Έντγκαρ Λη Μάστερς ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ Η Ανθολογία του Σπουν Ρίβερ, είναι μια συλλογή διακοσίων σαράντα τριών επιτάφιων ποιημάτων. Οι νεκροί κάτοικοι της φανταστικής πόλης του Σπουν Ρίβερ, από το νεκροταφείο της πόλης πάνω στο λόφο όπου είναι θαμμένοι, περιγράφουν ο καθένας την ζωή του σε λίγους στίχους. Πηγή έμπνευσής του ήταν τα Επιλεγμένα Επιγραμμάτα της Ελληνικής Ανθολογίας που του είχε δωρίσει ένας φίλος του, ένα βιβλίο με επιτάφια ποιήματα γραμμένα από το 700 πΧ ως το 1000 μΧ |
---|
Έντγκαρ Λη Μάστερς
Σε ελληνικά και αγγλικά, 6 από τα 243 πρόσωπα της
ανθολογίας:
KNOWLT HOHEIMERΉμουν από τους πρώτα φρούτα της μάχης του Μίσιονερυ Ριτζ.Όταν ένιωσα τη σφαίρα να τρυπάει την καρδιά μου Ευχήθηκα να είχα μείνει σπίτι και να πήγαινα φυλακή Επειδή είχα κλέψει τα γουρούνια του Κερλ Τρενάρυ Παρά που έφυγα τρέχοντας και πήγα στρατιώτης Χίλιες φορές καλύτερα η επαρχιακή φυλακή, Παρά να πλαγιάζεις κάτω απ’ τη μαρμάρινη φιγούρα με τα φτερά Κι από το γρανιτένιο ετούτο βάθρο Με γραμμένες τις λέξεις «Υπέρ πατρίδας». Τί ακριβώς εννοούν, τέλος πάντων; KNOWLT HOHEIMERI was the first fruits of the battle of Missionary Ridge.When I felt the bullet enter my heart I wished I had staid at home and gone to jail For stealing the hogs of Curl Trenary, Instead of running away and joining the army. Rather a thousand times the country jail Than to lie under this marble figure with wings, And this granite pedestal Bearing the words,”Pro Patria.” What do they mean, anyway? ΛΟΥΣΙΝΤΑ ΜΑΤΛΟΚΠήγα να χορέψω στο Τσάντερβιλ,Κι έπαιξα χαρτιά στο Ουίντσεστερ. Κάποτε αλλάξαμε καβαλιέρους, Οδηγώντας σπίτι υπό φεγγαρόφωτο στα μέσα Ιουνίου, Και μετά βρήκα τον Ντέιβις. Παντρευτήκαμε και ζήσαμε μαζί εβδομήντα χρόνια, Γλεντώντας, δουλεύοντας, ανατρέφοντας δώδεκα παιδιά, Οχτώ από τα οποία χάσαμε, Προτού να φτάσω τα εξήντα. Έκλωθα, ύφαινα, νοικοκύρεψα το σπίτι μου φρόντισα τους αρρώστους, περιποιήθηκα τον κήπο, και τις γιορτές, πότε τριγυρνούσα στα χωράφια όπου τραγουδούσαν οι κορυδαλλοί, πότε στις όχθες του Σπουν Ρίβερ μάζευα άπειρα κοχύλια, Και λουλούδια ή φαρμακευτικά βότανα - Φωνάζοντας στους δεντροφυτεμένους λόφους, Τραγουδώντας στα χλοερά λιβάδια. Στα ενενήντα έξι μου είχα ζήσει αρκετά, αυτό είν' όλο, Και πέρασα σε μια γλυκιά ξεκούραση. Τί είναι τούτα που ακούω για λύπη και για μόχθο, Θυμό και δυσαρέσκεια και μαραμένες ελπίδες; Θυγατέρες και γιοί αποθαρρημένοι, Η ζωή είναι πολύ δυνατή για σας - Χρειάζεται να ζεις για ν' αγαπήσεις τη Ζωή. LUCINDA MATLOCKI went to the dances at Chandlerville,And played snap-out at Winchester. One time we changed partners, Driving home in the moonlight of middle June, And then I found Davis. We were married and lived together for seventy years, Enjoying, working, raising the twelve children, Eight of whom we lost Ere I had reached the age of sixty. I spun, I wove, I kept the house, I nursed the sick, I made the garden, and for holiday Rambled over the fields where sang the larks, And by Spoon River gathering many a shell, And many a flower and medicinal weed-- Shouting to the wooded hills, singing to the green valleys. At ninety-six I had lived enough, that is all, And passed to a sweet repose. What is this I hear of sorrow and weariness, Anger, discontent and drooping hopes? Degenerate sons and daughters, Life is too strong for you-- It takes life to love Life. PAULINE BARRETΣχεδόν το κέλυφος μιας γυναίκαςΜετά από του χειρούργου το νυστέρι! Και πέρασε σχεδόν χρόνος για να ανακτήσω Την παλιά μου δύναμη Ώσπου η αυγή της δέκατης επετείου μας Με βρήκε φαινομενικά την ίδια πάλι. Περπατήσαμε μαζί στο δάσος Σε ένα μονοπάτι με βρύα αθόρυβα και γρασίδι. Μα δεν μπορούσα να σε κοιτάξω στα μάτια Και δεν μπορούσε να με κοιτάξεις στα μάτια Γιατί τόση ήταν η θλίψη μας Η αρχή του γκρίζου στα μαλλιά σου Κι εγώ ένας ίσκιος του εαυτού μου Και γιατί πράγμα μιλήσαμε; Για τον ουρανό και το νερό, Για καθετί αδιάφορο, Τις σκέψεις μας για να κρύψουμε μόνο. Κι ύστερα το δώρο σου από άγρια ρόδα, Τοποθετήσαμε στο τραπέζι να στολίσουμε το δείπνο Καημένε μου πόσο γενναία αγωνιζόσουν Να φανταστείς και να αναβιώσεις μια περασμένη έκσταση Ύστερα έπεφτε η νύχτα κι εγώ σκυθρώπιασα Και μ άφησες μόνη για μια στιγμή στην κάμαρα μου Όπως όταν ήμαστε νεόνυμφοι, καλέ μου, Και τον καθρέπτη κοίταξα και κάτι μου είπε: «Πρέπει να πεθαίνει κανείς ολότελα, Όταν είναι μισοπεθαμένος, Ποτέ την ζωή μην κοροϊδέψεις, Ποτέ τον έρωτα να μην εξαπατάς». Κι αυτό έκανα, κοιτάζοντας εκεί, μες στον καθρέπτη Αγάπη μου, το κατάλαβες, άραγε, ποτέ σου; PAULINE BARRETALMOST the shell of a womanafter the surgeon’s knife! And almost a year to creep back into strength, Till the dawn of our wedding decennial Found me my seeming self again. We walked the forest together, By a path of soundless moss and turf. But I could not look in your eyes, And you could not look in my eyes, For such sorrow was ours —the beginning of gray in your hair, And I but a shell of myself. And what did we talk of? —sky and water, Anything, ’most, to hide our thoughts. And then your gift of wild roses, Set on the table to grace our dinner. Poor heart, how bravely you struggled To imagine and live a remembered rapture! Then my spirit drooped as the night came on, And you left me alone in my room for a while, As you did when I was a bride, poor heart. And I looked in the mirror and something said: “One should be all dead when one is half-dead—” Nor ever mock life, nor ever cheat love.” And I did it looking there in the mirror— Dear, have you ever understood? ANNE RUTLEDGEΑπό μένα, την ανάξια κι άγνωστη ,Οι δονήσεις της αθάνατης μουσικής Με μίσος για κανένα , με έλεος για όλους Από μένα η συγγνώμη για εκατομμύρια από εκατομμύρια Και η φιλάνθρωπη όψη του έθνους Που λάμπει από δικαιοσύνη κι αλήθεια . Εγώ 'μαι η Αν Ράτλετζ που κοιμάται κάτω από τούτα τ' αγριόχορτα , Αγαπημένη στη ζωή του Αβραάμ Λίνκολν . Γυναίκα του , όχι με γάμο , Αλλά με χωρισμό . Άνθιζε για πάντα ω Δημοκρατία , Από τη στάχτη του στήθους μου!
|