Σαίξπηρ ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ Ο μαύρος Οθέλλο είναι αξιωματικός του στρατού της Βενετίας ο οποίος παντρεύτηκε κρυφά την όμορφη Δυσδαιμόνα χωρίς τη συναίνεση του πατέρα της, Ο Ιάγος, ένας κακόβουλος στρατιώτης προσπαθεί να τον βλάψει με κάθε τρόπο. Κατορθώνει να δηλητηριάσει τη σχέση του πείθοντας τον ότι η γυναίκα του τον απατά. Ο Οθέλλο τρελλαμένος απο ζήλια σκοτώνει τη γυναίκα του κι αργότερα όταν αποκαλύπτεται η αλήθεια για την αθωότητα της αυτοκτονεί. |
---|
Ουίλλιαμ Σαίξπηρ
ΠΡΑΞΗ 4η ΣΚΗΝΗ ΒΜπαίνουν ο Οθέλλο και η Αιμιλία ΟΘΕΛΛΟ. Λοιπόν, δεν είδες τίποτε; ΑΙΜΙΛΙΑ. Ούτε άκουσα, ούτε είδα, ούτε τίποτε υποπτεύθηκα. ΟΘΕΛΛΟ. Ναι, όμως μαζί τους είδες, εκείνη και τον Κάσιο. ΑΙΜΙΛΙΑ. Αλλά κακό δεν είδα, και άκουσα κάθε συλλαβή και κάθε αναπνοή τους. ΟΘΕΛΛΟ. Κρυφά δεν εψιθύρισαν ποτέ; ΑΙΜΙΛΙΑ. Ποτέ αφέντη. ΟΘΕΛΛΟ. Και δεν σε έστειλαν ποτέ να απομακρυνθείς; ΑΙΜΙΛΙΑ. Ποτέ! ΟΘΕΛΛΟ. Να φέρεις τα γάντια της ή την βεντάλια ή κάτι άλλο; ΑΙΜΙΛΙΑ. Ποτέ, ποτέ! ΟΘΕΛΛΟ. Παράδοξο… ΑΙΜΙΛΙΑ. Αφέντη, πιστή είναι η γυναίκα σου, Την παίρνω στην ψυχή. Αν άλλο υποπτεύεσαι, βγάλτο απ’ το νου σου, άδικα κολάζεσαι. Αν στο έβαλε στο νου κανένας άνθρωπος κακός, κατάρα να τον βρει. Ναι η κατάρα που έδωσε ο πλάστης στο φίδι. Εάν τίμια και πιστή και αγνή δεν είναι εκείνη, τότε άνδρας ευτυχής στον κόσμο δεν υπάρχει, τότε κι η πλέον τίμια από όλες τις γυναίκες άτιμη είναι. ΟΘΕΛΛΟ. Πες της εδώ να έρθει.. Πήγαινε ευθύς (Βγαίνει η ΑΙΜΙΛΙΑ) ΟΘΕΛΛΟ. Είπα αρκετά, Αλλά όμως ποια μαυλίστρα δεν θα έλεγε τα ίδια, Ξέρει την δουλειά της, η πόρνη, τα αισχρά να τα κλειδομανταλώνει. Και κάνει τις μετάνοιες της και κάνει το σταυρό της. Την είδα να καμώνεται! (Επιστρέφει η ΑΙΜΙΛΙΑ με την ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ) ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ. Αφέντη μου τι με θέλεις; ΟΘΕΛΛΟ. Έλα εδώ αγάπη μου.. ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ. Ποιος είναι ο ορισμός σου ΟΘΕΛΛΟ. Γύρισε εδώ για να σε δω, στα μάτια κοίταξε με. ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ. Τι φρίκη σου ήρθε στο μυαλό; ΟΘΕΛΛΟ. (προς την Αιμιλία) Εσύ στη δουλειά σου, κλείσει την πόρτα και άσε μοναχό το ζευγάρι. Να βήξεις ή να κάνει χμ, αν δεις κανένα να έρχεται. Την τέχνη σου, την τέχνη σου, ακούς τι λέω, Φύγε (βγαίνει η Αιμιλία) ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ. Γονατιστή παρακαλάω, πες μου τι έχεις. Μια μανία εννοώ στα λόγια σου, αλλά και πάλι δεν καταλαβαίνω ΟΘΕΛΛΟ. Δεν μου λες, ποια είσαι εσύ; ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ. Αφέντη μου, η σύζυγός σου είμαι.. η σύζυγος σου η πιστή κι αφοσιωμένη.. ΟΘΕΛΛΟ. Έλα ορκίσου το λοιπόν, ορκίσου και κολάσου, μη γελαστούν οι δαίμονες, πως μοιάζεις στους αγγέλους, και να σ αρπάξουν απ’ την κόλαση. Ορκίσου να διπλοκολαστείς πως είσαι τιμημένη. ΔΥΣ, Ω το ξέρει ο Θεός! ΟΘΕΛΛΟ. Ναι το ξέρει ο Θεός, ότι είσαι σαν την Κόλαση, και άπιστη και ψεύτρα. ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ. Πως είμαι άπιστη; με ποιον είμαι άπιστη; Εγώ άπιστη; ΟΘΕΛΛΟ. Ο Δυσδαιμόνα, άφησε με, φύγε από μένα, φύγε (κλαίει) ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ. Αλλοίμονο! Ώρα κακή που είναι αυτή! Τι κάνεις; Μην είμαι εγώ η αφορμή για τα δάκρυα σου; Αν ίσως υποπτεύεσαι πως ο πατέρας μου έχει μετανιώσει, εγώ φταίω; ΟΘΕΛΛΟ. Αν την ψυχή μου δεν ήθελε ο ουρανός με βάσανα να δοκιμάσει, αν ήθελε να βρέξει στην γυμνή μου κεφαλή κάθε ντροπή και πίκρα, να με βυθίσει αν ήθελε στην φτώχεια ως τα χείλη, και εμένα και τις ελπίδες μου στην σκλαβιά να θάψει, κάπου στα βάθη της ψυχής μου, θα είχα που να βρω σταλαγματιές υπομονής. Αλλά να καταντήσω, τώρα εγώ (ω συμφορά) το ασάλευτο σημάδι, όπου η καταφρόνηση το χέρι θα σηκώνει για να δείχνει, με το δάχτυλο το αργοκίνητο.. Όμως το υπέφερα κι αυτό. Ας είναι, ναι ας είναι! Αλλά εκεί που έβαλα να τρέφεται η καρδιά μου, Εκεί από όπου προσδοκώ να ζω ή να πεθάνω Την βρύση όπου αναβλύζει το ρεύμα της ζωής μου Ή που στερεύει – από κει να με αποτινάξουν! Τη στέρνα να την έχω εγώ για βρωμοβάτραχους Εκεί να ζευγαρώνονται και να γεννοβολούμε ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ. Ελπίζω ο αφέντης μου για τίμια να με έχει.. ΟΘΕΛΛΟ. Ω ναι, σαν μύγα μακελειού στο καλοκαίρι μέσα Που μόνο με το φύσημα γκαστρώνεται.. Ω άνθος, Χαριτωμένο κι όμορφο και γλυκομυρωδάοτ, Τόσο που αν σε μυρίσει κανείς λιγοψυάει Ω να μην είχες γεννηθεί ποτέ-ποτέ ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ. Η μαύρη, τι κρίμα έχω κάνει χωρίς να το γνωρίζω; ΟΘΕΛΛΟ. Σε αυτό το κάτασπρο χαρτί, το όμορφο βιβλίο Πως γίνεται να έχει κανείς να γράψει: πόρνη! Τι κρίμα, έκανε, λέει, τι κρίμα! Δημοσία Θα μ άναβαν τα μάγουλα σαν φλογερά καμίνια Να κάψουν κάθε εντροπή και να την κάνουν στάχτη Αν είχα στόμα γι να πω τι έκανες! Τι κρίμα; Κρίμα που τα ρουθούνια ου ο ουρανός τα φράζει Και η Σελήνη κρύβεται, κι ο ασελγής αγέρας Που ότι συναντά φιλεί, εχώθει ντροπιασμένος Μέσα στα τάρταρα της γης, μη τύχει και ακούσει Τι κρίμα, λέει, έκαμε! Αναίσχυντη εσύ πόρνη! ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ. Μα το Θεό με αδικείς.. ΟΘΕΛΛΟ. Τι; Δεν είσαι εσύ πόρνη; ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ. Όχι, να μην σωθεί η ψυχή μου ΟΘΕΛΛΟ. Συμπάθησε με το λοιπόν, σε πήρα για εκείνη την παμπόνηρη γυναίκα από΄την Βενετία που του Οθέλλου έγινε γυναίκα. […] ΠΡΑΞΗ 5 ΣΚΗΝΗ 2 ΟΘΕΛΛΟ. Σταθείτε, πριν να φύγετε, θέλω να πω δυο λέξεις Είναι γνωστό πως δούλευα κι εγώ στο κράτος Ας είναι- σας παρακαλώ, στα γράμματά σας τώρα Που θα αναφέρεται αυτά τα θλιβερά μαντάτα Για μένα παρακαλώ να γράψετε όπως είμαι Τίποτε να μην μικρύνεται, και στην κακία Τίποτε να μην αποδώσετε. Να γράψετε για έναν Που αγάπησε πολύ, αν και όχι με γνώση Για έναν που εύκολα δεν ζήλευε, αλλά όμως Αφού έτυχε ν ανάψει, έφτασε ως το τέρμα. Για έναν που τυφλώθηκε και σαν τον Ιουδαίο Επέταξε από το χέρι του ένα μαργαριτάρι, Που άξιζε περισσότερο από όλη την φυλή του, Για έναν που τα μάτια του πεσμένα από την λύπη Αν κι ίσως ασυνήθιστα ως τώρα να βουρκώνουν Σταλάζουν δάκρυα πικρά, καθώς της Αραβίας Το δέντρο στάζει τον χυμό που τις πληγές γιατρεύει Αυτά να γράψετε αυτά, και να πείτε ακόμη Πως όταν μια φορά εις το Χαλέπι μέσα, Μου έτυχε ένας άπιστος σαρικωμένος Τούρκος, Κι εκχτύπησε ένα Βενετό και πρόσβαλε το κράτος, Απ τον λαιμό τον άρπαξα και βρωμισμένο σκύλο Και δες τε πως τον μαχαίρωσα, δες τα (Μαχαιρώνεται με δύναμη) … Προτού να σε φονεύσω, Σε φίλησα γυναίκα μου, θα σε ξαναφιλήσω Κι επάνω εις τα χείλη σου κι εγώ ας ξεψυχήσω. (Αφήνει την τελευταία του πνοή.) [….] |