Νίκος Καζαντζάκης

ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

Στη Λυκόβρυση, ένα ελληνικό χωριό της Μικράς Ασίας, υπάρχει το έθιμο να γίνεται η αναπαράσταση των Παθών του Χριστού κάθε επτά χρόνια και το μυθιστόρημα ξεκινάει με τους προεστούς να επιλέγουν τα πρόσωπα που θα λάβουν μέρος. Όταν καταφθάνουν πρόσφυγες από ένα άλλο χωριό, καταδιωγμένοι από τους Τούρκους, ο παπα-Γρηγόρης τους διώχνει, λέγοντας ότι φέρνουν μαζί τους επιδημία χολέρας. Κάποιοι τους υπερασπίζονται, μιλούν για την αξία της αγάπης και του ελέους, προκαλώντας την οργή του παπα-Γρηγόρη, ο οποίος αναδεικνύεται σε ανηλεή διώχτη οποιουδήποτε προσπαθεί να βοηθήσει τους πρόσφυγες. Ο Καζαντζάκης περιγράφει χαρακτήρες ανθρώπων που συναντά κανείς στη ζωή και βάζει ερωτήματα σχετικά με τη θρησκεία, τη ζωή, την πολιτική, τη δικαιοσύνη, τη φιλοσοφία.

Νίκος Καζαντζάκης

Οι πρώτες σελίδες από το βίβλίο:

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΞΑΝΑΣΤΑΥΡΩΝΕΤΑΙ

Εκδόσεις Ελένης Ν. Καζαντζάκη


ΚΑΘΕΤΑΙ Ο ΑΓΑΣ ΤΗΣ ΛΥΚΟΒΡΥΣΗΣ ΣΤΟ μπαλκόνι του απάνω από την πλατεία του χωριού, καπνίζει το τσιμπούκι του και πίνει ρακή. Ψιχαλίζει ήσυχα, τρυφερά, και στα κυρτά χοντρά μουστάκια του, τα φρεσκοβαμμένα με καραμπογιά, κρέμουνται λαμπυρίζοντας μερικές ψιχάλες κι ο Αγάς , ξαναμμένος από τη ρακή, τις αναγράφει να δροσερέψει. Δεξά του στέκεται όρθιος ο σεΐζης, ένας θεόρατος άγριος ανατολίτης, αλλήθωρος και κακομούτσουνος, με την τρομπέτα του ζερβά του κάθεται διπλοπόδι, απάνω σε βελουδένιο μαξιλάρι, ένα όμορφο στρουμπουλό τουρκόπουλο, που του ανάβει κάθε τόσο το τσιμπούκι και του γεμίζει ακατάπαυτα την κούπα του ρακή
Μισοσφαλνάει τα μαχμουρλίδικα μάτια και χαίρεται ο Αγάς τον απάνω κόσμο, όλα τα 'καμε καλά ο Θεός, συλλογιέται, πετυχεμένο πράμα είναι ο κόσμος τούτος, τίποτα δεν του λείπει αν πεινάσεις, έχει ψωμί και κρέας κοκκινιστό και πιλάφι με κανέλα αν διψάσεις, έχει το αθάνατο νερό, τη ρακή: αν νυστάξεις, έχει κάμει ο Θεός τον ύπνο, ένα κι ένα για τη νύστα αν θυμώσεις, έχει κάνει το βούρδουλα και τα πισινά του ραγιά αν σε πιάσουν τα μεράκια σου, έχει κάνει τον αμανέ. Κι αν θες να ξεχάσεις τα ντέρτια και τα βάσανα του κόσμου, έχει κάνει το Γιουσουφάκι.



-Μεγάλος μάστορας είναι ο Αλλάχ, μουρμούρισε συγκινημένος, μεγάλος μάστορας, μερακλής: κόβει το μυαλό του πως του ήρθε τώρα κι έκαμε τη ρακή και το Γιουσουφάκι!
Βουρκώνουν τα μάτια του 'Αγά από τη θρησκευτική κατάνυξη από το πολύ ρακοπότι. Σκύβει και καμαρώνει τους ραγιάδες του να σουλατσάρουν στην πλατεία φρεσκοξουρισμένοι, γιορτοντυμένοι, με τα κόκκινα φαρδιά ζωνάρια, με τα νιοπλυμένα κοντοβράκια, με τα γαλάζια τουζλούκια. Άλλοι φορούν φέσι, άλλοι σαρίκι, άλλοι σκούφο από αρνίσια προβιά. Οι πιο ασίκηδες έχουν και το αυτί τους ένα κλωνί βασιλικό ή ένα τσιγάρο. Τρίτη της Λαμπρής, τώρα τέλεψε η λειτουργιά. Γλυκιά, τρυφερή μέρα, ήλιος, ψιχαλίζει, μύρισαν οι λεμονανθοί, μπουμπουκιάζουν τα δέντρα, ανασταίνουνται τα χόρτα, ανεβαίνει και Χριστός από κάθε σβωλαράκι χώμα. Σουλατσάρουν οι χριστιανοί στην πλατεία, σμίγουν οι φίλοι, ασπάζεται ο ένας τον άλλο, λέν Χριστός Ανέστη κι ύστερα καθίζουν στον καφέ του Κωσταντή ή κάτω από το μεγάλο πλάτανο στη μέση της πλατείας, παραγγέλνουν ναργιλέδες και καφέδες κι αρχίζει, σαν την ψιλή βροχή, το γλυκό κουβεντολόι.

-Τέτοια θα ναι κι η Παράδεισο, λέει ο Χαράλαμπος ό καντηλανάφτης: ήλιος απαλός, σιγανή βροχούλα, λεμονιές ανθισμένες, ναργιλέδες και ψιλή κουβέντα στους αιώνες των αιώνων.

Στην άλλην άκρα της πολιτείας, πίσω από τον πλάτανο, υψώνεται φρεσκοασβεστωμένη, με το χαριτωμένο καμπαναριό της, η εκκλησία του χωριού, η Σταύρωση του Χριστού. Η πόρτα της είναι σήμερα στολισμένη με βάγια και δάφνες. Γύρα τρογύρα, τα μαγαζάκια και τα εργαστήρια του χωριού: Το σαμαράδικο του αγριάνθρωπου Παναγιώταρου, που τον λενε και Γυψοφά γιατί μια φορά έφεραν στο χωριό το γύψινο αγαλματάκι του Μ. Ναπολέοντα, και το φαε κι ύστερα έφεραν ένα άλλο, του Κεμάλ-πασά, και το φαε κι αυτό κι ύστερα έφεραν του Βενιζέλου, και το φαε κι αυτό. Δίπλα, το μπαρμπέρικο του Αντώνη «Ο Ερωτόκριτος», κι απάνω στην πόρτα κρεμασμένη μια ταμπέλα, με μεγάλα κόκκινα γράμματα του αίματος: «Εξέρχονται και οδόντες»! Πιο πέρα το χασάπικό του κύρ Δημητρό του κουτσού: «Κεφαλάκια φρέσκα, η Ήρωδιάς»! Κάθε Σάββατο σφάζει ένα μουσκάρι και, πριν το σφάξει, του χρυσώνει τα κέρατα, του μπογιατίζει το κούτελο, του περνάει κόκκινες κορδέλες στο λαιμό και το γυρίζει στο χωριό κουτσαίνοντας και τελαλίζει τις χάρες του. Και τέλος ο περίφημος καφενές του Κωνσταντή, μακρόστενος, δροσερός, που μοσχομυρίζει καφέ και τουμπεκί και φασκόμηλο το χειμώνα. Και στον τοίχο του δεξα κρέμουνται, καμάρι του χωριού, τρεις μεγάλες γιαλιστερές λιθογραφίες: η Γενοβέφα από τη μια μεριά, μισόγυμνη μέσα σ' ένα δάσος τροπικό από την άλλη μεριά, η βασίλισσα Βικτωρία, παχιά, γαλανομάτα, με τεράστιο στήθος παραμάνας: και στη μέση, άγριος, με γκρίζα θυμωμένα μάτια, μ' έναν αψηλό σκούφο αστρακάν, ο Κεμάλ-πασάς.
Όλοι αγαθοί άνθρωποι, δουλευταράδες, καλοί νοικοκυραίοι, πλούσιο το χωριό, κι ο 'Αγάς του καλός άνθρωπος κι αυτός, μερακλής, που πολύ αγαπάει τη ρακή, τις βαριές μυρωδιές, μόσκο και πατσουλί, και το αφράτο τουρκόπουλο, που κάθεται ζερβά του, στο βελουδένιο μαξιλάρι. Κοιτάζει τώρα τους χριστιανούς, όπως κοιτάζει ο βοσκός τα καλοθρεμμένα αρνοπρόβατά του και χαίρεται.
«Καλοί άνθρωποι, συλλογιέται, γέμισαν κι φέτο το κελάρι μου πεσκέσια της Λαμπρής - τυριά, κουλούρες σουσαμωτές, τσουρέκια, κόκκινα αυγά... Ένας, ας είναι καλά, μου 'φερε κι ένα λαγηνάκι χιώτικη μαστίχα για το Γιουσουφάκι μου, να μασάει και να μυρίζει το στοματάκι του...».
Είπε, κι έριξε μια τρυφερή ματιά στο αγαδόπουλο που μασούσε μαστίχα, παχουλό κι αποχαυνωμένο. Κι έτσι που συλλογιόταν το κελάρι του γεμάτο αγαθά, και σιγοψιχαλίζει, και γυάλιζαν οι πέτρες, και τα κοκόρια άρχισαν να λαλούν, και δίπλα του, κουλουριαστό στα πόδια του, το Γιου σουφάκι μασούσε μαστίχα και χτυπούσε ευτυχισμένο τη γλώσσα του , ο Αγάς ένιωσε ξαφνικά την καρδιά του να ξεχειλίζει, σήκωσε το λαιμό, έκανε ν' αρχίσει τον αμανέ, μα βαρέθηκε. Γυρνάει στο σεΐζη του και του γνέφει να βαρέσει την τρουμπέτα, να σωπάσει ο λαός κι ύστερα γυρνάει ζερβά του:
– Τραγούδησε μου, Γιουσουφάκι, να 'χεις την ευχή μου, τραγούδησε μου το «Ντουνιά ταμπίρ, ρουγιά ταμπίρ, αμάν, αμάν!», τραγούδησε μου το, γιατί θα πλαντάξω!
Το παχουλό παιδόπουλο αποτραβάει χωρίς βιάση τη μαστίχα από το στόμα του, την κολνάει στο γυμνό γόνατό του, ακουμπάει τη δεξιά του παλάμη στο μάγουλο κι αρχίζει τον αγαπημένο αμανέ του 'Aγα του: «Κόσμος κι όνειρο είναι ένα, αμάν, αμάν!» Παθητικιά, ναζλίδικη, ή φωνή ανέβαινε, κατέβαινε, γουργούριζε σαν περιστέρα. Κι ό Αγάς έκλεισε τα μάτια, κι όλη την ώρα που βαστούσε ο άμανές τόσο ήταν βαλαντωμένος που χε ξεχάσει να πιεί.


-Είναι στα κέφια του ο Αγάς , μουρμούρισε ο Κωσταντής σερβίροντας τους καφέδες ας είναι καλά ή ρακή.
Aς είναι καλά το Γιουσουφάκι, είπε χαμογελώντας πικρά ο Γιαννακός, ο πραματευτής και γραμματοφόρος του χωριού, με τα κάτασπρα κοντοστρόγγυλα γένια και τα πουλίσια, άρπαχτικά μάτια.
-Ας είναι καλά η μοίρα ή στραβή που τον έκαμε αυτόν 'Αγά κι εμάς ραγιάδες, μουρμούρισε ο αδερφός του παπά, 0 Χατζη-Νικολής, που έκανε το δάσκαλο του χωριού, ξερακιανός, με γυαλάκια και μ' ένα χοντρό μυτερό καρύδι του λαιμού, που ανεβοκατέβαινε, όταν μιλούσε. |
Πήρε φωτιά, θυμήθηκε τους προγόνους, αναστέναξε:
-Μια φορά, εξακολούθησε, κρατούσαν τα χώματα τούτα oί δικοί μας, οι "Ελληνες, γύρισε ο τροχός κι ήρθαν οι Βυζαντινοί, Έλληνες κι αυτοί και χριστιανοί, ξαναγύρισε ο τροχός κι ήρθαν οί Αγαρηνοί... Μ αναστήθηκε ο Χριστός, παιδιά, Θ' αναστηθεί κι η πατρίδα!
-Κωσταντή, έλα κέρασε τα παλικάρια!
Ωστόσο ο αμανές τέλεψε, το τουρκόπουλο ξανάβαλε στο στόμα του τη μαστίχα κι άρχισε πάλι ν' αναχαράζει, αποχαυνωμένο. Βάρεσε ξανά η τρουμπέτα, μπορούσαν τώρα οι ραγιάδες να γελούν και να φωνάζουν λεύτερα.

Ο καπετάν Φουρτούνας, ένας από τους πέντε δημογέροντες του χωριού, πρόβαλε στην πόρτα τού καφενέ , Αψηλός , κορμάτος, παλιός καραβοκύρης, που χρόνια αλώνιζε τη Μαύρη Θάλασσα κουβαλώντας ρούσικο σιτάρι και κάνοντας κοντραμπάντο. Τρίχα δεν είχε το πρόσωπό του σπανός και μαυροκίτρινος, ταγαριασμένος, με βαθιές ζαρωματιές, και τα μάτια του τα μικρά, τα κατάμαυρα, σπίθιζαν. Γέρασε, γέρασε και το καράβι του, τσακίστηκε μια νύχτα απ έξω από την Τραπεζούντα, κι ο καπετάν Φουρτούνας, καραβοτσακισμένος, μπουχτισμένος γύρισε στο χωριό του να σουρώσει όσο μπορεί περισσότερη ρακή και σαν έρθει η ώρα η καλή, να γυρίσει το πρόσωπό του κατά τον τοίχο και να πεθάνει. Πολλά είχαν δει τα μάτια του,βαρέθηκε, δεν βαρέθηκε, κουράστηκε, μα ντρέπουνταν να το μολοήσει.
Φορούσε σήμερα τις αψηλές καπετανίστικες μπότες του, τον κίτρινο του μουσαμά και το αρχοντικό καλπάκι από αληθινό αστρακάν. Κρατούσε και το αψηλό ραβδί του του δημογέροντα. Δυο τρεις χωριανοί προσηκώθηκαν να τον καλέσουν να πάρει μια ρακή.
- Δεν έχω καιρό, παιδιά, μήτε για ρακή, είπε: Χριστός ανέστη! Πάω στο αρχοντικό του παπά, που έχουμε σύναξη οι προεστοί. Σε μιά ώρα να κοπιάσετε κι όσοι από σας είστε καλεσμένοι κάντε το σταυρό σας κι ελάτε, καλά να το κατέχετε, έχουμε σήμερα δουλειά. Κι ένας να πάει να φωνάξει τον Παναγιώταρο το σαμαρά, με του διαβόλου τα γένια αυτόν τον έχουμε μεγάλη ανάγκη.
Σώπασε μια στιγμή, τα μάτια του έπαιξαν παμπόνηρα:
-Άν δεν είναι σπίτι του, θα 'ναι στης χήρας, είπε κι όλοι ξέσπασαν στα γέλια.
Μα ο γερο-Χριστοφής και αγωγιάτης, που 'χε μάθει στα νιάτα του, κι ας το πλέρωσε ακριβά, τι θα πει σεβντάς, πετάχτηκε απάνω:
- Τι γελάτε, μωρέ σερσέμηδες; φώναξε. Καλά κάνει φωτιά στα τόπια, μωρέ Παναγιωταρεα , και μην τους ακούς! Λίγη είναι η ζωή, πολύς ο θάνατος, βίρα!
Ο χοντρο-Δημητρός ο χασάπης κούνησε το φρεσκοξουρισμένο κεφάλι: 'Ο Θεός να 'χει καλά τη χήρα την Κατερίνα μας, είπε, "Ο διάολος ξέρει από τα κέρατα μας γλιτώνει! "Ο καπετάν Φουρτούνας γέλασε.
- Βρε παιδιά, είπε, μη μαλώνετε. Στράφηκε, είδε το δάσκαλο
- Χατζη-Νικολή μου, του κάνει, ακόμα είσαι εδώ; Προεστός είσαι και του λόγου σου, έχουμε σύναξη. Σχολείο έκανες και τον καφενέ, σχόλασε κι έλα!
- Να 'ρθω κι εγώ, είπε ο γερο-Χριστοφής κι έπαιξε το μάτι στην παρέα, κάνω για Ιούδας. Μά ο καπετάν Φουρτούνας είχε πάρει την ανηφοριά, βαριά ακουμπώντας το ραβδί του στο καλντερίμι. Δεν ήταν στα καλά του σήμερα τον έσφαζαν πάλι οι ρευματισμοί, μάτι δεν είχε κλείσει όλη νύχτα. "Ηπιε πρωί πρωί δυό τρία νεροπότηρα ρακή, για γιατρικό, μα του κάκου: οι πόνοι δε σκολνούσαν. Μήτε ή ρακή τους έβανε κάτω.
-Μωρέ, αν δεν ντρεπόμουν, μουρμούρισε, κι άρχιζα τις φωνές, μπορεί ν' αλάφρωναν οι πόνοι μα έλα που δε με αφήνει το παντέρμο το φιλότιμο! Και πρέπει να περπατώ ντούρος και να κάνω πως γελώ. Κι αν πέσει χάμω το ραβδί μου, να μην αφήσω κανέναν κερατά να με βοηθήσει, μά να σκύψω μοναχός μου να το πιάσω, «Δάγκανε, μωρέ καπετάν Φουρτούνα, τα χείλη, όρτσα τα πανιά, κατακέφαλα στο κύμα, βάρδα μήν ντροπιαστείς! Μπόρα είναι, μαθές, κι η ζωή, θα περάσει!»

....
....
....
(Ο ΠΑΠΑΣ ΤΗΣ ΛΥΚΟΒΡΥΣΗΣ)
"-Ψωριάριδες, ψειριάριδες, ρεμπέτες, φώναξε, πού δεν έχετε μια πατουχιά χώμα και φωνάζετε: "Είμαστε αδέρφια!", γιατί; για να μοιράσουμε τάχα αδερφικά και να μας φάτε τα μισά... Ποιος σου' βαλε, μωρέ σεσέμη, τις παλάβρες αυτές στο κεφάλι;
-Ο Χριστός, αποκρίθηκε ο Μανολιός.
-Τον κακό σου τον καιρό. Ποιός Χριστός μωρέ; Ο δικός σας, όχι ο δικός μου."
....
(Ο ΠΑΠΑΣ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ)
"-Πώς πρέπει να αγαπούμε το Θεό, γεροντά μου; ρώτησε.
-Αγαπώντας τους ανθρώπους, παιδί μου.
-Και πώς πρέπει να αγαπούμε τους ανθρώπους;
- Μοχτώντας να τους φέρουμε στο σωστό δρόμο.
-Και ποιος είναι ο σωστός δρόμος;
-Ο ανήφορος."