ΓΙΑΝΝΗΣ ΨΥΧΑΡΗΣ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ |
---|
ΓΙΑΝΝΗΣ ΨΥΧΑΡΗΣΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΜΟΥαπόσπασμα απο2η ΕΚΔΟΣΗ, ΑΘΗΝΑ 1905 Τ’ αξιώθηκα κι αφτό, ότι πάτησα στην Αθήνα. Κόντεβε μεσημέρι· γλήγορα γλήγορα έτρεχε ο καθένας από τη ζέστη να χωθεί μέσα στο κελάρι. Έτσι κρυφτήκανε όλοι και στους δρόμους δε φαινότανε πια ψυχή. Ο ήλιος φωτοβολούσε, που σου θάμπωνε τα μάτια. Όλα τα ’βλεπες κάτασπρα, η Αθήνα γυάλιζε σαν απέραντος βώλος ζάχαρη· έλεγες πως είχε χλωμιάσει κι ο ουρανός από την αντηλιά. Ησυχία δεν έχω στο ταξίδι· πρέπει πάντα να είμαι στο ποδάρι. Σηκώθηκα λοιπό να πάω στην Ακρόπολη. Προτού ανεβώ, στάθηκα κάτω μια στιγμή και κοίταξα απάνω, να διω. Τι βλέπω; Όλους τους Αρχαίους μαζωμένους στην Ακρόπολη, ξυπόλυτους κι ασπροντυμένους, με τους μακριούς χιτώνες. Τα πρόσωπά τους ήτανε κάπως χλωμά, μα πάντοτες ωραία. Προχώρησα και τους είδα από πιο κοντά. Περπατούσανε και μιλούσανε αναμεταξύ τους. Άλλοι ανεβοκατεβαίνανε τη σκάλα, άλλοι πάλε ερχόντανε ίσα με κάτω, στου Διόνυσου το θέατρο, καθόντανε γύρω γύρω στα σκαμνιά και προσμένανε — ποιος ξέρει τι; Ίσως καμιά παράσταση που δε θα γίνει ποτές. Άλλοι ήτανε καθησμένοι με την αράδα στα σκαλοπάτια του Παρθενώνα, κοιτάζανε το χόρτο που είχε φυτρώσει στις πέτρες ή θωρούσανε τη θάλασσα μπροστά τους. Είχανε ομιλίες κι έσκυφτε ο ένας να πει κάτι του αλλουνού. Ο Σωκράτης έτριβε τα σκέλια που θυμότανε πως τρίβοντας τα σκέλια του είχε πεθάνει, και γλυκά χαμογελούσε. Τι καλός εκείνος ο Σωκράτης! Χαιρόντανε όλοι τους να τον ακούνε. Ήταν ένα γλέντι για τον κόσμο. Έπρεπε να διεις τον ήσυχο το γέρο, όταν είχε σκοπό να πει καμιά νοστιμάδα ή να κάμει κανένα χωρατό· τότες ήτανε που έβγαζε από το στόμα του λόγια γεμάτα ιδέες μεγάλες και πανάγιες αλήθειες. Παίζοντας και σα να μην πρόσεχε διόλου, έλεγε τα πιο σοβαρά πράματα. Σε τέτοιες ώρες είχε μάλιστα το συνήθειο να κατεβάζει τα φρύδια και να πετά στραβά μια ματιά, τάχατις σα να ’κανε το σπουδαίο ή το θυμωμένο. Ο Πλάτωνας τον πείραζε λέγοντας πως έμοιαζε τάβρος. Ο Ηρόδοτος, με χάρη μοναδική, δηγότανε παρέκει κάτι ιστορίες που τελειωμό δεν είχανε. Καθόντανε τα ελληνόπαιδα τριγύρω και τον ακούγανε όλοι σαν παππού τους. Σκυθρωπός σαν το λιοντάρι, ο Θουκυδίδης μελετούσε. Γύρεβε θεμέλια για να στηλώσει την αλήθεια. Μάζωνε πλεροφορίες εδώ και κει, ρωτούσε τους στρατιώτες, μιλούσε με τους γέρους, πολεμούσε να διαβάσει τις επιγραφές και τα μνημεία. Κάποτες χαμογελούσε το λιοντάρι· έβλεπε πως το έργο του πια έμεινε στους αιώνες και πως μοναχός του, πριν ακόμη μάθει ο κόσμος τι θα πει επιστήμη και τέχνη της κριτικής, έδειξε την αληθινή, τη μόνη μέθοδο της επιστήμης και της ιστορίας. Ένας γέρος, με τα μαλλιά σαν το χιόνι, ήμερα και γλυκά τραγουδούσε κάπου κάπου της άνοιξης την καλοσύνη, του αηδονιού τη λαλιά, του Κολωνού την ωραιότητα και την ασπράδα. Ήτανε ο Σοφοκλής, ο μεγαλύτερος απ’ όλους, ο Σοφοκλής που άναφτε η καρδιά του και που βγάζανε οι στίχοι του φωτιά, κάθε φορά που μιλούσε για την ουράνια Δίκη, για τις Ερινύες που τους φονιάδες φονέβουνε· κρύφτουνται οι Ερινύες μέσα στα λαγκάδια και στους βράχους — κι οι βράχοι θα καταντήσουνε τρομάρα για όσους δεν είδανε πως πίσω από τους βράχους είναι κρυμμένες οι χαλκόποδες θεές. Ο αγαθός ο Αισκύλος μονολογούσε· πότε τον έβλεπες σαν ιερέας να λητουργά, πότε να πολεμά σα στρατιώτης. Συνήθιζε πού και πού να βάζει στις τραγωδίες του μέσα και δυο τρεις ξένες λέξες· τις είχε μάθει στους περσικούς πολέμους. Από μακριά, ο Εβριπίδης τους κοίταζε και τους δυο. Γελούσε σα μαργιόλος. Όταν έκλαιγε, έκλαιγε σατυρικά. Κανείς όμως δεν είχε τη φωνή του, κανείς δεν είχε το πάθος του, άμα έψελνε την αγάπη. Έγραφε κείνη την ώρα μια στροφή κι αντιστροφή για μια του τραγωδία· κι ωστόσο δεν έμοιαζε λυπημένος. Ήτανε όλος χαρά και μου φάνηκε πως τα έξυπνα του τα μάτια μιλούσανε και λέγανε κρυφά κρυφά·— «Στάσου, να τους πιάσουμε τους Αθηναίους με τους δωρισμούς που όλο γυρέβουνε στα δράματά μας. Κανένα χορό να τους φτιάσω, που τίποτα να μην καταλάβουνε ούτε κείνοι ούτε οι σοφοί Εβρωπαίοι κατόπι.» Ο Αριστοφάνης όμως δεν του τα μασούσε· τον έκανε κουρέλι. Τα ’λεγε χοντρά, μα πάντα με χάρη· ήξερε δηλαδή πως ήτανε Αρχαίος, και πως του τα συχωρνούσανε οι δασκάλοι να μιλεί χυδαία. Σκάνανε οι Αθηναίοι στα γέλια. Ο Περικλής, ο αληθινός πατέρας της μεγάλης δημηγορίας, μ’ ένα του λόγο κόρωνε τα λαό ή τον ησύχαζε πάλε· γινότανε αστροπελέκι και βροντή, αναποδογύριζε την Ελλάδα — κι έμοιαζε θεός. Ο Δημοστένης, άλλο θεριό. Αχ! τι φωνή που ήτανε κείνη! Σαν τις φλόγες πετιόντανε τα λόγια του κι ανάφτανε τις καρδιές· σωστή πυρκαγιά. Λες να ήτανε ο Φίλιππος κανένας Σλάβος, για να τα βάλει μαζί του ο Δημοστένης με τόσο θυμό; Ας έχουνε τη Μακεδονία τους, έλεγε, κι ας μας αφήσουνε μας την Ελλάδα. Και δοςτου και δος-του! Χτυπούσε κι όλο χτυπούσε, σαν τον Ήφαιστο με το σφυρί. Θα ξανακούσουμε καμιά μέρα τέτοιο κακό; Οι θεοί να το δώσουνε! Να χαρούμε και μεις, αφού είδαμε τόσα. Τι δύναμη που την είχε! Τι καλά που μιλούσε τη γλώσσα τη δημοτική. Έβαζε στους λόγους του μέσα τις πιο γνωστές, τις πιο συνηθισμένες λέξες, τις κοινές φράσες του λαού. Φανταστείτε το Δημοστένη να μιλεί καθαρέβουσα! Δεν είναι πια Δημοστένης· είναι δάσκαλος. Όχι, με τους χωρατάδες, με τα γέλια, με την ειρωνεία που καίει, με τα πάθος που μπαίνει ίσια μέσα στην ψυχή, με την τρομερή λογική που θέλεις δε θέλεις σε καταπείθει, το σκοπό του όλο κυνηγούσε· έριχνε στο Φίλιππο λάσπη· τον έκανε μασκαρά! Ο φίλος ο Αριστοτέλης είχε πάλι άλλες φροντίδες. Κοίταζε πώς να πλουτίσει τον αθρώπινο νου, πώς να χωρέσει το κεφάλι του αθρώπου πιότερη μάθηση, πιότερες γνώσες, πώς να καταλογίσει όσα ξέρει, πώς να κάμει την επιστήμη να προδέψει· στάθηκε ο πρώτος δάσκαλος της Εβρώπης. Περπατούσε με τους μαθητάδες του κι έλεγε λόγια που μπορούσε κι ο Πλάτωνας να τ’ ακούσει. Τα σημειώνανε οι μαθητάδες γλήγορα γλήγορα και στα πεταχτά· έτσι σωθήκανε πολλά του Αριστοτέλη. Όταν τα βλέπουμε τυπωμένα, μας έρχουνται κάπως ξερά και ψυχρούτσικα· μα τώρα που τον άκουγα, που τον είχα μπροστά μου, ένοιωθα την καλοσύνη του όλη, την τρυφερή του ψυχή, της καρδιάς του τη γλυκάδα και τη χάρη. Ποιος μπόρεσε ποτές και ποιος θα μπορέσει να μιλήσει με τόση αγάπη και με τόσο ύψος για το θείο; Ποιανού μάτια είδανε τόσο καθαρά και χαρήκανε τόσο πολύ να διούνε τη Δικιοσύνη; Την όψη της, λέει, μήτε ο εσπερινός την αξίζει μήτε ο αβγερινός· η φύση τόσο ωραία δεν είναι! Ποιος εννόησε καλύτερα πως η ενέργεια είναι ο γενικός νόμος του κόσμου; Κι όταν κλαις κι όταν έχεις κανέναν καημό και λυπάσαι, έλεγε την ώρα που τον άκουγα στην Ακρόπολη, μπορεί ωστόσο να μην είσαι δυστυχισμένος, αφού μέσα σου νοιώθεις την ψυχή σου κι ενεργά. Κανένας καρδιογνώστης δεν ανάλυσε με τέτοια δύναμη κι αλήθεια κάθε πάθος της καρδιάς μας. Δε βρέθηκε άλλος σαν το Σταγειρίτη για να ξεδιαλύσει τα μυστικά της αθρωπότητας και της ζωής. Κανείς δεν είχε κρίση πιο σωστή και νου πιο γενναίο. Τόσο λαμπρά δε μίλησε κανείς για τη φιλία, που δεν αρέσει τη μοναξιά και που χαίρεται περισσότερο με την αγάπη που δίνει παρά με την αγάπη που παίρνει. Άνοιγε η καρδιά μου να τον ακούω. Μου ερχότανε όλο να πάω να του φιλήσω το χέρι. Ο Ξενοφώντας κι ο Πλάτωνας φιλοτιμιόντανε ποιος να μιλήσει πιο καλά για το Σωκράτη. Ο Ξενοφώντας τα ’λεγε στρατιωτικά κι απλά. Ο Πλάτωνας έβαζε και τον Πλάτωνα μέσα. Αναγάλλιαζε η ψυχή με τη μιλιά του. Τα λόγια του ήταν ένα χαμόγελο. Δεν κοιτάζανε τα μάτια του κατά γης· έλεγες μάλιστα πως μόλις πατούσε χώμα. Κοίταζε αψηλά αψηλά στον ουρανό, σα να γέμιζε φως ο μεγάλος του νους. Σου φαινότανε πως θωρούσε, μέσα και μέσα στα γαλάζια τ’ ουρανού, ολωνώνε των πραμάτω τη μορφή και τις ιδέες, και τον περεχούσε χαρά που τέλος ξεσκεπαζότανε μπροστά του η αλήθεια. Πίσω στον Παρθενώνα ήτανε ίσκιος και στον ίσκιο μέσα καθόντανε οι αρχαίοι φιλόσοφοι, ο Παρμενίδης ο Ελαιάτης, ο Εμπεδοκλής, ο Ξενοφάνης. Λίγο λίγο προχωρούσανε· ο ήλιος όξω είχε τόση δύναμη, τόσο φως, που το μέρος εκείνο έμοιαζε ακόμη πιο μάβρο· έμοιαζε σα βαθύ βαθύ σκοτάδι· λες πως βγαίνανε οι φιλόσοφοι μέσα από κανένα χάος και πως πίσω τους είχανε νύχτα και καταχνιά. Όσο προβαίνανε όμως, τόσο πιότερο έλαμπε, τόσο πιότερο γέμιζε αχτίδες το πρόσωπό τους. Ο Ηράκλειτος μιλούσε για τα ποτάμια που τρέχουνε και για τον κόσμο που σαν το ποτάμι περνά. Ο Δημόκριτος βαστούσε στα δάχτυλά του κάτι άτομα μικρά μικρά, γύρεβε να τα κόψει και δίδασκε πως όλα ξαναγεννιούνται. Έκλαιγε και γελούσε για τούτο. Τους κοίταζε ο Αναξαγόρας κι έλεγε πως χρειάζεται Νους για να στρώσει ο κόσμος, Νους για να δώσει στη φύση τη μορφή της, για να ξεχωρίσει τ’ άτομα και να ζωντανέψει την ύλη. Με πόση διάνοια, με πόση κρίση και γνώση, πρώτοι τους εκείνοι, όταν ακόμη σωπαίνανε οι γλώσσες και τα κεφάλια, καταλάβανε την ύπαρξη και τη φύση, είδανε πως μια και μόνη αρχή, ένας γενικός νόμος κυβερνά τον Κόσμο, πως ουρανός και γης, πως όλα τα φαινόμενα που βλέπεις είναι το ίδιο πράμα και μέσα τους έχουν ένα σύστημα μοναδικό, που ενώνει το καθετίς το ένα με τ’ άλλο! Πολύ πιο σοφοί, πολύ πιο μεγάλοι σταθήκανε κείνοι κι από το Σωκράτη κι από τους άλλους. Κουβεντιάζανε κρυφά κρυφά αναμεταξύ τους και δεν μπορούσες ν’ ακούσεις τι λέγανε. Κοντά στους φιλοσόφους και λίγο πιο πίσω, γιατί μοιάζανε ακόμη πιο παλιοί, στέκονταν ένα σωρό τραγουδιστάδες. Ανεβαίνανε κι αφτοί στην Ακρόπολη. Ερχόντανε από την Αιολίδα κι είχανε περάσει κάμποσα χρόνια στην Ιωνία. Δηγόντανε παραμύθια του λαού κι αθάνατες ιστορίες. Είχανε όλοι τους στο μέτωπο γραμμένο το ίδιο όνομα, Όμηρος. Ένας όμως που έμοιαζε σα λοχαγός, περπατούσε μπροστά, έκρυφτε τους άλλους με τη μεγάλη του ράχη, με τ’ ωραίο του το κεφάλι, και τους περιμάζωνε πίσω του με τρόπο που δεν τους έβλεπες πια, και που φαινότανε ο μόνος Όμηρος εκείνος να είναι. Οι φιλόσοφοι κι οι τραγουδιστάδες είχανε ομιλίες. Λέγανε οι φιλόσοφοι· — «Ο νους του αθρώπου ήτανε κοιμισμένος· πρώτοι του δώσαμε ζωή. Φιλοσοφία δεν ήξερε και του μάθαμε φιλοσοφία.» — Λέγανε οι τραγουδιστάδες· — «Η φαντασία του αθρώπου ήτανε κοιμισμένη· πρώτοι της δώσαμε ζωή. Ποίηση δεν ήξερε και του μάθαμε ποίηση.» Αθάνατα λόγια! Αθάνατος ο λαός που μπόρεσε μια μέρα να τα πει! Τι να σας τα πολυλογώ; Τι να περνώ έναν ένανε όσους απάντησα στην Ακρόπολη; Όλες οι δόξες της Ελλάδας βρισκόντανε κει πέρα· άκουσα και τον Ησίοδο να παραπονιέται γλυκά για τον αδερφό του, και να βάζει μέσα στον κατάλογό του ολύμπιους θεούς κι ήρωες κάθε χώρας· είδα τον Ιππώναχτα, τον Αρχίλοχο που σκοτώνανε άθρωπο μ’ ένα τους στίχο· τον Αλκαίο, τον καλό σοβαρό και φρόνιμο Ανακρέοντα, την αθάνατη Σαφώ, ολόρθια, στημένη σα φλόγα· τον Αλκμάνα, τον Ίβυκο, το Στησίχορο το γενναίο, το θρήσκο Σιμωνίδη τον Κείο. Κάπου κάπου έβλεπα και κάτι σκιές, κατάχλωμες και σα μισοσβησμένες που περπατούσανε κάτω μακριά, τον Ορφέα, το Λίνο, το Μουσαίο· μέσα σ’ αφτές τις σκιές ξεδιάκρινες κι άλλες δυο· ίσως ήτανε ο Πυθαγόρας η μια κι ο Λυκούργος της Σπάρτης η άλλη. Όσοι όμως ήτανε μαζωμένοι μπροστά στον Παρθενώνα, φαινόντανε και πολύ καλύτερα. Είδα τον Ισοκράτη, που όλο διόρθωνε τα γραψίματά του, το Λυσία, τον Υπερίδη, το Λυκούργο, τους δέκα ρήτορες, τους σοφιστάδες, το Μέναντρο και τους κωμικούς, το σοφό τον Επίκουρο, τον Παναίτιο, τον Ποσειδώνιο, το Ζήνωνα και τους άλλους φιλοσόφους. Ήτανε κι ο Πλούταρχος εκεί, με πρόσωπο γελαστό, κοντούτσικος, με παχούτσικα μάγουλα και γενναία όψη· ήτανε κι ο Λουκιανός ο παιχνιδιάρης· πολεμούσανε του κάκου κι οι δυο τους ν’ ανεβούνε ίσα με τον Παρθενώνα. Ήτανε άλλοι πολλοί, μα πού να τους θυμηθώ; Μόνο το Θεόκριτο δεν είδα· οι Αρχαίοι δεν τονέ θέλανε πλάγι τους και του λέγανε πως είναι μαϊμού. Μαζί με τους Αλεξαντρινούς τον είχανε μέσα στο Μουσείο. Οι Αρχαίοι περπατούσανε, καθόντανε, πηγαίνανε δω και κει, πιάνανε κουβέντες, γελούσανε και φιλοσοφούσανε. Παρατήρησα όμως πως πάντα γυρίζανε τη ράχη τους στο Πανεπιστήμιο. Αλήθεια, πολύ μ’ αρέσουνε οι Αρχαίοι! Παρατήρησα κι άλλο ένα· οι Αρχαίοι δε μιλούσανε αρχαία, μιλούσανε ρωμαίικα! Οι Αρχαίοι πήρανε τον ίδιο δρόμο που πήρε κι η γλώσσα τους· κάθε χρόνο, κάθε δέκα, κάθε πενήντα χρόνια και κάθε αιώνα λίγο λίγο μεταμορφωνότανε η γλώσσα τους· όσο περνούσε ο καιρός, τόσο πιότερο έμοιαζε με τη δική μας σήμερα. Οι Αρχαίοι, που ζήσανε και κείνοι μαζί με τη γλώσσα, αφού και τώρα τους έβλεπα ακόμη στην Ακρόπολη, λίγο λίγο, χωρίς να το καταλάβουνε οι ίδιοι, μιλήσανε τη δημοτική· — «Αλλάξανε οι καιροί, μου λέγανε, αλλάξαμε και μεις. Μοναχό του έγινε το πράμα, απλά και φυσικά. Χίλιες φορές αλλάξαμε γλώσσα κι άλλη δουλειά δεν κάναμε. Ο Πλάτωνας δε μιλούσε την ίδια γλώσσα που μιλούσε ο Όμηρος μήτε που μίλησε ο Μέναντρος κατόπι. Ο σκοπός μας ήτανε πάντα, να μη δυσκολέβεται ο κόσμος με τα λόγια μας, και για τούτο είχαμε πάντα τη γλώσσα της εποχής μας. Αν ήτανε να μιλούμε σήμερις απαράλλαχτα και σωστά σαν που μιλούσαμε τότες, ποιος θα μας καταλάβαινε; Ίσως δυο τρεις φιλόλογοι στην Εβρώπη· στην Ελλάδα βέβαια μήτε μισός φιλόλογος δε θα ’νοιωθε τι λέμε. Τα ξεχάσαμε κιόλας. Βλέπουμε μάλιστα πως σήμερα ξέρουνε τη γλώσσα μας στην Εβρώπη πολύ πιο καλά απ’ όσο την ξέραμε στα χρόνια μας. Βρίσκουν ένα σωρό πράματα που μήτε είχαμε υποψία· ετυμολογούνε τις λέξες που συνηθίζαμε καθεμερνά, χωρίς να φανταστούμε πως είχανε καμιά συγγένεια μ’ άλλες γλώσσες, και πως τις ίδιες ρίζες μπορείς ν’ απαντήσεις στα περσικά, στα σασκρίτικα και σε πολλές άλλες γλώσσες. (Ήτανε τόντις προκομμένοι οι Αρχαίοι· να που ξέρανε και σασκρίτικα!) Κι όμως δεν είπαμε ποτές τη γλώσσα μας βάρβαρη. Σήμερα στην Ελλάδα, όσο καταλάβαμε, όποιος δεν ξέρει να ετυμολογήσει μια λέξη ή να ξηγήσει έναν τύπο, δεν πάει να μάθει στο σκολειό, μόνο θα πει τη λέξη βάρβαρη και βάρβαρο τον τύπο, γιατί νομίζει πως ό,τι εκείνος δεν ξέρει, δεν μπορεί και να είναι σωστό.» Αναστενάζανε οι Αρχαίοι και παραπονιόντανε· — «Αχ! παιδί μου, να ήξερες τι σκοτούρες που μας έδωσε η γλώσσα μας! Όταν αρχίσαμε να γράφουμε, είχαμε κάμποσες δυσκολίες. Η γλώσσα μας μορφωμένη δεν ήτανε ακόμη. Ρώτα τον Πλάτωνα να σου το πει· για να φτάσει η γλώσσα του ομηρικού στίχου στην αττική φράση, για να γίνει η ομηρική γλώσσα ό,τι έγινε κατόπι στον καιρό της χρυσής μας εποχής, χρειάστηκε δουλειά και κόπος. Είδαμε και πάθαμε ώσπου να κάμουμε τη γλώσσα μας κάτι να είναι και να φαίνεται. Τώρα που το κατορθώσαμε, μας βγήκε άλλος μπελάς στο κεφάλι· μας βάλανε την καθαρέβουσα στη ράχη. Πρέπει να τη φορτωθούμε, σα να ήτανε άξαφνα γλώσσα δική μας, σα να ήτανε παιδί μας και σα να την είχαμε κάμει ποτέ μας.» Κάποτες θυμώνανε οι Αρχαίοι· — «Η καθαρέβουσα! Είναι άξιοι να κάμουνε τον κόσμο να πιστέψει πως τόντις μπορούσαμε να μιλήσουμε τέτοια βάρβαρη γλώσσα! Πάντα μιλούσαμε τη γλώσσα του καιρού που ζούσαμε. Αλλιώς πώς θα ήτανε δυνατό να σωθούνε οι ραψωδίες αφτωνώνε που βλέπεις εκεί πέρα, πίσω από τον Παρθενώνα; Α δεν ήτανε του λαού γλώσσα, πώς θα τη μάθαινε ο λαός; Πώς θα την ήξερε; Πώς θα πηγαίνανε οι Αθηναίοι στα θέατρα ν’ ακούσουν Εβριπίδη, Σοφοκλή, Αισκύλο; Πώς θα το κατόρθωνε ο Δημοστένης να βάλει φωτιά σ’ όλη την Ελλάδα; Ποιος θα ’δινε προσοχή στα λόγια του Δημοστένη, αν ο καθένας δεν ήτανε άξιος να τα καταλάβει;» |