Τόμας Μαν ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ |
---|
Τόμας Μαν
Οι πρώτες σελίδες Ο Γουστάβος ’Άσσενμπαχ ή Φόν ’Άσσενμπαχ —άπό τότε πού γιόρτασε τά πενηντάχρονά του είχε άποκτήσει αυτόν τον τίτλο— βγήκε άπ’ τό σπίτι του πού βρισκόταν στήν Πρίντσεγκεντεστράσσε στό Μόναχο, μέ τήν άπόφαση νά κάνει εναν περίπατο, ολομόναχος, κάποιο άνοιξιάτικο άπομεσήμερο τού 19..., έκεΐνο τό χρόνο πού μήνες τώρα έδειχνε ενα μούτρο γιομάτο άπειλές γιά τήν ήπειρό μας. Εκνευρισμένος άπό τή δύσκολη καί κουραστική πρωινή δουλειά, πού τώρα άκριβώς βρισκόταν στήν πιο κρίσιμη φάση της καί άπαιτούσε εξαιρετική προσοχή, περίσκεψη, διεισδυτικότητα καί πειθαρχημένη θέληση, ό συγγραφέας δέν τά κατάφερνε νά χαλιναγωγήσει τήν ορμή τής δημιουργίας του πού ξεπετιόταν άπ’ τά κατάβαθα τής ύπαρξής του, έκείνη τήν «άδιάκοπη άνακύκληση τής ψυχής», πού προσδιορίζει κατά τον Κικέρωνα τήν εύγλωττία. Καί δέν ευρισκε ούτε καί τό άπομεσήμερο τον εύεργετικό άνάλαφρο ύπνο, πού τού ήτανε καθημερινά τόσο άπαραίτητος, έτσι καθώς άσώτευε ολοένα καί περισσότερο τή δύναμή του. Γι’ αύτό άμέσως ύστερα άπ’ τό τσάι, έβγήκε έξω μέ τήν έλπίδα πώς ο καθαρός άγέρας καί ό περίπατος θά τούκαναν καλό καί θά τού χάριζαν μιά άποδοτική βραδιά. Πρώτες ήμέρες τού Μάη καί ύστερα άπό μιά υγρασία πού βάσταξε μερικές βδομάδες, πλάκωσε ένα νοσηρό, όψιμο καλοκαίρι. Ό άγγλικός κήπος πού τώρα μόλις άρχιζε νά σκεπάζεται άπό απαλό πράσινο χνούδι, ήτανε πνιγερός οπως τον Αύγουστο καί στη μεριά κατά τήν πόλη γιομάτος αμάξια καί διαβάτες. Στο ’Άουμάιστερ, όπου φέρανε τον ’Άσσενμπαχ ολοένα πιο ξεμοναχιασμένοι δρόμοι, έρριξε μιά ματιά στο δημόσιο κήπο, πού χρωστούσε συχνά τήν κίνησή του στο λαϊκό τον κόσμο καί στις άκρες του ήτανε σταματημένα λίγα αμάξια ιδιωτικά καί άγοραΐα. Έκειθε ξαναπήρε τό δειλινό τό δρόμο τής έπιστροφής, έξω άπ’ τό πάρκο. ’Ένοιωθε πολύ κουρασμένος καί βλέποντας τον καιρό νά χαλάει, σταμάτησε στο Βορεινό νεκροταφείο, νά πάρει τό τράμ πού θά τον έφερνε όλόισα πίσω στήν πόλη. Σύμπτωση, στή στάση καί στά γύρω κανένας! Μήτε στο λιθόστρωτο τής Ουγκερερστράσσε πού οι ράγες τοΰ τράμ της ξετυλίγονταν μονότονες γλιστρώντας στήν έρμιά, μήτε καί στήν ασφαλτοστρωμένη λεωφόρο Φόριγκερ έπαιρνε τό μάτι σου ρόδα. Πίσω άπ’ τά κάγκελα στά μαρμαράδικα, όπου οι απλωμένοι γιά πούλημα σταυροί, οι ταφόπετρες καί τά άγάλματα, έφτιαχναν ένα δεύτερο άκατοίκητο νεκροταφείο — ψυχή ζώσα. Καί τό παρεκκλήσι βυζαντινού ρυθμού κειτόταν άντίκρυ σιωπηλό στο άντιφέγγισμα τής ήμέρας πού ξεψυχούσε. Στή μετόπη του πού ήταν στολισμένη μ’ ελληνικούς σταυρούς καί ιερατικά σχήματα σέ φωτεινά χρώματα, αιχμαλώτιζαν τήν προσοχή σου συμμετρικές έπιγραφές, φιλοτεχνημένες μέ χρυσά γράμματα, ρητά πού μιλούν γιά τήν άλλη, τήν αιώνια ζωή: «Είσέρχεσθε εις τον Οικον τοΰ Θεοΰ», «Άς φωτίζει υμάς τό Φως τό Αιώνιον». Καί έτσι ό ’Άσσενμπαχ στο διάστημα τής μικρής άναμονής του βρήκε κάποια άπασχόληση μέ τό νά ξεδιαλύνει τά σχήματα καί ν’ άφήνει τή σκέψη του ν’ άφαιρεθεΐ στή διάφανη μυστικοπάθειά τους. ’Άξαφνα ξαναγυρίζοντας άπ’ τά ονειροπολήματα του, παρατήρησε στή στοά με τά δυο ζώα τής Άποκαλύψεως πού φρουρούν τά σκαλοπάτια τής εισόδου, κάποιον άνθρωπο πού ή παράξενη έμφάνισή του έστρεψε τούς λογισμούς του σ’ όλότελα διαφορετική κατεύθυνση. Δέν ήταν σίγουρος αν ό άνθρωπος αύτός έβγήκε άπό τό παρεκκλήσι, άπ’ τή μπρούτζινη πόρτα του ή ειχε φτάσει ισαμ’ έκεί άπ’ έξω, δίχως νά τον άντιληφθεΐ. Δέν πολυνοιάστηκε νά τό ξεκαθαρίσει καί πήγε νά πιστέψει μάλλον τήν πρώτη εκδοχή. Μεσόκοπος, άδύνατος, δίχως γένι καί μέ χτυπητά σιμή μύτη• ό φίλος ήταν κοκκινοτρίχης, άπό κείνους τούς τύπους μέ τό γαλατένιο, φακιδωτό δέρμα. 'Ωστόσο καταφάνερο πώς δέν ήταν Βαυαρός, καθώς τουλάχιστον έδειχνε ή πλατειά καί μέ ίσιο μπόρ ψάθα πού φορούσε καί τον έκανε νά φαίνεται σάν ξένος πού έρχόταν άπό πολύ μακριά, Είχε κρεμασμένο στήν πλάτη τό απαραίτητο σακίδιο, φορούσε μιά κιτρινωπή φορεσιά άπό «λόντεν» —έτσι έδειχνε— κρατούσε μιά γκρίζα μουσαμαδιά στ’ άριστερό του χέρι πού τό έστήριζε στή μέση του καί στό δεξί ένα μπαστούνι μέ σιδερένια μύτη πού τήν ειχε σφηνώσει στραβά στό χώμα καί στή λαβή τού μπαστουνιού έστήριζε τή μέση του, έχοντας σταυρωμένα τά δυό του πόδια. Καθώς έσήκωνε τό κεφάλι, ξεπρόβαλλε τό καρύδι άπ’ τον ψηλόλιγνο λαιμό του, σκληρό καί ολόγυμνο. Τά μάτια του άχρωμα, μέ κόκκινες βλεφαρίδες, πού ανάμεσά τους, τόσο παράξενα συνταιριασμένες μέ την κοντή πλακουτσωτή μύτη του, κατέβαιναν δυό κάθετες ζωηρές αυλακιές, τα ’χε έπίμονα βυθισμένα στον πλατύ ορίζοντα. ’Έτσι —μπορεί σέ τούτη τήν εντύπωση νά βοηθούσε καί ή θέση δπου στεκόταν— ή σιλουέτα του έπαιρνε κάτι τό δεσποτικά υπεροπτικό, αγέρωχο ή καί άγριο άκόμα. Δέν άποκλείεται πάλι νάδινε αύτή τήν εντύπωση, επειδή τού θάμπωναν τά μάτια οι αχτίδες τού ήλιου πού βασίλευε καί τον υποχρέωναν νά κάνει γκριμάτσες. Έκτος πιά άν έπρόκειτο γιά μία μόνιμη παραμόρφωση τής φυσιογνωμίας του: Τά χείλη του ήταν πολύ στενά καί όλότελα τραβηγμένα άπ ’ τά δόντια πού φαίνονταν ίσαμε τά ούλα καί πρόβαλλαν άπειλητικά, άσπρα καί μακρουλά. |