Νίτσε

ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

Νίτσε

Η θεωρία του σκοπού της ζωής

«Τι είναι να ζεις»:
Πάντα βρίσκω όλους τους ανθρώπους, όπως κι αν τους κοιτάζω, με καλοσύνη ή κακία, να φροντίζουν για ένα πράγμα: Πως να εξυπηρετήσουν τη συντήρηση του είδους. Και φροντίζουν γι’ αυτό, όχι από αγάπη για το είδος, αλλά γιατί δεν υπάρχει μέσα τους τίποτα παλιότερο, δυνατότερο, ανέλεγκτο και πιο ακατανόητο από αυτό το ένστικτο, γιατί είναι αλήθεια πως το ένστικτο αυτό, είναι στην κυριολεξία η ουσία του είδους μας, η ουσία του κοπαδιού μας.
Παρ’ όλο που τα καταφέρνουμε αρκετά γρήγορα μπορώ να πω, με τη συνηθισμένη φυσικά μυωπία μας, να ξεχωρίζουμε από απόσταση πέντε βημάτων τους ομοίους μας, σε χρήσιμους και σε άχρηστους, σε καλούς και σε κακούς ανθρώπους, ωστόσο αν καθίσουμε και τα βάλουμε κάτω και κάνουμε έναν απολογισμό και σκεφτούμε το γενικό σύνολο αυτού του ξεχωρίσματος, καταλήγουμε σε μια φοβερή δυσπιστία.
Δεν μας ικανοποιεί το ξεχώρισμα, δεν είμαστε σίγουροι και στο τέλος τα παρατάμε. Στο κάτω κάτω της γραφής, ίσως ο πιο άχρηστος, ο πιο βλαβερός άνθρωπος να είναι ο πιο χρήσιμος για τη συντήρηση του είδους. Γιατί ο άνθρωπος αυτός -ο βλαβερός- συντηρεί στον εαυτό του ή στους άλλους ανθρώπους, διάφορα ένστικτα που χωρίς αυτά η ανθρωπότητα θα είχε εδώ και πολύ καιρό αποχαυνωθεί και διαφθαρεί.

Κάθε άνθρωπος με το να κάνει το καλό η το κακό, εξασκεί τη δύναμη του σε άλλους… και δεν ζητά τίποτε περισσότερο. Κάνοντας το κακό, εξασκείς τη δύναμη σου σ’ όλους εκείνους που είσαι αναγκασμένος να τους κάνεις να την νοιώσουν, να την αισθανθούν, γιατί το κακό, ο πόνος δηλαδή, για τον σκοπό αυτό, είναι ένα μέσο περισσότερο αισθητό από την ηδονή.

Ο πόνος πάντοτε ζητά να μάθει την αιτία του, ενώ η ηδονή έχει την τάση να κλείνεται στον εαυτό της και να μην γυρίζει να κοιτάξει προς τα πίσω. Κάνοντας το καλό ή με το να επιθυμούμε το καλό των άλλων, εξασκούμε τη δύναμη μας σε όλους εκείνους που, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, εξαρτώνται κιόλας από μας (δηλ. που έχουν συνηθίσει να μας σκέπτονται σαν αιτία τους).

Προσπαθούμε να αυξήσουμε την δύναμη τους γιατί έτσι μεγαλώνουμε και τη δική μας δύναμη ή θέλουμε να τους αποδείξουμε πόσο κερδισμένοι είναι που βρίσκονται στην εξουσία μας. Έτσι θα τους ικανοποιεί περισσότερο η κατάσταση τους, θα κάνουν εχθρούς, τους εχθρούς της δικής μας δύναμης και θα είναι περισσότερο έτοιμοι να τους πολεμήσουν.

Το γεγονός ότι κάνουμε θυσίες για το καλό ή το κακό ακόμα κι αν παίζουμε κορώνα – γράμματα τη ζωή μας, όπως ο μάρτυρας κάνει θυσία για το πιστεύω του, για την εκκλησία του και τότε πάλι κάνουμε θυσίες για την ανάγκη μας για δύναμη ή για να διατηρήσουμε το συναίσθημα της δύναμης μας. Αν συλλαμβάναμε σε όλη του την έκταση το “κατέχω την αλήθεια”, πόσα και πόσα αγαθά δεν θα αφήναμε στην άκρη για να διατηρήσουμε το συναίσθημα αυτό!

Πόσα και πόσα πράγματα δεν θα ρίχνουμε στο “ποτάμι” για να μπορέσουμε να σταθούμε στην επιφάνεια, να σταθούμε δηλαδή πάνω απ’ όλους εκείνους που στερούνται την αλήθεια. Βέβαια, είναι πολύ σπάνιο η κακή πράξη, να είναι το ίδιο ευχάριστη με κείνη την πράξη του καλού. Αυτό είναι ένα δείγμα που φανερώνει πως μας λείπει ακόμα δύναμη ή που εκδηλώνει το πείσμα μας γι αυτή τη φτώχεια.

Είναι ο προάγγελος για νέους κινδύνους ή για νέες αβεβαιότητες στο κεφάλαιο της δύναμης που διαθέτουμε. Είναι ο προάγγελος του ορίζοντα μας που τον σκεπάζουν προοπτικές εκδίκησης, τιμωρίας, αποτυχίας, εμπαιγμού.

Μονάχα οι πιο ευέξαπτοι άνθρωποι, οι πιο άπληστοι για το αίσθημα της δύναμης, μπορούν να νοιώσουν κάποια ευχαρίστηση όταν αποτυπώνουν την σφραγίδα της κυριαρχίας τους σ ένα δύστροπο άνθρωπο. Το ίδιο συμβαίνει και με κείνους που βλέπουν μόνο ανία και βάρος στο αντίκρισμα ενός πλάσματος που έχει πλέον υποδουλωθεί που έγινε, δηλαδή, αντικείμενο καλοσύνης.
Πρέπει να ξέρουμε τι “καρυκεύματα” μας αρέσει να βάζουμε στη ζωή μας;
Πρέπει να ξέρουμε, αν θέλουμε το αργό ή το απότομο μεγάλωμα της δύναμης μας;
Το σίγουρο ή το επικίνδυνο και παράτολμο;
Είναι πλέον ζήτημα γούστου.
Γυρεύουμε το ένα ή το άλλο καρύκευμα, ανάλογα με την κλίση της ιδιοσυγκρασίας μας.
Για τις αγέρωχες φύσεις, η εύκολη λεία είναι κάτι το ευκαταφρόνητο.