Τόμας Χάξλεϋ

ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

Το μυθιστόρημα μας μεταφέρει στο Παγκόσμιο Κράτος, εν έτει 2540 μ.Χ., όπου οι άνθρωποι αναπαράγονται τεχνητά και μαζικά σε κρατικά κέντρα επωάσεως. Χωρίζονται από τη στιγμή της γονιμοποίησης σε τάξεις ανάλογα με τον τελικό κοινωνικό και επαγγελματικό προορισμό τους. Οι 3 κατώτερες τάξεις θα χρησιμοποιηθούν ως εργάτες σε εργοστάσια. Ο Θαυμαστός καινούριος κόσμος είναι μια εφιαλτική, προφητική ενατένιση ενός τέλειου τεχνοκρατικά πολιτισμού που βασίζεται στον φυσικό και ψυχολογικό καταναγκασμό.

Τόμας Χάξλεϋ

Θαυμαστός καινούργιος κόσμος

αποσπάσματα

Η αρχή του μυθιστορήματος
Το κτήριο: γκρίζο, τετράγωνο, τριάντα τέσσερα ολόκληρα πατώματα. Και στην είσοδο η επιγραφή:

ΚΕΝΤΡΟ ΕΠΩΑΣΗΣ ΚΑΙ ΠΛΗΘΥΣΜΙΑΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ ΚΕΝΤΡΙΚΟΥ ΛΟΝΔΙΝΟΥ.

Στον θυρεό το έμβλημα τού Παγκόσμιου Κράτους:

ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ, ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ. ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑ.

Η πελώρια αίθουσα, στο ισόγειο, έβλεπε κατά τον Βορρά. Έξω ήταν καλοκαίρι. Μέσα στην αίθουσα η θερμοκρασία ήταν τροπική. Κι όμως, τι χειμώνας γύρω! Τι παγωνιά! Μια ηλιαχτίδα που ταξίδευε, απ’ το μεγάλο παράθυρο, μάταια έψαχνε να βρει κάποια επιφάνεια που να τήν σκεπάζει κανένα βαρύ, σπλαχνικό υφαντό. Κάποιο ρίγος πνευματικότητας σ’ ένα αχνό σχήμα.

Όλα γύρω, χειμωνιά στη χειμωνιά. Τζάμι και νίκελ, και η ζοφερά γυαλισμένη πορσελάνη των επιστημονικών εργαστηρίων. Άσπρες οι φόρμες των εργαζομένων, και τα χέρια τους ντυμένα με γάντια από καουτσούκ στο χρώμα των πτωμάτων. Φάντασμα το φως, παγωμένο λείψανο. Μόνο από τους μπρούντζινους σωλήνες των μικροσκοπίων δανειζότανε μια ουσία κάπως πλούσια και ζωντανή. Κάτω από κάθε φακό, σαν μικρά, ορεκτικά κομμάτια κασέρι, ήταν τα λήμματα, σ’ ατέλειωτες σειρές, παρατεταγμένα πάνω στα εργαστηριακά τραπέζια.

«Κι αυτός», είπε ο Διευθυντής ανοίγοντας την πόρτα, «είναι ο Θάλαμος Γονιμοποίησης».

Την ώρα που ο Διευθυντής Επωαστηρίων και Πληθυσμιακού Προγραμματισμού μπήκε στον θάλαμο, τριακόσιοι Γονιμοποιοί, σκυμμένοι πάνω στα όργανα τής εργασίας τους, ήταν βυθισμένοι στη δουλειά τους, μέσα σε μια αποπνικτική, σχεδόν, σιγή, τη σιγή τής απόλυτης προσήλωσης, που την διέκοπτε μόνον κάποιος ψίθυρος, ή έστω κι ένα μικρό μηχανικό σύριγμα. Μια ομάδα από νέους φοιτητές που μόλις είχαν φτάσει στο Κέντρο, νεαρά ροδομάγουλα ξεπεταρούδια, ακολουθούσαν τον Διευθυντή κατά πόδας, σχεδόν, σαν αυτόματα. Ο καθένας τους κρατούσε ένα σημειωματάριο όπου σημείωνε, με βιάση, τα όσα έλεγε ο διαπρεπέστατος άνδρας. Ναι, είχαν το προνόμιο να αντλούν τη γνώση από την πηγή. Και τί προνόμιο! Ο Διευθυντής Επωαστηρίων και Πληθυσμιακού Προγραμματισμού τού Κεντρικού Λονδίνου πάντοτε φρόντιζε να οδηγεί προσωπικά τους νέους φοιτητές στην πρώτη επίσκεψη των διαφόρων τμημάτων.

[…]

Ώστε το έχετε διαβάσει και σεις;», ρώτησε ο Άγριος και η μορφή του φωτίστηκε με μια ξαφνική ευφορία, «Είχα την εντύπωση πως κανείς δεν έχει διαβάσει Σαίξπηρ στην Αγγλία».

-Σχεδόν , κανείς . Είμαι ένας από τους λίγους, τους ελάχιστους. Αυτά τα βιβλία είναι απαγορευμένα πλέον, αλλά, εφ' όσον φτιάχνω εγώ τους νόμους, μπορώ και να τους παραβαίνω». Και μάλιστα με απόλυτη ατιμωρησία, κύριε Μαρξ», πρόσθεσε γυρίζοντας στον Μπέρναρντ, «Πράγμα το οποίον, φοβούμαι, σεις δεν δικαιούσθε να πράττετε». Ο Μπέρναρντ ζάρωσε στα τρίσβαθα μιας απέραντης δυστυχίας.



«Γιατί να είναι απαγορευμένα;», ρώτησε ο Άγριος. Ήταν τόσο ενθουσιασμένος που, επιτέλους, συναντούσε κάποιον που είχε διαβάσει Σαίξπηρ, ώστε, για την ώρα, είχε ξεχάσει καθετί άλλο. Ο Μουσταφά σήκωσε τους ώμους:

«Η κυριότερη αιτία είναι πως πρόκειται για ένα έργο πεπαλαιωμένο», εί πε, «Καθετί παλιό μας είναι άχρηστο»,

«Ακόμα κι αν είναι ωραίο;»,

«Ιδίως αν είναι ωραίο. Η ομορφιά είναι ελκυστική, κι εμείς δεν θέλουμε να προσελκύονται οι πολίτες από τα παλιά πράγματα. Θέλουμε να τους αρέσουν τα καινούργια»,

«Μα τα καινούργια είναι ηλίθια και φρικτά. Να, σε κείνες τις ταινίες δεν βλέπει κανείς παρά κάτι ελικόπτερα που πηγαινοέρχονται, και είναι υποχρεωμένος να συμμερίζεται, συλλογικά, τις αισθήσεις δυο ανθρώπων που φιλιούνται». Έκανε έναν μορφασμό αηδίας, «Σαν τα γίδια, σαν τις μαϊμούδες!».

Πάλι ανακάλυψε πως μόνον στα λόγια του Οθέλλου έβρισκε ένα πρόσφορο όχημα για να εκφράσει την αηδία και το μίσος του.

Κι όμως είναι πολύ συμπαθητικά εξημερωμένα ζώα» ψιθύρισε ο Άρχοντας.

«Τότε γιατί δεν τους παρουσιάζεται Οθέλλο, αντί γι' αυτές τις ταινίες;».

«Μα σας εξήγησα. Πρόκειται για έργο παλαιό, και, μεταξύ μας, δεν θα το καταλάβαιναν».



Ναι, ίσως να είχε δίκιο, δεν θα το καταλάβαιναν. Θυμήθηκε πως είχε σκάσει στα γέλια ο Χέλμχολτς, με τον Ρωμαίο και την Ιουλιέττα. «Τότε», είπε, ύστερα από μια μικρή σιωπή, «γιατί δεν τους δίνετε κάτι καινούργιο σαν τον Οθέλλο που να μπορούν να καταλάβουν;». Αυτό είναι που όλοι μας θα θέλαμε να γράψουμε», είπε ο Χέλμχολτς, που ως τώρα είχε μείνει σιωπηλός. «Κι αυτό είναι που ποτέ, δεν θα γράψετε», είπε ο Άρχοντας.

«Πρώτον, γιατί αν ήταν κάτι σαν τον Οθέλλο, κανείς δεν θα το καταλάβαινε, όσο καινούριο κι αν ήταν. Και δεύτερον, αν ήταν καινούργιο δεν θα έμοιαζε καθόλου στον Οθέλλο». Γιατί όχι; ρώτησε ο 'Αγριος.

«Γιατί όχι;», ρώτησε και ο Χέλμχολτς. Είχε αρχίσει κι αυτός να ξεχνάει τη δυσάρεστη θέση στην οποία είχαν περιέλθει. Μονάχα ο Μπέρναρντ το θυμότανε, καταπράσινος, πάντα, από φόβο και ανησυχία.

«Γιατί όχι», επέμεινε ο Χέλμχολτς.

Γιατί ο κόσμος μας δεν είναι ίδιος με τον κόσμο του Οθέλλου. Δεν μπορεί κανείς να φτιάξει αυτοκίνητα χωρίς χάλυβα, και δεν μπορείς να φτιάξεις τραγωδίες χωρίς κοινωνική αστάθεια. Σήμερα, ο κόσμος μας είναι ευσταθής. Οι άνθρωποι είναι ευτυχείς. Έχουν ό,τι θέλουν, και ποτέ δεν επιθυμούν ό,τι δεν έχουν. Έχουν σταθερή ευμάρεια, ασφάλεια, υγεία, δεν φοβούνται τον θάνατο, δεν γνωρίζουν τι είναι τα πάθη, ή τα γηρατειά, δεν τους πρήζουν μαμάδες και μπαμπάδες, δεν έχουν συζύγους, και παιδιά, ή έρωτες που να τους συγκινούν, κι είναι έτσι προκαλλιεργημένοι, ώστε να μπορούν μονάχα να συμπεριφέρονται όπως διδάχθηκαν να συμπεριφέρονται. Κι αν κάτι δεν πάει καλά, υπάρχουν κι οι ταμπλέτες " σόμα" . Και σεις, κύριε Άγριε, πετάτε τούς τες τις ταμπλέτες, από το παράθυρο, στο όνομα της ελευθερίας. Ελευθερία!», Έσκασε στα γέλια. «Φαντάζεσθε ότι οι πολίτες τύπου Δέλτα ξέρουν τι είναι ελευθερία: Και περιμένετε από αυτούς να καταλαβαίνουν τον Οθέλλο. Ε, δεν είμαστε καλά!»,

Ο Τζων έμεινε για λίγο σιωπηλός.

«Κι όμως», είπε μ' ένα κρυφό πείσμα, «ο Οθέλλος είναι κάτι καλό, κάτι καλύτερο απ' αυτές τις αισθησιοταινίες».

«Και βέβαια είναι», συμφώνησε ο Αρχοντας, «αλλά, αυτό είναι το τίμημα που πληρώνουμε για κάθε σταθερότητα. Πρέπει να επιλέξει κανείς ανάμεσα στην ευτυχία και σ' αυτό που μερικοί αποκαλούν υψηλή τέχνη. Εμείς θσιά σαμε την υψηλή τέχνη, και στη θέση της βάλαμε τις αισθησιοταινίες και τα αρωματόργανα».

Μα δεν έχουν καμιά έννοια».

«Ενέχουν τη δική τους έννοια. Συνεπάγονται μια διαδοχή από ευχάριστα συναισθήματα για το ακροατήριο».