,
Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε

ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

Ο «Προμηθέας» είναι ένα ποίημα του Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε, στο οποίο ο μυθικός Προμηθέας απευθύνεται στον Δία με περιφρόνηση, υποστηρίζοντας ότι ο άνθρωπος μόνος φτιάχνει την τύχη μόνος του και δεν έχει καμία βοήθεια απο τους Θεούς.

Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε

Ποιήματα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Σκέπαζε τον ουρανό σου, Ζεύ,
με καταχνιά,
και παιδεύσου, όπως το παιδί,
που αποκεφαλίζει αγκάθια
με τις δρύς
και με τις κορυφές των βουνών.
Όμως θα αφήσεις τη γη μου να στέκει
και την καλύβα μου,
που δεν την έχτισες 'Εσύ,
και την εστία μου,
που για τη θράκα της
με φθονείς.
Δεν γνωρίζω τίποτε πιο φτωχό
κάτω από τον ήλιο
παρά 'Εσάς, Θεοί !
τρέφετε φτωχά
με θυσίες και προσευχές
τη μεγαλειότητά σας.
Και θα σας έλειπαν τα προς το ζην,
αν δεν ήταν παιδιά και ζητιάνοι,
ευέλπιδες τρελλοί.
Όταν ήμουνα παιδί, δεν ήξερα τι να κάνω.
Έστρεφα το πλανεμένο βλέμμα
προς τον ήλιο,
σαν να ήταν εκεί πάνω ένα αυτί,
ν' ακούσει το παράπονό μου,
μια καρδιά σαν τη δική μου,
να λυπηθεί τον βαριόμοιρο,
Ποιός με βοηθούσε όταν χτυπούσα
την αυθάδεια των τιτάνων;
ποιος μ' έσωζε από τον θάνατο,
από τη δουλεία ;
Εσύ δεν τ’ αποτέλειωσες όλα
άγια, πυρωμένη καρδιά;
και φλεγόσουνα νέα και καλή,
απατημένη, ευχαριστία για τη σωτηρία
προς εκείνον που κοιμάται εκεί πάνω;
Να τιμήσω εγώ εσένα;
Γιατί;
Μαλάκωσες ποτέ τους πόνους
κανενός ταλαιπωρημένου;
Σταμάτησες ποτέ τα δάκρυα
κανενός πονεμένου;
Δεν με σφυρηλάτησε ως άνδρα
ο παντοδύναμος χρόνος
και η αιώνια μοίρα δεν σφυρηλάτησε,
τους κυρίους μου και τους δικούς σου;
Νόμιζες μήπως
θα έπρεπε να μισήσω τη ζωή,
να προσφύγων στην ερημιά,
επειδή δεν ωρίμασαν
τ' ανθισμένα όνειρα;
Εδώ μένω και μορφώνω ανθρώπους
κατά την εικόνα μου.
Μια γενιά που να μου μοιάζει,
να πάσχει και να κλαίει,
ν' απολαμβάνει και να ευφραίνεται,
και σένα Ζευ, να μην σε τιμά
όπως ακριβώς κι εγώ!

Η Χαρά
Ζητώ τη χαρά πότε εδώ πότε εκεί!
Που είσαι; πείτε μου που κατοικεί;
Δεν είναι σε λόφους σε όρη υψηλά.
Πείτε μου, που η μορφή της γελά;
Σε βάθη κοιλάδων επήγα ζητώντας
Είδα ρυάκια να πέφτουν με κρότο
Να παίζουν με τρεχούμενα νερά καθαρά
Μαζί τους δεν έπαιζε εκεί η χαρά
Την ζήτησα στην σκιά των δασών
Γελώντας με τα φώτα αστέρων χρυσών
Πτηνό καθόταν σε μυρσίνη χλωρή
Όμως έψαλε θρήνους και όχι χαρά
Την έψαξα σε εύθυμους χορούς
Σε δείπνα λαμπρά και ηχηρά
Σε φώτα, σε σκεύη χρυσά κι αργυρά
Ωστόσο ούτε σε αυτά ευρέθη η χαρά
Την έφτασα τέλος, την βρήκα μακριά
Μακριά σε χωριό μια κοιλάδας μικρής
Τριγύρω της είχε παιδιά αρκετά
Και πηδούσε με εκείνα και γελούσε μ αυτά
Που είστε καλοί παιδικοί μου καιροί
Εφώναξα τότε με στήθος βαρύ
Πλην όμως την είδα, πετά η χαρά,
Και αυτήν είναι η πρώτη και τελευταία φορά.

ΤΟ ΕΞΩΤΙΚΟ
Ποιος τα μεσάνυχτα καβαλικεύει;
Είν' ο πατέρας με το παιδί·
το 'χει στα στήθια του και το χαϊδεύει
και κάπου σκύβει και το φιλεί.
-Παιδί μου, τι έκρυψες το πρόσωπό σου;
-Δε βλέπεις τ' άγριο το ξωτικό,
πατέρα; πέρασε απ' το πλευρό σου·
-Τα νέφια απλώνονται εις το νερό.
-Παιδί μου, έλα στη συντροφιά μου,
μ' αρέσ' η όψις σου η δροσερή,
περίσσια λούλουδα έχ' η οχθιά μου,
κι έχ' η μητέρα μου στολή χρυσή.
-Ακούς, πατέρα μου, ακούς τι λέει;
Με θέλει σύντροφο το ξωτικό·
-Παιδί μου, ησύχασε, τ' αέρι κλαίει
σ' άγριο χαμόδενδρο, θάμνο ξερό.
-Παιδί μου, έλα τι σε τρομάζει;
θα 'χεις τις κόρες μου για συντροφιά,
που όταν τη λίμνη μας νύχτα σκεπάζει,
χορεύουν εύθυμες στην αμμουδιά.
-Πατέρα, κοίταξε· δε βλέπεις πέρα,
σαν να χορεύουνε οι κορασιές;
-Παιδί μου, βλέπω απ' τον αέρα,
κουνιούνται πένθιμα γριές ιτιές.
-Μ' αρέσει η όψη σου, χρυσό μου αστέρι,
μα συ δεν έρχεσαι· σε παίρνω εγώ…
-Πατέρα, άπλωσε το άγριο χέρι,
πατέρα, μ' έπνιξε το ξωτικό.
Τρέμει ο πατέρας του και τ' άλογό του
κεντά και χάνεται σαν αστραπή·
φθάνει στη θύρα του… ωιμέ το γιο του
κρύο στον κόρφο του, νεκρό κρατεί.
μτφρ. Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος
(Ζαν Μορεάς) (1856-1910)