Χένρυ Μίλλερ ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ |
---|
Χένρυ ΜίλλερΤροπικός του Καρκίνου(Απόσπασμα)[…]Στον μεσημβρινό του χρόνου δεν υπάρχει αδικία: υπάρχει μονάχα ηκίνηση της ποίησης που γεννάει την ψευδαίσθηση της αλήθειας και τουδράματος. Εάν σε οποιαδήποτε στιγμή έρθει κάποιος ενώπιος ενωπίω μετο απόλυτο, τότε η μεγαλειώδης ευσπλαχνία που κάνει ανθρώπους ,όπως ο Γκαουτάμα και ο Ιησούς, να μοιάζουν θεϊκοί, παγώνει και χάνεταιτο τερατώδες δεν είναι ότι οι άνθρωποι μπόρεσαν ρόδα ναδημιουργήσουν από τούτη τη στοιβαγμένη κόπρο αλλά ότι, για κάποιολόγο ανεξιχνίαστο, είχαν θελήσει να δημιουργήσουν ρόδα. Για τον ένα ήγια τον άλλο λόγο, ο άνθρωπος θέλει το θαύμα, το αναζητάει, και για να τοκατορθώσει θα πρέπει να πορευθεί μέσα από το αίμα. Θα διαφθαρεί απότις ιδέες, σε μια σκιά θα περιορίσει τον εαυτό του αν για ένα δευτερόλεπτοστη ζωή του όλη μπορέσει να κλείσει τα μάτια απέναντι στηναποτροπιαστική πραγματικότητα. Τα πάντα υπομένει – την ατίμωση, τονεξευτελισμό, την ένδεια, τον πόλεμο, το έγκλημα, την πλήξη – μπροστάστην πίστη ότι μες στη νύχτα κάτι θα συμβεί, ένα θαύμα, που θα κάνει τηζωή υποφερτή. Και αδιάκοπα, όλο το χρονικό διάστημα, έναςκαταμετρητής τρέχει εδώ κι εκεί εντός μας και δεν υπάρχει χέρι να μπορείνα τον φτάσει και να τον παύσει. Ναι, όλη την ώρα κάποιος τρώει τηςζωής τον άρτο και πίνει της ζωής τον οίνο, κάποιος χοντρός παπάς σανκατσαρίδα που κρύβεται στα κελάρια καταβροχθίζει τον άρτο καιμπεκροπίνει με τον οίνο, ενώ πάνω απ’ το φως ενός δρόμου έναςοικοδεσπότης φάντασμα αγγίζει τα χείλη και το αίμα γίνεται άχρωμο σαντο νερό. Κι έξω από το δίχως σταματημό μαρτύριο και τη δίχωςσταματημό δυστυχία κανένα θαύμα δεν γίνεται, κανένα έστωμικροσκοπικό κατάλοιπο ανακούφισης. Μονάχα ιδέες, ωχρές,εξασθενημένες ιδέες που πρέπει να παχύνουνε για το σφαγείο – ιδέεςπου παρουσιάζονται σαν τη χολή, σαν τα εντόσθια ενός γουρουνιού όταντου ανοίγουνε το κουφάρι. «Λαχταρώ έναν κόσμο, όπου οι άντρες και οι γυναίκες θα’ ναι σιωπηλοίσαν τα δέντρα (γιατί, αλίμονο, στον κόσμο μας μιλούμε τόσο πολύ, που τοπράγμα έχει καταντήσει αφόρητο). Έναν κόσμο όπου οι ποταμοί –ανώνυμοι, άγνωστοι, ελεύθεροι από κάθε μυθολογία – θα σε κουβαλούναπό μέρος σε μέρος και θα σε φέρνουν σ’ επαφή μ’ άλλους ανθρώπουςκαι θα σε βοηθούν να γνωρίσεις την αρχιτεκτονική, τη θρησκεία, τα φυτάκαι τα ζώα διάφορων τόπων. Ποθώ μεγάλους κι αδάμαστους ποταμούς,χωρίς βάρκες και πλοία, ποταμούς που μέσα τους θα πνίγονται ταανθρώπινα όντα, βουλιάζοντας όχι πια στο μύθο, την παράδοση, ταβιβλία και τη σκόνη του παρελθόντος, αλλά στο χρόνο, στο διάστημα καιστην ιστορία. Ποταμούς τεράστιους, δημιουργούς απέραντων ωκεανών,όμοιων με τον Δάντη και τον Σαίξπηρ, ποταμούς που δε θα κινδυνεύουννα ξεραθούν μες στο κενό του παρελθόντος. Ωκεανούς, ναι! Ας βρούμε,στην ανάγκη ας εφεύρουμε νέους ωκεανούς, παρθένους, άγνωστους, πουθα μας ξεπλύνουν απ’ το παρελθόν, ωκεανούς που θα δημιουργήσουννέες γεωλογικές κατατάξεις και νέους γεωλογικούς σχηματισμούς, νέεςτοπογραφικές θέσεις και παράξενες, τρομαχτικές ηπείρους.Εμπρός! […] Μας χρειάζεται ένας κόσμος κατοικημένος από άντρες και γυναίκες πουθα κουβαλούν ανάμεσα στα σκέλια τους ένα μοτέρ, μας χρειάζεται έναςκόσμος κυριευμένος από φυσική μανία, πάθος, δράμα, δράση, όνειρα,τρέλα. Ένας κόσμος δημιουργός εκστατικών στιγμών, όχι παραγωγόςπορδών. Πιστεύω πως σήμερα, πιότερο από ποτέ, είμαστε υποχρεωμένοινα σκαλίζουμε τα βιβλία, ακόμα κι αν στο καθένα απ’ αυτά δεν υπάρχειπαρά μονάχα μια αξιόλογη σελίδα, γιατί οφείλουμε να ψάχνουμεακατάπαυστα, για να βρούμε το κάθε κομμάτι, το κάθε ξεσκαλίδι, το κάθεθραύσμα που θα μπορούσε να περικλείει μέσα του λίγο μέταλλο, τοκαθετί που θα μπορούσε να βοηθήσει στην ανάσταση των ψυχών και τωνσωμάτων. Μπορεί βέβαια να ‘μαστε όλοι καταδικασμένοι, μπορεί να μηνυπάρχει ελπίδα σωτηρίας για κανέναν μας, αλλά ακόμα κι αν αυτόαληθεύει, δεν είναι σωστό να παραδοθούμε και να υποκύψουμε στη μοίραμας δίχως μάχη»…. […] Μετέφερα τη γραφομηχανή στο διπλανό δωμάτιο όπου μπορώνα κοιτιέμαι στον καθρέφτη ενόσω γράφω.Η Τάνια είναι σαν και την Ιρέν. Περιμένει κάτι σπουδαίο.Αλλά υπάρχει και μια άλλη Τάνια, η Τάνια σαν μεγάλος σπόροςπου απλώνει γύρη ολόγυρα — ή ας πούμε, κομμάτι σαν τονΤολστόι, σαν στάβλος όπου θάβουνε το έμβρυο. Η Τάνια είναιένας πυρετός — les voies urinaires, Café de la Liberté,η πλατεία των Βοσγίων, φανταχτεροί λαιμοδέτες στο βουλεβάρτοΜονπαρνάς, σκοτεινά λουτρά, κρασί Porto Sec, σιγαρέταAbdullah, το αντάτζιο της σονάτας Pathétique, ακουστικάβαρηκοΐας, ανεκδοτολογικές συνάξεις, στήθη ηλιοκαμένα, βαριέςκαλτσοδέτες, τι ώρα είναι, χρυσαφένιοι φασιανοί γεμιστοί μεκάστανα, μεταξένια κρινοδάχτυλα, αχνά δειλινά που γυρίζουνστο χρώμα του λιόπουρνου, ακρομεγαλία, καρκίνος και παραλήρημα,θερμά πέπλα, μάρκες του πόκερ, αιμάτινα χαλιά καιαπαλά μεριά. Η Τάνια λέει δυνατά για να την ακούσουν οιπάντες: «Τον αγαπώ!». Και ενώ ο Μπόρις προθερμαίνεται μεουίσκι, η Τάνια λέει: «Έλα κάτσε εδώ! Ω Μπόρις… Ω, η Ρωσία…τι να κάνω; Σκάω!». Τις νύχτες, σαν βλέπω το μουσάκι του Μπόρις πάνω στομαξιλάρι, με πιάνει υστερία. Ω Τάνια, πού είναι τώρα το ζεστόσου το μουνί, εκείνες οι πλούσιες, βαριές καλτσοδέτες, εκείνατα τρυφερά τροφαντά σου μπούτια; Έχω ένα κόκαλο στο καυλίμου, έξι ίντσες πράμα. Θα χωθώ σε κάθε πτυχή του μουνιούσου, Τάνια, με σπέρμα θα σ’ το πλημμυρίσω. Θα σε στείλωσπίτι σου, στον Σιλβέστρο σου, μ’ έναν πόνο στην κοιλιά και μετη μήτρα σου τα μέσω έξω. Ο Σιλβέστρος σου! Τώρα μάλιστα!Ναι, δεν λέω, ξέρει να ανάψει μια πυρά, αλλά εγώ ξέρω ναπυρακτώσω ένα μουνί. Θα εξαπολύσω βέλη καυτά μέσα σου,Τάνια, τις ωοθήκες σου θα πυρώσω. Ζηλεύει λιγουλάκι τώρα οκαλός σου ο Σιλβέστρος; Νιώθει κάτι, καλά δεν λέω; Νιώθει ταχνάρια απ’ το καλό μου το καυλί. Άνοιξα κομμάτι τις όχθες. Τιςζάρες ισοπέδωσα. Μετά το πέρασμά μου, μπορείς να πάρειςντορήδες, ταύρους, κριούς, πάπιους, σκυλιά του ΑγίουΒερνάρδου. Μπορείς να παραγεμίσεις το απευθυσμένο σου μεβατράχια, νυχτερίδες, σαύρες. Μπορείς να χέσεις αρπισμούςάμα κάνεις κέφι, ή να δέσεις ένα σαντούρι στον αφαλό σου. Σεγαμάω, Τάνια, έτσι που για πάντα να μείνεις γαμημένη. Κι ανφοβάσαι δημόσια να γαμηθείς, θα σε γαμάω κατά μόνας. Θακόψω μερικές τρίχες απ’ το μουνί σου και θα τις κολλήσω στουΜπόρις το πιγούνι. Την κλειτορίδα σου θα δαγκάσω και θαφτύσω δυο κομμάτια ίσαμ’ ένα φράγκο το καθένα…Μπλε ο ουρανός σαν το λουλάκι, καθάριος, δίχως πια ταχνουδωτά του σύγνεφα, δέντρα κάτισχνα ν’ απλώνονταιατελείωτα, με τα μαύρα τους κλωνάρια να γνέφουν σανυπνοβάτες. Ζοφερά, φασματικά δέντρα, με κορμούς χλωμούςσαν του πούρου τη στάχτη. Μια σιωπή απόλυτη κι ολότελαευρωπαϊκή. Τα πατζούρια κλειστά, τα μαγαζιά σφαλιστά. Μιακόκκινη ανταύγεια από την καύτρα ενός τσιγάρου εδώ κι εκείσημαδεύει το ραντεβού δύο ερωτευμένων. Τραχιές οιπροσόψεις, σχεδόν αποτρεπτικές — άμωμες εξόν από τιςσκιερές κηλίδες που απλώνουν τα δέντρα. Καθώς περνώ απ’την Ορανζερί, φέρνω στο νου μου ένα άλλο Παρίσι, το Παρίσιτου Μομ, του Γκογκέν, του Τζορτζ Μουρ το Παρίσι. Σκέφτομαιεκείνο τον τρομερό Σπανιόλο που κατέπληξε τότε όλον τονκόσμο με τα ακροβατικά του άλματα από τεχνοτροπία σετεχνοτροπία, από στιλ σε στιλ. Σκέφτομαι τον Σπένγκλερ και τατρομερά του μανιφέστα, και αναρωτιέμαι αν το στιλ, το μεγάλοστιλ, ναι, το στιλ το μεγαλειώδες, έχει πια για πάντα χαθεί. Λέωότι το μυαλό του ήταν με τέτοιες σκέψεις κατακλυσμένο, αλλάδεν είναι αλήθεια — αργότερα πια, μετά που διέσχισα τονΣηκουάνα, μετά που άφησα πίσω όλο αυτό το φωταγωγημένοκαρναβάλι, άφησα το νου μου με τέτοιες σκέψεις να παίξει. Γιατην ώρα, δεν μπορώ τίποτε να σκεφτώ — μονάχα ότι είμαι μιαπαλλόμενη ευαισθησία, ένας αισθητήρας, καρφωμένος από τοθαύμα τούτων των νερών που αντανακλούν έναν λησμονημένοκόσμο. Στις όχθες τα δέντρα γέρνουν βαριά πάνω στονθαμπωμένο καθρέφτη — όταν ο αγέρας τα ανυψώνει και ταγεμίζει με το χαμηλότονο μελωδικό θρόισμα, αφήνουν λίγαδάκρυα να κυλήσουν κι αναριγούν καθώς το νερόστριφογυρνάει κάτωθέ τους. Ασφυκτιώ μ’ αυτό. Και δεν υπάρχειψυχή για να κοινοποιήσω έστω κι ένα κλάσμα από τησυγκίνηση που με διαπερνά… Το πρόβλημα της Ιρέν είναι ότι έχει μια βαλίτσα αντί για μου νί.Θέλει μεγάλα λόγια να της χώνεις στη βαλίτσα της. Πελώρια,avec des choses inouïes. Η Λόνα πάλι, αυτή ναι, είχε μουνίαυτή. Το ξέρω γιατί έκοβε και μας έστελνε μερικές τρίχεςαποκεί κάτω. Η Λόνα — ένα ανήμερο πλάσμα που ρούφαγεάπληστα την ηδονή απ’ τον αέρα. Σε κάθε λόφο έκανε τηνπόρνη — και μερικές φορές το ’κανε σε τηλεφωνικούςθαλάμους, και σε τουαλέτες. Αγόρασε ένα κρεβάτι για τονΒασιλιά Κάρολο κι ένα κύπελλο ξυρίσματος με χαραγμένα τ’αρχικά του. Την άραζε στην Τότεναμ Κορτ Ρόουντ, σήκωνε τοφόρεμά της και χαϊδευόταν. Το ’κανε και με κεριά, μεπυροτεχνήματα, και με πόμολα ακόμα. Ουδείς πούτσος επίγης δεν ήταν αρκετά μεγάλος για δαύτη… ουδείς. Οι άντρεςέμπαιναν μέσα της, χώραγαν και κολύμπαγαν. Ήθελευπερμεγέθεις πούτσους, αυτοπυροδοτούμενες ρουκέτες, καυτόκοχλάζον καύσιμο καμωμένο από κερί και κριεζώτο. Θα σου’κοβε κάλλιστα το πουλί και θα το κράταγε μπηγμένο μέσα τηςγια πάντα, αν της έδινες την άδεια. Ένα μουνί στοεκατομμύριο, αυτή η Λόνα! Ένα μουνί-πείραμα εργαστηρίουδίχως χαρτί ηλιοτροπίου ικανό να πάρει το χρώμα του. Ήταν κιαρχιψεύτρα, αυτή η Λόνα. Ποτέ δεν αγόρασε το κρεβάτι γιατον Βασιλέα Κάρολό της. Τον έστεψε με μια μποτίλια ουίσκι κιη γλώσσα της ήτανε τίγκα στις ψείρες και στα αύριο. Α, τονέρμο τον Κάρολο, άλλο δεν μπορούσε να κάνει εξόν απ’ το ναζαρώσει μέσα της και να πεθάνει. Εκείνη έπαιρνε μια βαθιάανάσα κι εκείνος γλιστρούσε από μέσα της και σωριαζόταν —σαν ψόφιο στρείδι. Πελώρια, μεγάλα λόγια, avec des choses inouïes. Μια βαλίτσαδίχως λουριά. Μια κλειδαριά χωρίς κλειδιά. Είχε στόμαγερμανικό, γαλλικά αυτιά, ρωσικό πισινό. Διεθνές μουνί. Ότανανέμιζε τη σημαία ήταν κόκκινη ίσαμε το λαρύγγι. Έμπαινεςστο βουλεβάρτο Ζιλ-Φερί κι έβγαινες στην Πορ ντε λα Βιγιέτ.Άφηνες τα γλυκάδια σου μες στο κάρο μεταφοράς μελλοθανάτων — κόκκινο κάρο, δίτροχο το δίχως άλλο. Στη συμβολή τουΟυρκ και του Μάρνη, όπου τα νερά ρέουν μέσα απ’ τουςυδατοφράχτες και απλώνονται σαν γυαλί κάτω απ’ τις γέφυρες.Η Λόνα είναι αραχτή εκεί τώρα, και το κανάλι είναι γεμάτογυαλιά και σκλήθρες — οι μιμόζες θρηνούν, και μια υγρή,ομιχλώδης πορδή πέφτει στα παραθυρόφυλλα. Ένα μουνί στοεκατομμύριο, αυτή η Λόνα! Όλη ένα μουνί, όλη ένας γυάλινοςκώλος όπου μπορείς να διαβάσεις την ιστορία του Μεσαίωνα από Εκδόσεις Μεταίχμιο Μετάφραση Γιώργος – Ίκαρος Μπαμπασάκης |