Μωπασσάν
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
|
Μωπασσάν
ΤΟ ΒΑΡΕΛΑΚΙ
Ο κυρ-Σίκο, ο πανδοχέας της Επρεβίλ, σταμάτησε την άμαξα του μπροστά στην αγροικία της κυρά-Μαλιουάρ. Ήταν ένα σαραντάρης μεγαλόσωμος λεβεντάθρωπος, κόκκινος και κοιλαράς που περνιόταν για πονηρός. Έδεσε το άλογο του στο δοκάρι του φράχτη και μπήκε στην αυλή. Είχε ένα χτήμα που συνόρευε με τα χωράφια της γριάς και που τα ορεγόταν καιρό τώρα.
Είκοσι φορές είχε επιχειρήσει να τα αγοράσει μα η κυρά-Μαλιουάρ αρνιόταν πεισματικά.
«Εδώ γεννήθηκα, εδώ και θα πεθάνω», έλεγε.
Τη βρήκε να καθαρίζει πατάτες μπροστά στην πόρτα της. Ήταν εβδομήντα δύο χρονών, στεγνή, ρυτιδιασμένη, κυρτωμένη αλλά ακούραστη σαν κοπέλα. Ο Σικό τη χτύπησε φιλικά στην πλάτη και κάθισε πλάι της σ ένα σκαμνί.
-Λοιπόν γιαγιά, από υγεία καλά πάμε;
-Ας τα λέμε καλά, κι εσύ κυρ-Προσπέ;
-Ε, κάποιοι πόνοι, χωρίς δαύτους θα ήμουνα περίφημα.
-Ας είναι, τόσο το καλύτερο!
Και μετά δεν είπε τίποτε άλλο. Ο Σικό την κοίταζε να κάνει τη δουλειά της. Τα γαμψά, ροζιασμένα της δάχτυλα, σκληρά σαν δαγκάνες καβουριού, άρπαζαν σαν τσιμπίδες τους γκριζωπούς κονδύλους από ένα καλάθι και τους περιέστρεφε ζωηρά στα χέρια της, αφαιρώντας μακριά λουρίδες
φλούδας με τη λεπίδα ενός παλιού μαχαιριού. Κι όταν η πατάτα είχε καθαριστεί, την έριχνε σε ένα κουβά με νερό. Τρεις ξεθαρρεμένες κότες πλησίαζαν, η μια μετά την άλλη, μέχρι τις φούστες της για να μαζέψουν τα φλούδια κι ύστερα το βάζανε στα πόδια με την λεία στο στόμα.
Ο Σικό έδειχνε αμήχανος, διστακτικός, ανήσυχος, κάτι ήθελε να πει και δεν τα κατάφερνε. Στο τέλος το αποφάσισε:
-Το λοιπόν, δεν μου λες κυρα-Μαλιουάρ
-Τι μπορώ να κάνω δια λόγου σου;
-Αυτό το αγρόκτημα, επιμένεις πάντα να μην θέλεις να μου το πουλήσεις;
-Όχι, μην υπολογίζεις σε αυτό καθόλου, τα είπαμε τα ξανάπαμε, μην επανέρχεσαι.
-Είναι που έχω βρει μια λύση που θα βόλευε και τους δυο μας.
-Τι λύση;
-Άκουσε με, μου το πουλάς κι ωστόσο το κρατάς εσύ. Με εννοείς; πρόσεξε τι σου λέω!
Η γριά σταμάτησε να ξεφλουδίζει τις πατάτες και στύλωσε πάνω του τα ζωηρά της μάτια με τα ζαρωμένα τους βλέφαρα.
Εκείνος συνέχισε:
-Εξηγούμαι. Κάθε μήνα θα σου δίνω εκατόν πενήντα φράγκα, ακούς καλά; Κάθε μήνα θα σου φέρνω εδώ τριάντα ασημένια τάληρα. Και να ξέρεις, δεν αλλάζει τίποτε για σένα, απολύτως τίποτε. Εσύ απλά τσεπώνεις τα χρήματα σου, σε βολεύει έτσι;
Την κοιτούσε με χαρωπό, κεφάτο ύφος.
Η γριά τον έκοβε καχύποπτα, ψάχνοντας να βρει την παγίδα. Ρώτησε:
-Αυτά για μένα.. αλλά εσύ τι θα κερδίσεις.. το αγρόκτημα αυτό δεν σου το δίνω με τίποτε.
Ο πανδοχέας αποκρίθηκε:
-Μη χολοσκάς για αυτό. Μείνε όσο ο μεγαλοδύναμος σε αφήσει να ζήσεις. Είσαι στο σπίτι σου. Απλώς θα μου κάνεις ένα μικρό χαρτί στον
συμβολαιογράφο ώστε μετά από σένα να έρθει σε μένα. Παιδιά δεν έχεις, μόνο κάτι ανίψια που δεν συμπαθείς καθόλου. Σε βολεύει αυτό, έτσι δεν είναι; Κρατάς το βιος σου για όλη σου την ζωή και εγώ σου δίνω τριάντα τάληρα το μήνα, καθαρό κέρδος για σένα.
Η γριά παρέμενε ξαφνιασμένη, ανήσυχη έχοντας ωστόσο μπει σε πειρασμό. Είπε:
-Δε λέω δα και όχι. Μόνο που θέλω να το σκεφτώ για να πάρω την απόφαση. Έλα να τα ξαναπούμε στα μέσα της επόμενης εβδομάδας, θα σου έχω τότε την απάντησή μου.
Ο Σικό σηκώθηκε και έφυγε ευχαριστημένος, σαν βασιλιάς που μόλις κατέκτησε μια αυτοκρατορία. Η κυρά-Μαλιουάρ απέμεινε συλλογισμένη. Δεν έκλεισε μάτι εκείνη την νύχτα, για τέσσερις μέρες βρέθηκε σε μεγάλο αναβρασμό. Φοβόταν για κάτι κακό σε όλα αυτά όμως η σκέψη των τριάντα τάληρων κάθε μήνα, αυτού του ιερού χρήματος που θα της ερχόταν ουρανοκατέβατα την έκανε να λιώνει από λαχτάρα.
Πήγε λοιπόν και βρήκε τον συμβολαιογράφος και του αφηγήθηκε τα καθέκαστα. Αυτός την συμβούλεψε να δεχτεί την πρόταση του Σικό αλλά να του ζητήσει 50 ασημένια τάληρα αντί για 30, αφού το αγρόκτημα της άξιζε το λιγότερο 60.000 φράγκα. «Αν ζήσεις 15 χρόνια θα του έχει στοιχίσει μόνο 45.000, πάλι κερδισμένος θα είναι» της είπε.
Η γριά αναρίγησε στη σκέψη αυτών των πενήντα τάληρων το μήνα όμως ακόμη δυσπιστούσε επειδή φοβόταν χίλια δυο απρόβλεπτες καταστάσεις και κάποια κρυμμένη πονηριά. Έμεινε ως το βράδυ στο συμβολαιογραφείο κάνοντας ερωτήσεις και αδυνατώντας να πάρει μια απόφαση. Τελικά παράγγειλε να της ετοιμάσουν το συμφωνητικό και επέστρεψε ταραγμένη στο σπίτι όπου ήπιε 4 ποτήρια μηλίτη για να συνέλθει.
Όταν την συμφωνημένη ημέρα ήρθε ο Σικό για να πάρει την απάντηση, τον άφησε για πολύ ώρα να παρακαλάει, δηλώνοντας του πως δεν ενδιαφέρεται
ενώ μέσα της την έτρωγε ο φόβος και η αγωνία αν θα της δώσει τα 50 τάληρα. Τελικά και καθώς εκείνος επέμενε, του εξέθεσε τις αξιώσεις της. Ο Σικό αναπήδησε απογοητευμένος και αρνήθηκε. Τότε για να τον πείσει ξεκίνησε να επιχειρηματολογεί πάνω στην πιθανή διάρκεια της ζωής της
-Δεν μου απομένουν περισσότερα από 5-6 χρόνια ζωής, είμαι ήδη 73 και όχι τόσο θαλερή πια. Τις προάλλες νόμισα πως θα πέθαινα. Θαρρούσα πως είχε αδειάσει το κορμί μου και χρειάστηκε να με μεταφέρουν στο κρεβάτι.
Όμως τον Σικό δεν τον τύλιγες εύκολα.
-Ας τα αυτά παμπόνηρη, είσαι γερή σαν το καμπαναριό της εκκλησίας, θα φτάσεις τουλάχιστον τα 110, εσύ θα με θάψεις, να είσαι βέβαιη.
Ολόκληρη η μέρα χάθηκε σε τέτοιες συζητήσεις, και καθώς η γριά δεν υποχωρούσε, ο πανδοχέας αναγκάστηκε να δεχτεί τελικά τα 50 τάληρα. Υπογράψανε το συμφωνητικό την επομένη με την κυρά-Μαλιουάρ να ζητάει ακόμη 10 τάληρα για ρεγάλο.
Τρία χρόνια περάσανε και η κυρά-Μαλιού ήταν μια χαρά. Έμοιζα να μην έχει γεράσει ούτε μία μέρα κι ο Σισό απελπιζόταν. Του φαινόταν πως πλήρωνε αυτό το ποσό εδώ και μισό αιώνα, πως τον είχαν ξεγελάσει, τον είχαν κλέψει και καταστρέψει. Από καιρό σε καιρό επισκεπτόταν την τσιφλικού όπως πάμε τον Ιούλιο στα χωράφια για να δουν αν ωρίμασαν τα στάχυα. Εκείνη τον δεχόταν με μεγάλη πονηριά στο βλέμμα. Θα έλεγε κανείς πως χαιρόταν που του την είχε φέρει, αυτός ξανανέβαινε στην άμαξά του μουρμουρίζοντας:
«Δεν λέει να ψοφήσει η παλιοκαρακάξα»
Δεν ήξερε τι να κάνει, του ερχόταν να την πνίξει όταν την έβλεπε. Την μισούσε με ένα άγριο, ύπουλο μίσος, το μίσος του χωριάτη που τον είχαν κοροϊδέψει. Έψαχνε λοιπόν για κάποιο κόλπο.
Τελικά μια μέρα ξανάρθε να την βρει τρίβοντας τα χέρια του, όπως την πρώτη φορά που της είχε προτείνει τη συναλλαγή. Κι αφού κουβέντιασαν για λίγο της είπε:
-Για πες μου καλή γιαγιά, γιατί δεν περνάς από το σπίτι μου για φαγητό όταν έρχεσαι στην Επρεβίλ; Όλοι έχουνε να το λένε πως τάχατες πως δεν είμαστε φίλοι κι αυτό με στεναχωρεί. Το ξέρεις πως δεν θα πληρώσεις τίποτα, δεν θα τσιγκουνευτώ εγώ ένα τραπέζι. Όσο το λέει η καρδιά σου να έρχεσαι ελεύθερα, σαν το σπίτι σου, χαρά μου θα είναι.
Η κυρά-Μαλιούρ δεν περίμενε να της το πουν δυο φορές και την μεθεπόμενη καθώς πήγαινε στο παζάρι με τη σούστα της την οποία οδηγούσε ο υπηρέτης της, ζήτησε να πάνε στο σπίτι του κυρ-Σικό όπου απαίτησε το γεύμα που της είχα ταγμένο.
Ενθουσιασμένος ο πανδοχέας την φέρθηκε σαν μεγάλη κυρία. Της σέρβιρε κοτόπουλο, λουκάνικο, σπληνάντερο, μπουτάκι αρνίσιο και λαρδί με λαχανικά. Όμως αυτή δεν έβαλε μπουκιά στο στόμα της, λιτοδίαιτη καθώς ήταν από παιδί, έφαγε μόνο λίγη σούπα και ψωμί αλειμμένο με βούτυρο. Ο Σικό την ζόρισε να φάει περισσότερο αλλά εκείνη αρνήθηκε. Του αρνήθηκε και τον καφέ και τότε εκείνος τη ρώτησε:
-Ε τουλάχιστον ένα ποτηράκι θα το πιείς, έτσι;
-Ε ναι, όσο για αυτό, δεν λέω όχι.
Κι εκείνος φώναξε δυνατά να τους φέρουν το καλύτερο, το πιο δυνατό πορτό. Η καλή μας η γυναίκα ξεκίνησε να το πινει με μικρές γουλιές παρατείνοντας την απόλαυση της.
Όταν άδειασε το ποτήρι, το άφησε κάτω και δήλωσε:
-Αυτό είναι ποτό.
Δεν είχε προλάβει να αποσώσει την πρότασή της και ο Σικό της είχε βάλει ένα δεύτερο ποτήρι. Πήγε αρχικά να αρνηθεί αλλά τελικά ενέδωσε και το ήπιε κι
αυτό σιγά-σιγά απολαμβάνοντας το. Της έβαλε και τρίτο ποτήρι κι εκείνη αρνήθηκε, ο Σικό επέμεινε:
-Είναι σαν να πίνεις γαλατάκι, εγώ πίνω δέκα, δώδεκα ποτήρια την ημέρα και δεν με πειράζει, κατεβαίνει σαν ζάχαρη. Τίποτε στην κοιλιά, τίποτε στο κεφάλι. Εκείνη το είχε πολύ όρεξη και υποχώρησε, ήπιε το μισό τούτη τη φορά.
Ο Σικό σε μια έξαρση γενναιοδωρίας φώναξε:
-Στάσου, αφού σου αρέσει τός, θα σου δώσω ένα βαρελάκι, μόνο και μόνο για να σου δείξω πως έιμαστε πάντο δύο καρδιακοί φίλοι.
Η καλή γυναίκα δεν είπε όχι κι έφυγε ζαλισμένη και χαρούμενη. Την επομένη ο πανδοχέας μπήκε στην αυλή της γυναίκας κρατώντας ένα βαρελάκι με ποτό. Την έβαλε να το δοκιμάσει για να της αποδείξει πως της έφερνε από αυτό που έπιναν και την προηγουμένη, ήπιαν και 3 ποτηράκια για να το γιορτάσουν. Φεύγοντας της είπε:
-Να ξέρεις, σαν τελειώσει έχει κι άλλο από αυτό, να μην στεναχωριέσαι καθόλου, δεν είμαι τσιγκούνης εγώ, όσο γρηγορότερα τελειώσει τόσο πιο ευχαριστημένος θα είμαι.
Επέστρεψε ύστερα από 4 ημέρες την πλησίασε και έσκυψε να μυρίσει το χνώτο της. Το πρόσωπο του έλαμψε καθώς αναγνώρισε το οινόπνευμα στην ανάσα της.
-Θα με κεράσεις ένα ποτηράκι; Της είπε και ήπιαν 3 ποτηράκια.
Σύντομα διαδόθηκε στην περιοχή ότι η κυρα-Μαλιουάρ τα κοπανούσε για τα καλά, ξεκίνησαν να την μαζεύουν πότε στην κουζίνα της, πότε στην αυλή και πότε στους γύρω δρόμους, και να την κουβαλούν σηκωτή σπίτι της.
Ο Σικό σταμάτησε να την επισκέπτεται και όταν της μιλούσαν για αυτήν έλεγε με θλιμμένο πρόσωπο.
-Τι κρίμα, στην ηλικία της, να έχει πάρει αυτό το συνήθειο. Βλέπετε σαν γεράσει κανείς είναι ανήμπορος. Έτσι που πάει θα την πάθει στο τέλος.
Και πραγματικά την έπαθε. Πέθανε το επόμενο χειμώνα, προς τα Χριστούγεννα, μετά που έπεσε τύφλα στο μεθύσι κι έμεινε για ώρα πάνω στο χιόνι.
Ο κυρ-Σικό κληρονόμησς το αγρόκτημα δηλώνοντας:
-Αυτή η παλιοχωριάτα αν δεν το έτσουζε, θα ζούσε καμιά δεκαριά χρόνια ακόμα.
|