ΡΑΪΝΕΡ ΜΑΡΙΑ ΡΙΛΚΕ

ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

ΡΑΪΝΕΡ ΜΑΡΙΑ ΡΙΛΚΕ

ΟΙ ΕΛΕΓΕΙΕΣ ΤΟΥ ΝΤΟΥΙΝΟ

Η ΤΕΤΑΡΤΗ ΕΛΕΓΕΙΑ

Ώ, δέντρα της Ζωής, πότε ο χειμώνας σας θα 'ρθεί;
Αφού εμείς δεν μονιάζουμε.
Δεν συνεννοούμαστε όπως τ' αποδημητικά πουλιά.
Ξεπερασμένοι κι αργοπορημένοι
σπρωχνόμαστε ξαφνικά πάνω σε ανέμους
και πέφτουμε μέσα σε τέλμα αδιάφορο
Την ίδια στιγμή νιώθουμε και άνθηση και μαρασμό. Και κάπου λιοντάρια ακόμη βαδίζουν, κι όσον καιρό είναι μεγαλόπρεπα,
καμμιάν αδυναμία δεν γνωρίζουν.


"Ομως εμείς, όταν έχουμε ένα πράγμα απόλυτα στο νου,
νιώθουμε κιόλας του άλλου το ξόδιασμα. Το πλησίον μας είναι η "Εχθρα.
Μήπως οι Εραστές, φτάνοντας πάντα στα άκρα, μπερδεύοντάς τα,
δεν περιορίζονται, αυτοί μάλιστα που υποσχέθηκαν
ο ένας στον άλλον Ανοιχτωσιά Κυνήγι και Πατρίδα;
Τότε, για τη ζωγραφιά μιας στιγμής ετοιμάζεται
ένα πρώτο φόντο το περίγραμμα του αισθήματος,
παρά μόνον ό,τι από έξω του δίνει σχήμα.
Και ποιος δεν κάθισε με δέος μπρος στης καρδιάς του την αυλαία;
καμωμένο από το αντίθετό της, κοπιαστικά, ώστε να την διακρίνουμε,
Γιατί ο καθένας είναι πολύ σαφής μαζί μας. "Όμως δεν ξέρουμε
Νά, άνοιξε αυτή Σκηνικό Αποχαιρετισμού.
Εύκολο να το αναγνωρίσεις. Ο γνωστός Κήπος,
που λικνιζόταν ελαφρά. Μόνο τότε πρόβαλε ο Χορευτής,
"A, όχι αυτός! Φθάνει! Γιατί, όσο κι αν παρασταίνει ανάλαφρα, μασκαρεύεται και γίνεται αστός και μπαίνει
μέσα στο σπίτι από την πίσω πόρτα,
Δεν θέλω αυτές τις μισογεμισμένες μάσκες,
προτιμώ την Κούκλα, που είναι γεμάτη.
Θέλω ν' αντέξω τον φλοιό της, τα μέσα της σύρματα,
το φτιαγμένο από επίδειξη πρόσωπό της.
Να, κάθομαι εδώ μπροστά, Κι αν σβήσουν τα φώτα,
κι αν ακόμη μου που τέλος της παράστασης»,
κι αν ακόμη απ' τη σκηνή με πλησιάζει το Κενό
μ' ένα γκρίζο ρεύμα αγέρα
εάν ακόμη κανένας απ' τους σιωπηλούς προγόνους μου.
δεν κάθεται πια εδώ μαζί μου, καμιά γυναίκα, μήτε
κι εκείνο ακόμη το αγόρι με το καστανό, αλλοίθωρο του μάτι
– μένω, παρ' όλα αυτά. Γιατί πάντα υπάρχει θέαμα.


Δεν έχω δίκιο; Εσύ, πατέρα, που για χάρη μου τόσο πικρή σου ήταν η γεύση της ζωής,
τη δική μου καθώς δοκίμαζες, το πρώτο θολό εκχύλισμα της δικής μου επιβεβλημένης παρουσίας,
μια που μεγάλωνα, ναι, πάντα δοκιμάζοντάς το, και,
όλος έγνοια με την τελική γεύση ενός τόσο ξένου μέλλοντος,
εξέταζες το καλυμμένο μου βλέμμα
εσύ, πατέρα, από τότε που είσαι νεκρός,
συχνά μες στην ελπίδα μου, βαθιά μου μέσα,
αγωνιάς και την αταραξία που έχουν οι νεκροί,
βασίλεια αταραξίας, τα παρατάς μόνο για κάτι λίγο
απ' τη δική μου μοίρα Δεν έχω δίκιο;
Κι εσας το λέω, δεν έχω δίκιο;
Εσάς. που μ' αγαπούσατε μονάχα για τη μικρή αρχή
που είχα για σας αγάπης, απ' την οποία πάντα ξέφευγα, επειδή ο χώρος που είχατε στην όψη σας,
μιά που τον αγαπούσα, πήγαινε μέσα σ' ένα Σύμπαν, όπου πιά δεν υπήρχατε... εσάς λέω λοιπόν:
Όποτε μου αρέσει μπροστά στου Κουκλοθέατρου τη σκηνή να καρτερώ, όχι,απόλυτα εκεί μέσα να κοιτάζω, τόσο,
που για ν' αντισταθμίσει τούτο το βλέμα μου,
ένας Αγγελος πρέπει να προβάλει εκεί σαν ηθοποιός,
τους φλοιούς εκείνους σηκώνοντας ψηλά
Ο Άγγελος και ή Κούκλα: A, τότε επιτέλους έχουμε παράσιτα
Τότε ενώνεται και πάλι αυτό που εμείς πάντα διχάζουμε με το να βρισκόμαστε εδώ. Τότε πρωτοδημιουργείται
από τις εποχές μας της όλης μεταμόρφωσης και κλειστός κύκλος.
Και τότε, ψηλά, πιο πάνω από μας, ο Άγγελος παρασταίνει.
Για κοίτα, οι ετοιμοθάνατοι δεν θα 'πρεπε να υποψιάζονται
πόσο γεμάτα με προφάσεις είναι όλα όσα πετυχαίνουμε εδώ κάτω,
Αφού το κάθε πράγμα δεν είναι αυτό που είναι.
"A, ώρες της παιδικής ηλικίας, όταν πίσω απ' τις φιγούρες
υπήρχε κάτι πιο πολύ από τα περασμένα μόνο και μπροστά μας μέλλον κανένα.
Φυσικά, μεγαλώναμε και πολλές φορές βιαζόμασταν να μεγαλώσουμε πιο γρήγορα,
λίγο και για χάρη εκείνων, που τίποτε πια δεν είχαν, παρά το ότι ήταν μεγάλοι,
Και ήμασταν, αλήθεια, μέσα στη μοναχική πορεία μας ευχαριστημένοι
με ό,τι διαρκεί κι απλώς στεκόμασταν στον χώρο τον ενδιάμεσο,
ανάμεσα σε Κόσμο και Παιγνίδια, σε μια θέση δηλαδή,
που εξαρχής είχε θεμελιωθεί για μια διαδικασία αγνή.
Ποιός παρουσιάζει ένα παιδί, έτσι καθώς στέκει;
Ποιός το βάζει ανάμεσα στ' αστέρια και του δίνει στο χέρι το μέτρο της Απόστασης;
Ποιός φτιάχνει τον θάνατο των π από γκρίζο ψωμί, που ξεραίνεται
– ή τον αφήνει μέσα στο στρογγυλό τους στόμα έτσι,
σαν ψίχα ενός όμορφου μήλου,...
Τους φονιάδες εύκολα τους ξεχωρίζεις.



"Όμως τούτο: τον Θάνατο, ολόκληρο τον θάνατο,
ήδη πριν από τη ζωή τόσο τρυφερά μέσα σου να περικλείσεις,
δίχως να γογγύζεις, ά, τούτο δεν λέγεται με λόγια!