Τρούμαν Καπότε

ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

Τo Νοέμβριο του 1959, η είδηση της δολοφονίας μίας πλούσιας οικογένειας στο Κάνσας, προκάλεσε το ενδιαφέρον του Καπότε, ο οποίος ξεκίνησε μία έρευνα που θα του παρείχε το υλικό για το μυθιστόρημά του. Η ατμοσφαιρική αφήγηση της ζωής της οικογένειας και η εναλλαγή με το χρονικό των δολοφόνων δημιούργησε ένα αριστουργηματικό έργο και το ρεύμα της λεγόμενης νέας δημοσιογραφίας.

Τρούμαν Καπότε

Εν ψυχρώ

Μέχρι ένα πρωινό στα μέσα Νοέμβρη του 1959, λίγοι Αμερικανοί, και για την ακρίβεια λίγοι κάτοικοι του Κάνσας, είχαν ακουστά το Χόλκομπ. Όπως τα νερά του ποταμού, όπως οι οδηγοί στη δημοσιά, όπως τα κίτρινα τρένα που περνούσαν σαν αστραπή από τις γραμμές του σιδηροδρόμου της Σάντα Φε, το δράμα, με τη μορφή ασυνήθιστων συμβάντων, δεν είχε σταματήσει ποτέ εδώ. Οι διακόσιοι εβδομήντα κάτοικοι του χωριού ήταν ευχαριστημένοι έτσι, τους αρκούσε να ζουν μια συνηθισμένη ζωή, δουλεύοντας, κυνηγώντας, παρακολουθώντας τηλεόραση, τραγουδώντας στη χορωδία και πηγαίνοντας σε συγκεντρώσεις στο σχολείο και στη λέσχη. Ύστερα όμως, τις μικρές ώρες εκείνο το πρωινό του Νοέμβρη, ένα κυριακάτικο πρωινό, ανοίκειοι ήχοι αντήχησαν ανάμεσα στους φυσιολογικούς νυχτερινούς θορύβους του Χόλκομπ, τη θρηνητική υστερία των κογιότ, το σούρσιμο των λευκών αμάραντων, τη στριγκή σφυρίχτρα των ατμομηχανών που περνούσαν σαν αστραπή και χάνονταν. Τότε, ούτε μια ψυχή στο κοιμισμένο Χόλκομπ δεν τους άκουσε˙ τέσσερις εκπυρσοκροτήσεις κυνηγετικού όπλου που τερμάτισαν συνολικά έξι ανθρώπινες ζωές. Κατόπιν όμως, οι κάτοικοι της πόλης, που έως τότε δεν φοβούνταν να αφήνουν την πόρτα τους ακλείδωτη, φαντάζονταν ξανά και ξανά πως τους άκουγαν, κείνους τους ζοφερούς κρότους, και απ' αυτούς μια καχυποψία γεννήθηκε, που στο αμείλικτο φως της πολλοί γειτόνοι κοιτούσαν ο ένας τον άλλον παράξενα, σαν να 'ταν ξένοι.

«Η Νάνσυ [Κλάττερ] ήταν πάντα η τελευταία στην οικογένεια που έπεφτε για ύπνο· όπως είχε πληροφορήσει κάποτε τη φίλη της και δασκάλα οικοκυρικών στο σχολείο, την κυρία Πόλλυ Στρίνγκερ, οι μεσονύκτιες ώρες ήταν ο χρόνος κατά τον οποίο ήταν «εγωίστρια και ματαιόδοξη». Τότε έκανε την κούρα ομορφιάς της, μια τελετουργία που περιλάμβανε ενυδατικές λοσιόν και κρέμες, καθώς επίσης λούσιμο τα Σαββατόβραδα. Απόψε, αφού στέγνωσε και βούρτσισε τα μαλλιά της και τα μάζεψε πίσω μ’ ένα αραχνοΰφαντο φουλάρι, έβγαλε τα ρούχα που σκόπευε να φορέσει στην εκκλησία την επομένη το πρωί: νάιλον καλσόν, μαύρα γοβάκια κι ένα κόκκινο βελουτέ φουστάνι – το ωραιότερό της φόρεμα, που το είχε φτιάξει η ίδια. Μ’ αυτό το φόρεμα έμελλε να ταφεί.»