Πέρσυ Σέλλεϋ ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

Πριν από 3.300 χρόνια, ο σπουδαιότερος Φαραώ στην ιστορία της Αιγύπτου, ο Ραμσής Β' παρήγγειλε ένα άγαλμα και το έστησε στην πόλη των Θηβών. Είχε ύψος είκοσι μέτρα και ζύγιζε χίλιους τόνους και στη βάση του έφερε την επιγραφή: «Είμαι ο Ούσερ-μα-Ρα, ο Βασιλεύς των Βασιλέων, Κυρίαρχος της Άνω και της Κάτω Αιγύπτου... Όποιος επιθυμεί να γνωρίσει το μεγαλείο μου, ας προσπαθήσει να υπερβεί όσα έπραξα».

Περίπου το 700 π.Χ ο Έλληνας περιηγητής Εκαταίος επισκέφθηκε την Αίγυπτο και έκανε μια περιγραφή του αγάλματος του Ραμσή, έκανε όμως λάθος στη μεταγραφή του ονόματος. Το Ούσερ-μα-Ρα έγινε Οζυμανδύας, μεταφέροντας την επιγραφή στη βάση του αγάλματος ως εξής: «Ο Βασιλεύς των Βασιλέων Οζυμανδύας είμαι εγώ. Όποιος επιθυμεί να γνωρίσει πόσο μεγάλος είμαι και πού κείτομαι, ας υπερβεί τις πράξεις μου, αν μπορεί».

Το 1818 ο λογοτέχνης-τραπεζίτης Οράτιος Σμιθ έγραψε: «Στην αμμώδη σιωπή της Αιγύπτου / στέκει γιγάντιο πόδι που σκορπίζει / τη μόνη σκιά που η έρημος γνωρίζει» και πρότεινε στο Πέρσυ Σέλλευ να γράψει κι εκείνος ένα σονέτο πάνω στο ίδιο θέμα. Κι ο Σέλλευ έγραψε το παρακάτω ποίημα:

Πέρσυ Σέλλεϋ

Οζυμανδίας


Συνάντησα έναν ταξιδιώτη από χώρα αρχαία.
Που μου διηγήθηκε: τεράστια, δίχως κορμό, δυό πόδια πέτρινα
ορθώνονται στην έρημο... Κοντά τους, μες στην άμμο
βυθισμένο, ένα θρυμματισμένο πρόσωπο· τα σκυθρωπά του
χείλη, πτυχωμένα σ' ένα χαμόγελο ψυχρής υπεροχής,
λένε ο γλύπτης τους πως διάβασε σωστά αυτά τα πάθη
που ακόμη ζούνε χαραγμένα στ' άψυχα ετούτα πράγματα
το χέρι που τα περιγέλασε και την καρδιά που τα 'θρεψε.

Και πάνω στο βάθρο, αυτές οι λέξεις αχνοφαίνονται:
«Οζυμανδίας τ' όνομά μου, ο Βασιλεύς των Βασιλέων,
κοιτάξτε τα έργα μου, ισχυροί, κι απελπιστείτε!»
Άλλο τίποτα δεν μένει. Γύρω από τη φθορά
των κολοσσιαίων ερειπίων, απέραντη, γυμνή,
μόνη η έρημος, κι επίπεδη, απλώνεται μακριά.

(το πρωτότυπο)
OZYMANDIAS

I met a traveller from an antique land,
Who said—“Two vast and trunkless legs of stone
Stand in the desert. . . . Near them, on the sand,
Half sunk a shattered visage lies, whose frown,
And wrinkled lip, and sneer of cold command,
Tell that its sculptor well those passions read
Which yet survive, stamped on these lifeless things,
The hand that mocked them, and the heart that fed;

And on the pedestal, these words appear:
“My name is Ozymandias, King of Kings;
Look on my Works, ye Mighty, and despair!”
Nothing beside remains. Round the decay
Of that colossal Wreck, boundless and bare
The lone and level sands stretch far away.