ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΨΑΘΑΣ

ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΨΑΘΑΣ

Μαντάμ Σουσού

Αποσπάσματα

Σ’ αυτό το ιστορικό ντιβάνι του σαλονιού, λοιπόν, ήταν στρωμένη η Σουσού όταν δέχτηκε την υπηρέτρια που της έστειλε ο μεσίτης. Πόδι πάνω στο πόδι. Μάτια μισόκλειστα. Πλάι της ένα τραπεζάκι. Κάθε τόσο άπλωνε το τσιγάρο στην σταχτοθήκη και με το δείχτη τίναζε τη στάχτη του τσιγάρου.
-Πώς σε λένε;
-Κατίνα, κυρία.
-Πρώτον δεν μου αρέσει το όνομα σου. Η υπηρέτρια μια κυρίας καθωσπρέπει, δεν ημπορεί να έχει το όνομα μιας τσοκαρίας, θα σε φωνάζω το λοιπόν Μαρί.
-Μαρί; γιατί;
-Σιωπή. Οι υπηρέτριες έχουν ορισμένα ονόματα και δεν ημπορείς να κάνεις πράγματα του κεφαλιού σου, να λέγεσαι όπως σου αρέσει. Υπηρέτησες πουθενά αλλού;
-Όχι κυρία.
-Πρώτη φορά λοιπόν, θα υπηρετήσεις. Ευτυχώς και έπεσες σε σπίτι καθωσπρέπει, πτωχή!

[…]
-Πόσο μιστό σου είπε ο κύριος μεσίτης;
-Διακόσιες πενήντα το μήνα.
-Όταν σε ερωτούν οι γείτονες εδώ τριγύρω, πόσα παίρνεις, σου επιτρέπω να λες πεντακοσίας.
-Αχ, σας ευχαριστώ.
-Εννοείται ότι θα παίρνεις διακόσιες πενήντα και να μην ακούσω να το πεις πουθενά καθότι θα φύγεις αμέσως από εδώ. Και δεν θα έχεις πολλές κουβέντες με την γειτονιά.
-Μάλιστα.
-Μάλιστα κυρία να λες.
-Μάλιστα κυρία.

[…]
-Άμα σου λένε κάτι και δεν ακούς καλά δεν θα γουρλώνεις τα μάτια σου, ανόητη! Ούτε θα λες ε! Ε λένε στα γαϊδούρια. Στους κυρίους λένε μπαρδόν. Με αντιλαμβάνεσαι;
-Μάλιστα.
-Μάλιστα κυρία!
-Μάλιστα κυρία!
-Όχι έτσι ξερά! Θα σκύβεις λιγάκι, θα χαμογελάς με χάρη και θα λες «μπαρδόν, δεν σας ηννόησα, επαναλήψατε το σας περικαλώ!», κατάλαβες;
-Μάλιστα κυρία!
-Πρόσεχε καλά!
-Προσέχω, κυρία!
-Όταν κανένας επισκέπτης σου ζητεί νερό και τους σερβίρεις τίποτις γλυκό νεράτζι και τα τοιαύτα, θα του λες «με τις υγείες σας μονσιέ». Και άμα σου πει «μερσί» θα του λες: «τίποτις περικαλώ, καλή χώνεψις»! Κατάλαβες;
-Μα για το γλυκό θα του λέω καλή χώνεψις;
-Μάλιστα.
-Κι αν γελάσει;
-Δεν θα γελάσει ανόητη.

[…]
-Ήλθατε;
-Μάλιστα μαντάμ
-Πώς λέγεστε του λόγου σας;
-Ναθαναήλ Σπίγγος, μαντάμ, καθηγητής της γαλλικής.
-Ξέρετε, το λοιπόν, τίποτις γαλλικούλια; Ο καθηγητής απόρησε
-Ξέρω γαλλικά μαντάμ και τα διδάσκω από εικοσαετίας. Εσπούδασα στο Παρίσι και έμεινα εις την Γαλλία περισσότερο από πέντε έτη
-Πέντε έτη!
-Μάλιστα μαντάμ!
-Αστείο πράγμα, Θα ξέρετε λοιπόν τίποτις γαλλικά της αράδας. Παρακαλώ! Δεν χρειάζεται να ξινίζεται τα μούτρα σας. Εγώ έμεινα 10 χρόνια εις τους Παρισίους και τα ομιλούσα φαρσί τα γαλλικά. Ένεκα όμως ένα παράτυφο που έπαθα τα εξέχασα και γι αυτό δεν θέλω βέβαια να με μάθετε γαλλικά, αστείο πράγμα, αλλά να μου τα υπενθυμίσετε. Ο καθηγητής γούρλωσε τα μάτια. Τέτοια περίπτωση πρώτη φορά του παρουσιαζόταν. Η Σουσού του έκανε μια κίνηση συγκαταβατικής ευγένειας.
-Κάθησε πτωχέ άνθρωπε.
-Μερσί.
-Έφαγες;
-Πώς;
-Μήπως είσαι πεινασμένος;
-Ο καθηγητής έγινε κατακόκκινος.
-Παρντόν μαντάμ, αλλά πώς σας πέρασε η ιδέα ότι είναι δυνατόν στις πέντε το απόγευμα να είμαι πεινασμένος;
-Αστείος που είστε!
-Εγώ;
-Γιατί τρέμετε;
-Εγώ τρέμω; Ο καθηγητής έγινε καταπράσινος. Ο τρόπος που τον μεταχειριζόταν η πρωτότυπη αυτή κυρία είχε κάτι το τόσο περιφρονητικό, ώστε συγχύστηκε σε τέτοιο βαθμό που άρχισε να τρέμει. Η Σουσού, στο βάθος ενθουσιασμένη, ανασηκώθηκε τότε, με κουρασμένο ύφος, στο ντιβάνι.
-Έλα, έλα μην ντρέπεσαι πτωχέ άνθρωπε! Η εργασία δεν είναι ντροπή. Το ψωμί σου βγάζεις με το επάγγελμα αυτό. Τον καημένο. Δεν είπα πως είσαι λωποδύτης! Αστείο πράγμα! Με τον ιδρώτα του προσώπου σου βγάζει χρήματα. Θάρρος! Θάρρος! Ο καθηγητής ξεροκοκκίνησε, ξεροκατάπιε, ξερόβηξε. Και στο τέλος κατάφερε να πει:
-Μα..
-Σιλάνς!
-Παρεξηγείτε.
-Ποσώς! Ποσώς. Μον σερ αμί. Θα σας πληρώνω καλά για να μου υπενθυμίσετε τα γαλλικά. Αλλά δεν θα πείτε σε κανένα τίποτε.
-Γιατί;
-Έτσι.
-Μυστικά θα γίνεται το μάθημα;
-Μάλιστα.
-Μα γιατί;
-Διότι πτωχέ μου άνθρωπε, εγώ έχω πολλές σχέσεις με πρεσβείες. Και αν η αγγλική πρεσβεία μάθει ότι αγαπώ τόσο πολύ τα γαλλικά, μπορεί να παρεξηγήσει. Με καταλαμβάνεται; Γιατί να δυσαρεστήσω την Αγγλία;