Βίκτωρ Φρανκλ ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ Ένα βιβλίο σχετικά με την επιβίωση και ειδικότερα με την εσωτερική δύναμη που γεννά η ύπαρξη κάποιου νοήματος στη ζωή ενός δοκιμαζόμενου ανθρώπου. Ο εβραίος συγγραφέας του βιβλίου φυλακίστηκε σε ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης και κρατήθηκε στη ζωή χάριν του έρωτά για τη γυναίκα του και την θέληση για να διηγηθεί όλα όσα βίωσε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. |
---|
Βίκτωρ Φρανκλ
Αποσπάσματα απόΕκδόσεις Ψυχογιός Από την εισαγωγή «Μη επιδιώκετε την επιτυχία – όσο πιο πολύ την επιδιώκετε και τη θέτετε ως στόχο, τόσο πιο πολύ θα τη χάνετε. Γιατί την επιτυχία, όπως και την ευτυχία, δεν μπορείτε να τις κυνηγήσετε· πρέπει να προκύψουν, και προκύπτουν μόνο ως ακούσιο επακόλουθο της αφοσίωσής σας σε ένα σκοπό που υπερβαίνει τον εαυτό σας ή ως υποπροϊόν της αφοσίωσής σας σε έναν άλλο άνθρωπο, εκτός του εαυτού σας. Η ευτυχία μπορεί μόνο να «συμβεί», και το ίδιο ισχύει και για την επιτυχία: το μόνο που μπορείτε να κάνετε είναι να της επιτρέψετε να εμφανιστεί με το να μη φροντίζετε γι’ αυτήν. Θέλω να ακούτε ότι σας προστάζει να κάμνετε η συνείδησή σας, και να συνεχίζετε να το κάμνετε με όλη σας την επίγνωση [με φιλότιμο]. Τότε θα ζήσετε για να δείτε ότι μακροπρόθεσμα –μακροπρόθεσμα, λέω!– η επιτυχία θα σας ακολουθήσει, ακριβώς επειδή θα έχετε πλέον ξεχάσει να σκέφτεστε γι' αυτή». [...] «Δυνάμεις πέρα από τον έλεγχο σου μπορούν να σου πάρουν όλα όσα έχεις, εκτός από ένα, την ελευθερία σου να επιλέξεις πως θα αντιδράσεις στην κατάσταση. Δεν μπορείς πάντα να ελέγχεις τι συμβαίνει στη ζωή σου, αλλά πάντα μπορείς να ελέγχεις τι θα αισθανθείς και τι θα κάνεις σχετικά με αυτό που σου συμβαίνει. Έτσι ποτέ δεν μένουμε δίχως τίποτα εφόσον διατηρούμε την ελευθερία να επιλέξουμε πως θα αντιδράσουμε» . [...] 1ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΑΥΤΟ ∆Ε ∆ΙΑΤΕΙΝΕΤΑΙ ότι είναι µια περιγραφή γεγονότων και συµβάντων, αλλά προσωπικών εµπειριών και µάλιστα εµπειριών που εκατοµµύρια κρατούµενοι υπέστησαν ξανά και ξανά. Είναι η βιωµένη ιστορία ενός στρατοπέδου συγκέντρωσης, όπως την αφηγείται ένας από τους επιζήσαντες. Αυτή η ιστορία δεν καταπιάνεται µε τις µεγάλες θηριωδίες που ήδη έχουν περιγραφτεί αρκετά συχνά (αν και λιγότερο συχνά γίνονται πιστευτές), αλλά καταπιάνεται µε µια πληθώρα µικρών βασάνων. Με άλλα λόγια, θα προσπαθήσει να απαντήσει στην ερώτηση: πώς συλλογιζόταν την καθηµερινή ζωή σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης ο µέσος κρατούµενος; Τα πιο πολλά συµβάντα που καταγράφονται εδώ δε σηµειώθηκαν στα µεγάλα και διαβόητα στρατόπεδα, αλλά στα µικρά, εκεί όπου διεξαγόταν το µεγαλύτερο µέρος των αληθινών εξοντώσεων. Αυτή εδώ δεν είναι µια ιστορία για τα βάσανα και το θάνατο σπουδαίων ηρώων και µαρτύρων, ούτε για τους πιο διακεκριµένους Κάπο –κρατούµενοι που δρούσαν ως έµπιστοι και είχαν ιδιαίτερα προνόµια–, ούτε για φηµισµένους κρατουµένους. Συνεπώς δεν καταπιάνεται µε τα βάσανα των ισχυρών, αλλά µε τις θυσίες, τη σταύρωση και τους θανάτους της µεγάλης στρατιάς των άγνωστων και µη καταγεγραµµένων θυµάτων. Ακριβώς αυτούς τους κοινούς κρατουµένους, οι οποίοι δεν είχαν διακριτικά στα µανίκια τους, καταφρονούσαν πιο πολύ οι Κάπο. Ενώ αυτοί οι συνηθισµένοι κρατούµενοι είχαν λιγοστά ή και καθόλου τρόφιµα, οι Κάπο δεν πεινούσαν ποτέ µάλιστα, πολλοί από τους Κάπο σιτίζονταν καλύτερα από ό,τι σε όλη τους τη ζωή. Συχνά ήσαν απέναντι στους κρατουµένους πολύ πιο βάναυσοι απ’ όσο οι φρουροί τους, και τους ξυλοκοπούσαν πιο άγρια απ’ όσο οι άντρες των Ες-Ες. Αυτούς τους Κάπο, φυσικά, οι ναζί τούς επέλεγαν µονάχα µεταξύ εκείνων των κρατουµένων, των οποίων ο χαρακτήρας υποσχόταν ότι θα ήσαν κατάλληλοι για τέτοιες διαδικασίες, και εάν δε συµµορφώνονταν µε ό,τι περίµεναν από αυτούς να κάνουν, τότε υποβιβάζονταν πάραυτα. Σύντοµα γίνονταν σε µεγάλο βαθµό σαν τους άντρες των Ες-Ες και τους δεσµοφύλακες στα στρατόπεδα, και άρα µπορούν να κριθούν µε µια παρεµφερή ψυχολογική βάση. Είναι εύκολο για τον ξένο προς αυτή την εµπειρία να έχει εσφαλµένη αντίληψη σχετικά µε τη ζωή στα στρατόπεδα, µια αντίληψη αναµεµειγµένη µε συναισθηµατισµό και οίκτο. Λίγα γνωρίζει για τη σκληρή µάχη για την επιβίωση που µαινόταν ανάµεσα στους κρατουµένους. Ήταν ένας απηνής αγώνας για τον επιούσιο άρτο και για τη ζωή την ίδια, για χάρη του εαυτού σου ή για χάρη ενός καλού φίλου. Ας πάρουµε την περίπτωση µιας µεταφοράς που επίσηµα ανακοινώθηκε σαν διακόµιση ενός ορισµένου αριθµού κρατουµένων σε ένα άλλο στρατόπεδο^ αλλά µπορούσες να µαντέψεις στα σίγουρα ότι ο τελικός προορισµός θα ήσαν οι θάλαµοι αερίων. Ένας αριθµός από άρρωστους ή αδύναµους κρατουµένους, ανήµπορους για εργασία, θα στελνόταν σε ένα από τα µεγάλα στρατόπεδα που ταν θαλάµους αερίων και κρεµατόρια. Η διαδικασία επιλογής ήταν το σινιάλο για µια ξέφρενη µάχη ανάµεσα σε όλους τους κρατουµένους ή µιας οµάδας ενάντια σε µιαν άλλη. Το µόνο που είχε σηµασία ήταν το όνοµά σου ή το όνοµα ενός φίλου σου να διαγραφεί από τον κατάλογο των θυµάτων, αν και οι πάντες ήξεραν ότι για κάθε άνθρωπο που θα σωζόταν θα έπρεπε να βρεθεί κάποιο άλλο θύµα. Ένας συγκεκριµένος αριθµός κρατουµένων έπρεπε να φύγει µε κάθε µεταφορά. ∆εν είχε στ’ αλήθεια σηµασία ποιοι, µια και ούτως ή άλλως καθένας τους δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένας αριθµός. Με την είσοδό τους στο στρατόπεδο (τουλάχιστον αυτή ήταν η µέθοδος στο Άουσβιτς) τους έπαιρναν όλα τους τα χαρτιά, µαζί µε τα υπάρχοντά τους. Κάθε κρατούµενος, συνεπώς, είχε την ευκαιρία να δηλώσει ένα ψεύτικο όνοµα ή επάγγελµα και για ποικίλους λόγους πολλοί το έκαναν αυτό. Οι Αρχές ενδιαφέρονταν µονάχα για τον αριθµό των αιχµαλώτων. Αυτός ο αριθµός συχνά είχε εντυπωθεί µε τατουάζ πάνω στο δέρµα τους, και επίσης έπρεπε να ραφτεί σε ένα ορισµένο σηµείο στο παντελόνι, στο σακάκι ή στο πανωφόρι. Αν κάποιος φύλακας ήθελε να κατηγορήσει για κάτι έναν κρατούµενο, απλώς έριχνε µια µατιά στον αριθµό του (και πόσο τις τρέµαµε τέτοιες µατιές!) δεν τον ρωτούσε ποτέ πώς τον λένε. Ας επιστρέψουµε, όµως, στο κοµβόι που ετοιµάζεται να αναχωρήσει. ∆εν υπήρχε µήτε χρόνος µήτε επιθυµία να εξετάσεις πνευµατικά ή ηθικά ζητήµατα. Κάθε άντρας είχε µονάχα µια σκέψη στο κεφάλι του: να µείνει ζωντανός για την οικογένεια που τον περίµενε στο σπίτι, και να σώσει τους φίλους του. ∆ίχως κανένα δισταγµό, συνεπώς, κανόνιζε έτσι ώστε ένας άλλος αιχµάλωτος, ένας άλλος «αριθµός», να πάρει τη θέση του στη µεταφορά. Όπως έχω ήδη αναφέρει, η διαδικασία µε την οποία επέλεγαν τους Κάπο ήταν αρνητική διάλεγαν για τούτη τη δουλειά µονάχα τους πιο κτηνώδεις κρατουµένους (καίτοι υπήρχαν και µερικές ευτυχείς εξαιρέσεις). Αλλά πέρα από την επιλογή των Κάπο, την οποία αναλάµβαναν οι Ες-Ες, υπήρχε και ένα είδος αυτοεπιλογής που διεξαγόταν όλη την ώρα ανάµεσα σε όλους τους κρατουµένους. Κατά µέσον όρο, µπορούσαν να παραµείνουν ζωντανοί µονάχα εκείνοι οι κρατούµενοι που, ύστερα από χρόνια εξουθενωτικής οδοιπορίας από το ένα στρατόπεδο στο άλλο, είχαν χάσει όλους τους ενδοιασµούς τους στη µάχη για την επιβίωση ήσαν προετοιµασµένοι να χρησιµοποιήσουν κάθε µέσο, έντιµο και µη, κάθε κτηνώδη δύναµη, κλεψιά και προδοσία των φίλων τους, προκειµένου να σώσουν τον εαυτό τους. Εµείς που έχουµε επιστρέψει, µε τη βοήθεια πολλών τυχαίων περιστάσεων ή θαυµάτων – ας το πει όπως θέλει ο καθένας– ξέρουµε: οι καλύτεροι από εµάς δεν επέστρεψαν. Υπάρχουν ήδη καταγεγραµµένες πολλές τεκµηριωµένες αφηγήσεις σχετικά µε τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Εδώ, τα γεγονότα θα έχουν σηµασία µόνον εφόσον είναι µέρος των εµπειριών ενός ανθρώπου. Αυτήν ακριβώς τη φύση των εν λόγω εµπειριών θα επιχειρήσει να περιγράψει το παρόν πόνηµα. Για εκείνους που ήσαν έγκλειστοι σε κάποιο στρατόπεδο, θα επιχειρήσει να εξηγήσει την εµπειρία τους υπό το φως της σηµερινής γνώσης. Και για εκείνους που βρέθηκαν κάποτε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης ίσως συµβάλλει στο να αντιληφθούν και, πάνω απ’ όλα, να κατανοήσουν τις εµπειρίες εκείνου του πάρα πολύ µικρού ποσοστού κρατουµένων που επιβίωσαν και που τώρα βρίσκουν τη ζωή πολύ δύσκολη. Αυτοί οι πρώην κρατούµενοι συχνά λένε: «∆ε µας αρέσει να µιλάµε για τις εµπειρίες µας. ∆ε χρειάζονται εξηγήσεις για εκείνους που βρέθηκαν µέσα στα στρατόπεδα, και οι άλλοι δεν πρόκειται να καταλάβουν µήτε πώς αισθανόµασταν τότε µήτε πώς αισθανόµαστε τώρα». Η προσπάθεια µιας µεθοδικής παρουσίασης του θέµατος είναι πολύ δύσκολη, µια και η ψυχολογία απαιτεί µιαν ορισµένη επιστηµονική αποστασιοποίηση. Ωστόσο, είναι δυνατόν ένας άνθρωπος που κάνει τις παρατηρήσεις του, ενόσω είναι ο ίδιος κρατούµενος, να έχει την απαιτούµενη αποστασιοποίηση; Μια τέτοια αποστασιοποίηση είναι εγγυηµένη στον ξένο προς την εµπειρία των στρατοπέδων, αλλά αυτός είναι υπερβολικά αποµακρυσµένος ώστε να µπορεί να προβεί σε δηλώσεις µε αληθινή αξία. Μονάχα αυτός που βρέθηκε µέσα στα στρατόπεδα ξέρει. Οι κρίσεις του µπορεί να µην είναι αντικειµενικές^ οι εκτιµήσεις του µπορεί να είναι δυσανάλογες, αυτό είναι αναπόφευκτο. Πρέπει να γίνει προσπάθεια να αποφύγει τις όποιες προσωπικές προκαταλήψεις, και αυτή είναι η αληθινή δυσκολία ενός βιβλίου τέτοιου είδους. Συχνά θα πρέπει να βρω το κουράγιο να µιλήσω για πολύ προσωπικές εµπειρίες. Είχα την πρόθεση να γράψω αυτό το βιβλίο ανωνύµως, χρησιµοποιώντας µονάχα τον αριθµό µου ως κρατουµένου. Αλλά όταν ολοκληρώθηκε το χειρόγραφο, αντιλήφθηκα ότι ως ανώνυµη έκδοση θα έχανε τη µισή αξία του και ότι οφείλω να έχω το σθένος να δηλώσω τις πεποιθήσεις µου ανοιχτά. Συνεπώς απέφυγα να σβήσω την όποια παράγραφο, παρά την έντονη απαρέσκεια που µε διακατέχει προς κάθε επιδεικτικότητα. Θα αφήσω στους άλλους να διυλίσουν τα όσα περιέχονται στο παρόν βιβλίο και να τα µετατρέψουν σε στεγνές θεωρίες. Αυτές ίσως αποτελέσουν µια συµβολή στην ψυχολογία της ζωής στη φυλακή, η οποία ερευνήθηκε µετά τον Πρώτο Παγκόσµιο Πόλεµο και µας έκανε γνωστό το σύνδροµο του «συρµατοπλέγµατος». Είµαστε υπόχρεοι στον ∆εύτερο Παγκόσµιο Πόλεµο για το ότι εµπλούτισε τη γνώση µας σχετικά µε την «ψυχοπαθολογία των µαζών» (αν µου επιτρέπεται να παραθέσω µια παραλλαγή της φηµισµένης φράσης και τίτλου του βιβλίου του Λεµπόν), γιατί ο πόλεµος αυτός µας πρόσφερε τον πόλεµο των νεύρων και επίσης τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Καθώς αυτή η ιστορία έχει να κάνει µε τις εµπειρίες µου ως συνήθους κρατουµένου, είναι σηµαντικό να αναφέρω, όχι δίχως περηφάνια, ότι δε µε χρησιµοποίησαν ως ψυχίατρο στο στρατόπεδο ούτε καν ως γιατρό, παρά µονάχα τις τελευταίες εβδοµάδες. Ελάχιστοι συνάδελφοί µου ήσαν αρκετά τυχεροί ώστε να χρησιµοποιηθούν σε παραπήγµατα πρώτων βοηθειών µε κάποια θέρµανση, βάζοντας επιδέσµους καµωµένους από κοµµάτια παλιόχαρτα. Αλλά εγώ ήµουν ο Αριθµός 119104, και τον πιο πολύ καιρό έσκαβα και τοποθετούσα σιδηροτροχιές. Κάποια φορά, η δουλειά µου ήταν να σκάψω µια σήραγγα, χωρίς βοήθεια, για έναν κεντρικό αγωγό ύδατος κάτω από ένα δρόµο. Αυτό το επίτευγµα δεν πέρασε δίχως επιβράβευση, µόλις πριν από τα Χριστούγεννα του 1944, µου έκαναν δώρο κάποια λεγόµενα «κουπόνια πληρωµής». Αυτά τα εξέδιδε η κατασκευαστική εταιρεία, στην οποία ουσιαστικά είχαµε πουληθεί σαν σκλάβοι: η εταιρεία πλήρωνε στις Αρχές του στρατοπέδου κάθε µέρα µια καθορισµένη τιµή για κάθε κρατούµενο. Τα κουπόνια κόστιζαν στην εταιρεία πενήντα πφένιχ έκαστο και µπορούσες να τα ανταλλάξεις µε έξι τσιγάρα, συχνά ύστερα από κάµποσες εβδοµάδες, αν και µερικές φορές έχαναν την αξία τους. Έγινα ο περήφανος κάτοχος ενός κουπονιού που άξιζε δώδεκα τσιγάρα. Αλλά το πιο σηµαντικό ήταν ότι τα εν λόγω τσιγάρα µπορούσες να τα ανταλλάξεις µε δώδεκα σούπες, και δώδεκα σούπες ήσαν συχνά µια αληθινή λύτρωση από τη λιµοκτονία. Το προνόµιο όντως να καπνίζεις τσιγάρα το διατηρούσαν οι Κάπο, οι οποίοι είχαν την εξασφαλισµένη ποσότητα κουπονιών την εβδοµάδα^ ή πιθανόν κάποιος κρατούµενος που δούλεψε ως αρχιεργάτης σε κάποιο εργοτάξιο και έλαβε µερικά τσιγάρα σε αντάλλαγµα για το ότι έκανε επικίνδυνες δουλειές. Οι µοναδικές εξαιρέσεις σ’ αυτό ήσαν εκείνοι που είχαν χάσει τη θέλησή τους να ζουν και ήθελαν να «απολαύσουν» τις τελευταίες τους µέρες. Έτσι, όταν βλέπαµε ένα σύντροφο να καπνίζει τα ίδια του τα τσιγάρα, καταλαβαίναµε ότι είχε χάσει την πίστη του στο σθένος να συνεχίσει να ζει, και, άπαξ και χανόταν, η θέληση να ζήσεις σπανίως επέστρεφε. [...] Δεν υπάρχει τίποτα στον κόσμο, θα τολμήσω να πω, που θα βοηθούσε αποτελεσματικά κάποιον να επιβιώσει ακόμη και στις χειρότερες συνθήκες όσο η γνώση ότι υπάρχει ένα νόημα στη ζωή του. Υπάρχει μεγάλη σοφία στα λόγια του Νίτσε: «Αυτός που έχει ένα γιατί για να ζήσει, μπορεί να υπομείνει σχεδόν το κάθε τι» («He who has a why to live for, can bear almost any how»). Όλοι μας έχουμε βιώσει τον πόνο κάποια στιγμή. Την πιο σκοτεινή στιγμή, ξεκινάει μια νέα αρχή. Όμως, ενώ όλοι υπέφεραν μου έδωσαν την ευκαιρία να συλλέξω μαρτυρίες για μια από τις μεγαλύτερες δυνατότητες του ανθρώπου. Τη μετατροπή μιας προσωπικής τραγωδίας σε θρίαμβο του ανθρώπου. Πιστέψτε με, έχουμε ένα σπουδαίο μάθημα να διδαχθούμε από τα δύο στρατόπεδα και τους φυλακισμένους. Σε όμοιες συνθήκες, οι φυλακισμένοι που οραματίζονταν κάτι για το μέλλον υπήρχε ελπίδα να επιζήσουν. Νομίζω ότι οι επιζήσαντες τα κατάφεραν επειδή είχαν ένα προσανατολισμό προς κάποιο νόημα. Θα είμαι σαφής. Ο πόνος έχει νόημα μόνο υπό μία προϋπόθεση. Αν δεν μπορείς να αφαιρέσεις την αιτία του πόνου, αυτό που έχει σημασία τότε, είναι η στάση σου απέναντι στη μοίρα που δεν μπορεί να αλλάξει, σε μια κατάσταση που δεν μπορεί να αλλάξει, τότε μπορείς και πρέπει να αλλάξεις τη στάση σου. Ελπίζω να κατανοείτε τι προσπαθώ να σας μεταδώσω. Θέλω να δηλώσω και το εξής: Αν και η αυτοκτονία δεν μπορεί να οφείλεται πάντα σε απουσία νοήματος, οι αυτόχειρες θα ξεπερνούσαν την πρόθεσή τους να αυτοκτονήσουν αν είχαν κάποιο νόημα στη ζωή τους. |