,
Ερρίκο Μαλατέστα

ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ


Ερρίκο Μαλατέστα

Αποσπάσματα από το Άρθρο

"ΑΝΑΡΧΙΑ ΚΑΙ ΒΙΑ"

που πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Pensiero e Volonta" την 1η Σεπτέμβρη 1924.

Αναρχία σημαίνει μη βία, μη κυριαρχία ανθρώπου σε άνθρωπο, μη επιβολή βιαίως της βούλησης ενός η περισσοτέρων στους υπόλοιπους. Είναι μέσο της εναρμόνισης των συμφερόντων, μέσω της εθελουσίας συνεργασίας, της αγάπης, του σεβασμού, της αμοιβαίας ανοχής, είναι μόνο με την πειθώ, το παράδειγμα, τη μεταδοτικότητα και το αμοιβαίο όφελος από την επιείκεια που μπορεί και πρέπει να θριαμβεύσει η αναρχία, δηλαδή μια κοινωνία αδελφών ελευθέρως αλληλέγγυων, η οποία θα εξασφαλίζει στους πάντες την μέγιστη ελευθερία, τη μέγιστη ανάπτυξη, τη μέγιστη δυνατή ευημερία.

{…} Για να ζήσουν δύο εν ειρήνει, πρέπει να το θέλουν αμφότεροι· αν ένας από τους δύο είναι ισχυρογνώμων και θέλει με τη βία να επιβάλλει στον άλλο να δουλεύει για λογαριασμό του και να τον υπηρετεί, αυτός ο άλλος, αν θέλει να διατηρήσει την ανθρώπινη αξιοπρέπειά του και να μην περιπέσει στην πλέον ταπεινή δουλεία, παρόλη την αγάπη του για την ειρήνη και ομόνοια, είναι υποχρεωμένος να αντισταθεί στη δύναμη με όλα τα πρόσφορα μέσα.

[...]
Ωστόσο η αναρχική βία είναι η μοναδική που δικαιολογείται, η μοναδική που δεν είναι εγκληματική. Μιλώ φυσικά για τη βία που έχει όντως αναρχικά χαρακτηριστικά, και όχι για κάποια τυφλή ή παράλογη βίαιη ενέργεια η οποία αποδίδεται στους αναρχικούς, ή για εκείνη που πιθανώς διαπράττεται από πραγματικούς αναρχικούς, ωθούμενους στην παραφορά από άδικες καταδιώξεις, ή τυφλωμένους, λόγω υπερβολικής ευαισθησίας που δεν μετριάζει η λογική, από τη θέα των κοινωνικών αδικιών, από τη λύπη για τη λύπη των άλλων. Η πραγματική αναρχική βία είναι αυτή που σταματά όταν σταματά η ανάγκη υπεράσπισης της ελευθερίας. Αυτή μετριάζεται από τη γνώση ότι τα άτομα ξεχωριστά, λόγω κληρονομικότητας και περιβάλλοντος, είναι ελάχιστα υπεύθυνα για τη θέση που βρέθηκαν· αυτή δεν την εμπνέει το μίσος αλλά η αγάπη· και είναι ιερή εφόσον σκοπεύει στην απελευθέρωση των πάντων και όχι στην αντικατάσταση της κυριαρχίας των άλλων με τη δική τους.

[...]
Εμείς θέλουμε την ελευθερία για όλους, για μας και για τους φίλους μας, όπως για τους αντιπάλους και τους εχθρούς μας. Ελευθερία στοχασμού και προπαγάνδισης της σκέψης μας, ελευθερία εργασίας και οργάνωσης της ζωής μας όπως μας ευχαριστεί· όχι ελευθερία, εννοείται- και παρακαλούνται οι κομμουνιστές (σημείωση Ελευθεριακού: προφανώς εννοεί τους Μαρξιστές) να μην παρερμηνεύουν- για την κατάργηση της ελευθερίας και εκμετάλλευση της εργασίας των άλλων.

Αποσπάσματα από το Άρθρο

"Ο ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΤΡΟΜΟΣ"

που πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό"Pensiero e Volonta", vo 19, την 10η Οκτώβρη 1924

[...]
Αν, προκειμένου να νικήσουμε, θα έπρεπε να στήσουμε κρεμάλες στις πλατείες, θα προτιμούσα να χάσουμε. [...]
Το μίσος και η επιθυμία για εκδίκηση είναι αχαλίνωτα συναισθήματα, που φυσιολογικά η καταπίεση ξυπνά και τροφοδοτεί· αλλά αν αυτά μπορεί να αποτελέσουν μια δύναμη χρήσιμη για την αποτίναξη του ζυγού, ίσως κατόπιν να αποδειχτούν μια αρνητική δύναμη, όταν θα πρέπει να αντικατασταθεί η καταπίεση όχι με μια νέα καταπίεση, αλλά με την ελευθερία και την αδελφοσύνη μεταξύ των ανθρώπων. Για αυτό κι εμείς οφείλουμε να ενισχύσουμε τη διέγερση εκείνων των ανώτερων συναισθημάτων που η ενεργητικότητά τους κατευθύνεται στη φλογερή αγάπη του καλού, προσέχοντας να μην ανασταλεί η ορμή, αποτελούμενη από καλούς και κακούς παράγοντες, η αναγκαία για τη νίκη. [...]
αλλά να θυμόμαστε πάντοτε ότι εμείς οι αναρχικοί δεν μπορούμε να είμαστε ούτε εκδικητές , ούτε "τιμωροί". Εμείς θέλουμε να είμαστε απελευθερωτές και οφείλουμε να δράσουμε ως τέτοιοι μέσω της διδαχής και του παραδείγματος. [...]
Αλλά η αλήθεια είναι ακριβώς το αντίθετο· ο τρόμος υπήρξε ανέκαθεν εργαλείο της τυραννίας[...]
Στη Ρωσία κατεδίωξε και δολοφόνησε αναρχικούς και σοσιαλιστές, μακέλεψε εργάτες και εξεγερμένους αγρότες, και τελικά ανέκοψε την ορμή μιας επανάστασης που πραγματικά θα μπορούσε να ανοίξει ένα νέο κεφαλαίο στον πολιτισμό.
Εκείνοι που πιστεύουν στην επαναστατική αποτελεσματικότητα, η οποία απελευθερώνει από την καταπίεση και την αγριότητα, έχουν την ίδια νοοτροπία με τους νομικούς, που πιστεύουν ότι μπορεί να αποφευχθεί το έγκλημα και να βελτιωθεί ηθικά ο κόσμος μέσω των αυστηρών ποινών.

[...]
[Ο Τρόμος] αντί να χρησιμεύει για την υπεράσπιση της επανάστασης, τη δυσφημεί, την κάνει μισητή στις μάζες και, μετά από μα περίοδο άγριων συγκρούσεων, καταλήγει αναγκαστικά σε αυτό που σήμερα θα αποκαλούσαμε "εξομάλυνση", δηλαδή τη νομιμοποίηση και τη δικαίωση της τυραννίας. [...]
Και δεν χρειάζεται να εξιδανικεύουμε τη μάζα, παρουσιάζοντας την σαν αποτελούμενη από απλούς ανθρώπους, οι οποίοι μπορεί να προβαίνουν σε κάποιες ακρότητες, αλλά εμφορούνται πάντοτε από καλές προθέσεις. Οι μπάτσοι και οι φασίστες υπηρετούν τους μπουρζουάδες, αλλά προέρχονται από τη μάζα!

[...]
Υπάρχουν εκείνοι που για κάποιον λόγο δεν θέλουν, ή δεν μπορούν να γίνουν φασίστες· αλλά είναι διατεθειμένοι να κάνουν στο όνομα της "επανάστασης", εκείνο που οι φασίστες κάνουν στο όνομα της "πατρίδας". Κι έτσι, όπως οι κακοποιοί σε όλα τα καθεστώτα είναι πάντοτε έτοιμοι να τεθούν στην υπηρεσία των νέων καθεστώτων και να γίνουν τα πιο αφοσιωμένα τους όργανα, οι φασίστες του σήμερα μπορεί να σπεύσουν να δηλώσουν αύριο αναρχικοί, κομμουνιστές ή ό,τι άλλο τους καπνίσει, προκειμένου να συνεχίσουν να έχουν δύναμη και να ικανοποιούν τα ταπεινά τους ένστικτα. Και αν δεν μπορούν να το καταφέρουν στις χώρες τους επειδή είναι γνωστοί και σταμπαρισμένοι, πηγαίνουν και κάνουν αλλού τους επαναστάτες και προσπαθούν να αναδειχθούν παρουσιαζόμενοι σαν οι πιο βίαιοι, οι πιο "ενεργητικοί" σε σχέση με τους άλλους, αντιμετωπίζοντας σαν μετριοπαθείς, καθυστερημένους, πυροσβέστες, αντεπαναστάτες, εκείνους που αντιλαμβάνονται την επανάσταση ως ένα μεγάλο έργο καλοσύνης και αγάπης.

Αποσπάσματα από το Άρθρο

"ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΡΧΙΑ"

, που πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Lereveil" το 1910

[...]
Δεν πρόκειται, επομένως, να φτάσουμε στην αναρχία ούτε σήμερα, ούτε αύριο, ούτε σε δέκα αιώνες· απλώς , θα πορευόμαστε προς την αναρχία, σήμερα, αύριο και πάντα.
Η αναρχία είναι η κατάργηση της κλεψιάς και της καταπίεσης ανθρώπου από άνθρωπο, η κατάργηση δηλαδή της ατομικής ιδιοκτησίας και της κυβέρνησης· η αναρχία είναι η καταστροφή της αθλιότητας, της δεισιδαιμονίας και του μίσους. Για τούτο, κάθε χτύπημα που δίνουμε στους θεσμούς της ατομικής ιδιοκτησίας και της κυβέρνησης, είναι ένα βήμα στο δρόμο για την αναρχία, όπως τέτοιο είναι και κάθε ψέμα που ξεσκεπάζουμε, κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα- όσο μικρή κι αν είναι- που ξεφεύγει από τον έλεγχο της εξουσίας, κάθε προσπάθεια που γίνεται για να ανεβάσει τη συνείδηση του λαού και να ενισχύσει το πνεύμα της αλληλεγγύης και της πρωτοβουλίας και να δώσει σε όλους τους ανθρώπους ίδιες προϋποθέσεις για να αναπτυχθούν.

[...]
Τον κανονικό ειρηνικό δρόμο της εξέλιξης τον έχει σταματήσει η βία, για αυτό και πρέπει με τη βία να της ανοίξουμε πάλι το δρόμο. Για αυτό και θέλουμε τη βίαιη επανάσταση σήμερα και θα την θέλουμε πάντα, όσο κάποιοι θα θέλουν να επιβάλλουν στους άλλους πράγματα αντίθετα με τη θέλησή τους. Μόλις καταργηθεί η βία της κυβέρνησης, η δική μας βία δεν θα έχει κανένα λόγο να υπάρχει.

Αποσπάσματα από το Άρθρο

"ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ"

, που πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Laquestionesociale" στις 6 Ιανουαρίου 1900.

[...] Μπορεί εν μέρει να εξηγηθεί η σημαντική θέση που κατέχουν η αγάπη και ο έρωτας, ο έρωτας στην ηθική και υλική ζωή των ανθρώπων, από το γεγονός ότι ο άνθρωπος περνάει το μεγαλύτερο και ωραιότερο κομμάτι της ζωής του στο σπίτι και στην οικογένειά του.
Μπορεί να εξηγηθεί, επιπρόσθετα, κι από μια τάση για το ιδανικό που πυρπολεί το ανθρώπινο πνεύμα που έχει αποκτήσει συνείδηση του εαυτού του. Όσο άνθρωπος υποφέρει χωρίς να συνειδητοποιεί τα βάσανά του, χωρίς να γυρεύει να δώσει λύση στα προβλήματά του και χωρίς να επαναστατεί, ζει σαν τα ζώα και δέχεται τη ζωή όπως είναι.
Όταν, όμως, αρχίζει να σκέφτεται και να καταλαβαίνει ότι τα δεινά του δεν είναι αποτέλεσμα κάποιας αδυσώπητης μοίρας, αλλά ότι οφείλονται στους ανθρώπους και ότι μπορούν να τα εξαφανίσουν οι άνθρωποι, αισθάνεται άξαφνα να τον κυριεύει μια ανάγκη για τελειότητα, και θέλει, ιδεατά τουλάχιστον, να ζει ευτυχισμένος σε μια κοινωνία όπου θα επικρατεί η απόλυτη αρμονία κι από όπου η θλίψη θα έχει εντελώς και για πάντα χαθεί.
Αυτή η τάση κάνει μεγάλο καλό, γιατί μας σπρώχνει να πηγαίνουμε πάντα μπροστά. Μπορεί, όμως, να κάνει και μεγάλο κακό, αν με πρόσχημα το ότι δεν μπορούμε να φτάσουμε στην τελειότητα και το ότι είναι αδύνατο να διώξουμε όλα τα εμπόδια κι όλες τις ατέλειες, μας μαθαίνει να παραιτούμαστε ακόμα και από τις εφικτές επιδιώξεις μας και να προσαρμοζόμαστε στην τωρινή μας κατάσταση.Ας πούμε αμέσως ότι δεν έχουμε καμία λύση για τα δεινά που προκαλούν ο έρωτας και η αγάπη, γιατί αυτά δεν μπορούν να διορθωθούν ούτε με τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις ούτε και με μια αλλαγή των ηθών. Γιατί καθορίζονται από βαθιά συναισθήματα, από τη φυσιολογία του ανθρώπου θα μπορούσαμε να πούμε, που δεν μπορούν να τροποποιηθούν- αν θέλουμε κάτι τέτοιο- παρά μόνον έπειτα από μιαν αργή εξέλιξη και με τρόπο που δεν θα μπορούσαμε να προβλέψουμε.
Λαχταράμε την ελευθερία, θέλουμε να μπορούν οι άντρες και οι γυναίκες να αγαπιούνται και να δημιουργούν σχέσεις ελεύθερα, από αγάπη και μόνο, χωρίς νομικούς, οικονομικούς ή φυσικούς καταναγκασμούς

[...] Ένα άλλο πρόσωπο, που το απασχολούσε το ίδιο πρόβλημα, έλεγε: "Σήμερα, αν δε βρω έρωτα, τον αγοράζω, έστω και σε βάρος του ψωμιού μου. Τι θα γίνω όταν δεν θα υπάρχουν πια γυναίκες που να πουλιούνται;" Ερώτηση απαράδεχτη γιατί φανερώνει μια επιθυμία να υποχρεώνονται ανθρώπινα πλάσματα να πορνεύονται εξαιτίας της ανέχειας· από την άλλη μεριά, όμως, είναι τόσο φοβερά ανθρώπινη!

[...] η οικογένεια ήταν και εξακολουθεί να είναι ο πιο σημαντικός παράγοντας της ανάπτυξης των ανθρώπων· γιατί, συνήθως, μόνο μέσα στην οικογένεια ο άνθρωπος αφιερώνεται στον άνθρωπο, κάνει το καλό για το καλό, χωρίς να περιμένει ανταμοιβή άλλη από την αγάπη του συντρόφου του και των παιδιών του.

[...] Το να αγαπάς όλον τον κόσμο μοιάζει πολύ με το να μην αγαπάς κανέναν. Μπορούμε αναμφίβολα να βοηθούμε τους συνανθρώπους μας, αλλά δεν μπορούμε να θρηνούμε για όλα τα δεινά τους, γιατί τότε η ζωή μας θα πνιγόταν στα δάκρυα. Κι ωστόσο, τα δάκρυα της συμπάθειας είναι η πιο γλυκιά ανακούφιση για μια καρδιά που υποφέρει. Οι στατιστικές των θανάτων και των γεννήσεων μπορούν να μας προσφέρουν στοιχεία ενδιαφέροντα για να γνωρίσουμε τις ανάγκες της κοινωνίας, δεν σημαίνουν όμως τίποτα για την καρδιά μας. Μας είναι πρακτικά αδύνατο να θλιβόμαστε για κάθε άνθρωπο που πεθαίνει και να χαιρόμαστε για κάθε άνθρωπο που γεννιέται. Κι αν δεν αγαπάμε κάποιον περισσότερο από τους άλλους, αν δεν υπάρχει ένα πλάσμα μοναδικό που να είμαστε πρόθυμοι να του αφοσιωθούμε ιδιαίτερα, αν δεν γνωρίζουμε αγάπη άλλη από τη συγκρατημένη, αόριστη, σχεδόν θεωρητική αγάπη που μπορούμε να την νιώσουμε γα τον καθένα, μήπως δεν θα’ ταν η ζωή λιγότερο πλούσια, λιγότερο γόνιμη, λιγότερο ωραία;

[...] Η ζήλια, αν την πάρουμε με την καλύτερη σημασία της λέξης, φαίνεται ότι αποτελεί, και γενικά αποτελεί πραγματικά, ένα με την αγάπη. Θλιβερό ίσως γεγονός, δεν μπορεί όμως να αλλάξει με διάταγμα, για όσους τουλάχιστον την αισθάνονται.

[...] Ας καταργήσουμε την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, ας χτυπήσουμε την κτηνώδη στάση του άντρα που θεωρεί τον εαυτό του αφέντη της γυναίκας, ας σβήσουμε τις θρησκευτικές, κοινωνικές και πολιτικές προκαταλήψεις, ας εξασφαλίσουμε σε όλους, άντρες, γυναίκες και παιδιά, την καλοπέραση και την ελευθερία, ας επεκτείνουμε σε όλους την εκπαίδευση, κι έπειτα θα μπορούμε δικαιολογημένα να χαιρόμαστε αν τα μόνα δεινά που θα μείνουν θα είναι τα δεινά του έρωτα και της αγάπης.