ΠΟΥΣΚΙΝ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ ΥΠΟΘΕΣΗ Πρόκειται για ένα έμμετρο μυθιστόρημα το οποίο έχει γίνει όπερα και ταινία και εξιστορεί τη ζωή ενός γοητευτικού άντρα, τις σχέσεις του καθώς και το περιβάλλον γύρω από αυτόν.Η επαρχιοπούλαΤ ατιάνα, ερωτεύεται τον κοσμοπολίτη Ευγένιο Ονέγκιν, φίλο του αρραβωνιαστικού της αδελφής της και του στέλνει ερωτική επιστολή. Ο Ονέγκιν την απορρίπτει λέγοντας ότι δεν μπορεί να δεσμευτεί. Με υπαιτιότητα δικιά του ο Ονέγκιν μονομαχεί με τον φίλο του και τον σκοτώνει. Χρόνια μετά συναντάει την Τατιάνα και αντιλαμβάνεται πως ήταν πάντα ο μεγάλος έρωτας της ζωής του. Όμως είναι αργά. Η Τατιάνα έχει κάνει έναν συμβατικό γάμο, με έναν μεγαλύτερό της πρίγκιπα και δεν έχει κανένα σκοπό να χαλάσει την ζωή της για τον Ονέγκιν (παρά τα αισθήματα που ακόμη τρέφει γι αυτόν). . |
---|
ΠΟΥΣΚΙΝΕΥΓΕΝΙΟΣ ΟΝΕΓΚΙΝΟι πρώτες στροφές από μετάφραση Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ, εκδόσεις ΚαστανιώτηΟ θείος μου που σε τιμιότητα υπερέβαλλε, Όταν πραγματικά αρρώστησε, στη στιγμή Το σεβασμό στο πρόσωπό του επέβαλε. Και τίποτα πιο έξυπνο δεν μπορούσε να σκεφτεί. Το παράδειγμά του ήταν για τους άλλους σοφία, Αλλά, Θεέ μου, τι ανία Μ’ έναν άρρωστο να κάθεσαι νύχτα μέρα Και ούτε βήμα να μην κάνεις παραπέρα! Τι εξευτελιστικά ποταπό! Έναν μισοπεθαμένο να διασκεδάζεις, Τα μαξιλάρια του να σιάζεις, Με ύφος πένθιμο να φέρνεις το ζωμό, Ν’ αναστενάζεις και μέσα σου να λες: «Πότε πια θα σε πάρει ο διάβολος, μωρέ! Δύο αποσπάσματα από μετάφραση του Νίκου Παπακωνσταντίνου Εκδόσεις Δωδώνη Κι’ όταν μ’ ελπίδες έφτασε κι’ η νιότη – καθώς ο χρόνος γρήγορα τραβά – κι’ ακούστηκαν οι στεναγμοί του οι πρώτοι και διώξαν απ’ το σπίτι τον Αββά, νάσου ο Ευγένιος λευτερωμένος, στην τελευταία μόδα ξυρισμένος· Άγγλος στο ντύσιμο, Dandy σωστός και σ’ όλα του ευγενής και λατρευτός. Έγραφε γαλλικά και τα μιλούσε κι’ ήταν συζητητής περηφανής· χόρευε τη μαζούρκα όσο κανείς, μ’ αιθέριες υποκλίσεις χαιρετούσε, κι’ έκριν’ ο κόσμος όλος πως αυτός, φρόνιμος ήτανε κι’ αγαπητός. Τι πρώιμα που σπούδασε με χάρη να υποκρίνεται τον ευπειθή, τον άπελπι, το γόη, το ζηλιάρη, δύστροπο, σκυθρωπό και συμπαθή, δείχνοντας άλλοτε αδιαφορία κι’ άλλοτ’ ευμένεια κι’ αλαζονεία... Παθιάρικα πως ήταν σιωπηλός ή ρήτορας του έρωτα τρελός μα κι’ αφελής στα ρωτογράμματά του! Κι’ ως είχε μιαν αγάπη, μια πνοή, την ίδια του λησμόναγε ζωή! Και τί γοργόφτερα τα βλέμματά του, δειλάκι’ αυθάδικα και φλογερά και με τα δάκρυά του αστραφτερά. (απόσπασμα από το γράμμα της Τατιάνας, από την έκδοση Καστανιώτη) Γιατί όμως να ’ρθείτε ως εμάς; Στο ξεχασμένο μας χωριό, στο ερημητήριο Εγώ δε θα είχα γνωρίσει ποτέ εσάς, Δε θα ’χα γνωρίσει τέτοιο πικρό μαρτύριο. Μιας άδολης ψνχής το βασανιστήριο, Ποιος ξέρει, θα είχε πάψει κάποια μέρα, Κάποιον άλλο φίλο της καρδιάς θα είχα βρει, Θα ’μουνα σύζυγος πιστή Και εξαίρετη μητέρα. Άλλον!... Σε κανένα στον κόσμο αυτό Δε θα ’δινα γω την καρδιά μου! Ή αποφασίστηκε σε δικαστήριο στον ουρανό... Ή ήταν θέλημα Θεού: Είμαι δικιά σου· Όλη μου η ζωή ήταν μια εγγύηση, μια προκαταβολή Για να σε συναντήσω κάποτε, κοντά σου να βρεθώ· Το ξέρω, ο Θεός σ’ έστειλε κάποια στιγμή, Φύλακάς μου εσύ ως τον τάφο τον πικρό... Στα όνειρά μου η μορφή σου εμφανιζόταν Ποτέ δε σ’ είχα δει και όμως σ’ αγαπούσα, Η εξαίσιά σου ματιά με τυραννούσε Κι η φωνή σου μες στην ψυχή μου αντηχούσε. Πάει καιρός... Όχι, δεν ήταν όνειρο αυτό! Μόλις μπήκες, αμέσως σ’ αναγνώρισα, Άναψα ολόκληρη, κοκάλωσα Και μέσα μου είπα: είν’ αυτός! Αλήθεια δεν είναι; Σ’ άκουγα: Εσύ δε μου μιλούσες μες στη σιωπή |