκαίρια έχουν πάντα προθεσμία. Κάποτε καίει ο επουράνιος οφθαλμός και της χροιάς του ο χρυσός συχνά θαμπώνει, κάποιος μοιραίος του καιρού αναπαλμός την ομορφιά της ομορφιάς απογυμνώνει. Μα εσύ αιώνιο θα έχεις καλοκαίρι κι η ομορφιά σου δεν θ' απαλλοτριωθεί, δεν θα επαίρεται ο Άδης πως σε ξέρει καθώς θα γράφεσαι στου χρόνου την ροή. Όσο ζουν άνθρωποι και βλέπουν, σ’ αυτούς του στίχους θα γυρίζουν και ζωή θα σου χαρίζουν. μτφ Διονύσης Καψάλης (Από τις εκδόσεις Άγρα, «25 σονέτα» σε μετάφραση Διονύση Καψάλη) ΣΟΝΕΤΟ 66 Με όλα αυτά απόκαμα, ζητάω να αναπαυτώ στο μνήμα: Να βλέπω, λέω την αρετή ζητιάνα γεννημένη, Το κούφιο Τίποτε φαιδρό με κορδωμένο βήμα Την πίστη την αγνότερη, χυδαία απαρνημένη, Την τιμημένη Υπεροχή αισχρά παραριγμένη, Τη Χάρη την παρθενική ωμά ξεπορνεμένη Την τέλεια Ωραιότητα κακά εξευτελισμένη, Την Αξία από ανάπηρη κυβέρνηση αχρητευμένη, Την Τέχνη από την κρατική εξουσία γλωσσοδεμένη, Τη Γνώση από την σχολαστική μωρία περιορισμένη Την πιο απλή αλήθεια, ηλίθια παρανομασμένη Την Καλοσύνη στην κυρά-Κακία υποταγμένη. Με όλα αυτά απόκαμα, δεν θέλω πια να ζήσω Μόνο που την αγάπη μου πεθαίνοντας πρόκειται να αφήσω (Σε μετάφραση Βασίλη Ρώτα, Βούλας Δαμιανάκου Εκδόσεις ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ 1990) ΣΟΝΕΤΟ 94 Αυτοί που δύνανται να βλάψουν μα αρνούνται να πράξουν Ότι του είναι εύκολο και μπορετό, ενώ άλλους συγκινούν, μένοντας παγεροί, απρόθυμοι στον πειρασμό Δικαίως απολαμβάνουν του ουρανού την ευλογία Κι από τον χαμό της φύσης τα καλά τα συγκρατούνε Τους παρουσιαστικού τους ιδιοκτήτες αυτοί και βασιλιάδες Ενώ λακέδες οι υπόλοιποι στην αρχοντιά τους θα είναι Του θέρους λούλουδο γλυκά το θέρος νοστιμίζει Παρόλο που μονάχο ζει και μοναχό πεθαίνει Όμως αν τύχει μόλυνση το άνθος να δεκατίζει Και το παλιόχορτο στο κάλλος του το παραβγαίνει Γιατί στις πράξεις τους μπορεί και τα άξια να σαπίσουν Και σάπιοι κρίνοι πιο πολύ από χόρτα να βρωμίσουν. (Από περ. ΠΟΙΗΣΗ, τχ. 18, 2001) ΣΟΝΕΤΟ 116 Κανένα εμπόδιο να ενωθούν πιστές καρδιές Εγώ δε δέχομαι• δεν είναι η αγάπη αγάπη, Που αλλάζει μ’ όλες του καιρού τις αλλαγές Και ξεστρατάει με κάθε σκούντημα, σαν τόπι Όχι• είναι ένα σημάδι αιώνιο σταθερό Που απαρασάλευτο τις μπόρες αντικρύζει: Του ναύτη το άστρο που, κι αν έχει μετρημό Πόσο μακριά ‘ναι, δε μετριέται πόσο αξίζει Δεν είν’ η αγάπη μπαίγνιο του καιρού, Που αυτός θερίζει ροδομάγουλα και χείλια• Η αγάπη δεν πηγαίνει με ώρες και με μίλια Γιατί θα βρει την άκρη, πάντα και παντού. Αν τούτο είν’ πλάνη κι αποδειχνεται σ’ εμέ Ούτ’ έγραψα, ούτε αγάπησε άνθρωπος ποτέ. (μετάφραση Βασίλης Ρώτας) |