Τζόζεφ Κόνραν
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
Στο
«Η καρδιά του σκότους» ο Κόνραντ περιέγραψε το μέγεθος της εκμετάλλευσης των Αφρικανών από τους Ευρωπαίους, το έργο άσκησε μεγάλη επιρροή στην εποχή του και θεωρείται προάγγελος του μοντερνισμού. |
Τζόζεφ Κόνραν
Αποσπάσματα από τη νουβέλα
«Η Καρδιά του Σκότους»
[…]
Τέλος πάντων, άνοιξε μια πόρτα και εμφανίστηκε το ασπρομάλλικο κεφάλι
κάποιου γραμματέα. Είχε μια έκφραση συμπόνιας. Με το κοκαλιάρικο
δείχτη του μου έγνεψε να προχωρήσω στο άδυτο της Εταιρείας. Το φώς
ήταν αμυδρό. Ένα ογκώδες και επιβλητικό γραφείο ήταν στο κέντρο του
δωματίου. Πίσω από το γραφείο είδα μια ρεντιγκότα που φιλοξενούσε μέσα
της την προσωποποίηση του πάχους! Το Μεγάλο Αφεντικό
αυτοπροσώπως! ‘Ηταν 1.75, υπολόγισα, και είχε στην κατοχή του
τριπλάσια εκατομμύρια από το ύψος του. Ανταλλάξαμε χειραψία και, απ’όσο
θυμάμαι, μουρμούρισε πως ήταν ικανοποιημένος με τα γαλλικά μου. Σε λίγο
είπε bon voyage!…Σε σαράντα πέντε δευτερόλεπτα, το πολύ, βρέθηκα και
πάλι στη αίθουσα αναμονής, με τη συνοδεία του συμπονετικού γραμματέως,
που γεμάτος ευσπλαχνία, μου έδωσε να υπογράψω το συμβόλαιο…
[…]
Έχω δει το δαίμονα της βίας, και το δαίμονα της απληστίας, και το δαίμονα
του πιο αχαλίνωτου πόθου. Αλλά, στο Θεό που πιστεύετε, αυτοί ήταν όλοι
ρωμαλέοι, δυνατοί, πύρινοι δαίμονες που εξουσίαζαν και έσερναν
ανθρώπους – κανονικούς ανθρώπους! Εκεί όμως που στεκόμουν στην
πλαγιά, προαισθάνθηκα πως μέσα στο ανελέητο λιοπύρι εκείνης της γης θα
γνώριζα ένα δαίμονα αλλιώτικο, τον μαλθακό, υποκριτικό, χτικιάρικο
δαίμονα της πιο αρπαχτικής και αδίστακτης παραφροσύνης. Και το πόσο
ύπουλος μπορούσε να γίνει θα το μάθαινα πολλούς μήνες αργότερα και
χίλια μίλια πιο μακριά. Στάθηκα για μια στιγμή έντρομος, σαν να είχα δει
κάποιο κακό προμήνυμα. Τελικά κατέβηκα λοξά την πλαγιά, για να κάνω
μια βόλτα στο σύδεντρο.
Γλίτωσα από μια τεράστια σκαμμένη τρύπα που είχε ανοίξει κάποιος στην
πλαγιά, και το σκοπό της οποίας στάθηκε εντελώς αδύνατο να μαντέψω.
Δεν ήταν πάντως νταμάρι, ούτε αμμωρυχείο. Ήταν απλώς μια τρύπα.
Ύστερα κόντεψα να πέσω σε μια πολύ στενή χαράδρα, σαν εγκοπή σχεδόν,
στην πλαγιά του λόφου. Και ανακάλυψα πως ένα πλήθος αποχετευτικοί
σωλήνες που είχαν εισαχθεί από την Ευρώπη για τον οικισμό, ήταν
πεταμένοι εκεί μέσα. Δεν υπήρχε ούτε ένας που να μην ήταν σπασμένος.
Γινόταν ένα όργιο αναίτιας καταστροφής. Τελικά έφτασα στα δέντρα.
Σκόπευα να κάνω μια βόλτα στη σκιά, αλλά αμέσως μόλις πάτησα το πόδι
μου εκεί μέσα, μου φάνηκε πως είχα μπει στον ανήλιαγο κύκλο κάποιας
Κόλασης. Οι καταρράκτες ήταν κάπου κοντά, και ένας ακατάπαυστος,
μονότονος, ορμητικός, μανιασμένος θόρυβος κατέκλυζε τη νεκρική
ακινησία του σύδεντρου – όπου ούτε φύλλο δε σάλευε, ούτε ανάσα δεν
έπνεε – με ένα μυστηριώδες βουητό, λες και το ιλιγγιώδες στροβίλισμα της
γης είχε γίνει ξάφνου ακουστό.
Μαύρες φιγούρες, κουλουριασμένες, καθιστές, ξαπλωμένες ανάμεσα στα
δέντρα, γερμένες στους κορμούς, κολλημένες στο χώμα, αχνοδιακρίνονταν
μέσα στο μισοσκόταδο σε όλες τις στάσεις του πόνου, της εγκατάλειψης και
της απελπισίας. Άλλο ένα φουρνέλο έσκασε στο βράχο κι ένα ρίγος
διαπέρασε το έδαφος κάτω από τα πόδια μου. Τα έργα προχωρούσαν. Τα
έργα! Κι αυτό εκεί ήταν το μέρος όπου κάποιοι από τους εργάτες τους
είχαν αποσυρθεί για να πεθάνουν.
Αργοπέθαιναν – ήταν φανερό. Αυτοί δεν ήταν εχθροί, δεν ήταν ούτε
κακοποιοί, δεν ήταν τίποτα του κόσμου τούτου πια – ήταν μονάχα μαύρες
σκιές, φαντάσματα της πείνας και του λοιμού, σωριασμένα ανάκατα μες στο
πρασινωπό σκοτάδι. Κουβαλημένοι από κάθε γωνιά της ακτής με όλη τη
νομιμότητα των χρονικών συμβάσεων, χάνονταν σε ένα αφιλόξενο
περιβάλλον, τρέφονταν με ανοίκειες τροφές, αρρώσταιναν, γίνονταν
άχρηστοι, και τότε τους επέτρεπαν να συρθούν λίγο πιο κει και να
αναπαυθούν. Αυτές οι ετοιμοθάνατες σκιές ήταν ελεύθερες σαν τον άνεμο
– και το ίδιο άυλες. Άρχισα να διακρίνω το φέγγισμα των ματιών ανάμεσα
στα δέντρα. Και κοιτάζοντας κάτω, είδα ένα πρόσωπο δίπλα στο χέρι μου.
Ο μαύρος σκελετός ήταν ξαπλωμένος κατάχαμα, με τον ένα ώμο
ακουμπισμένο στο δέντρο, και είδα τα βλέφαρα να αργοσηκώνονται, τα
βουλιαγμένα μάτια να με κοιτάζουν, πελώρια και απλανή, κάτι σαν μουντή
αναλαμπή που έσβησε πάλι αργά.
[…]
Οι ερημιές του ανήσυχου τώρα μυαλού του ήταν στοιχειωμένες από σκιές ,
από σκιές πλούτου και δόξας και φήμης, που στριφογύριζαν πειθήνια στο
άσβεστο φώς της ευγενούς και υψηλής ευγλωττίας του. Η Μνηστή μου,
έλεγε, ο σταθμός μου, η σταδιοδρομία μου, οι Ιδέες μου, αυτά ήταν τα
θέματα των παροδικών εκμυστηρεύσεων, των αιφνίδιων εξωτερικεύσεων
των αισθημάτων του, που έμοιαζαν υψηλά, γεμάτα ιδανικά και μεγαλείο….
Ώρες ώρες έκανε σαν παιδί. Ήθελε να τον συναντήσουν βασιλιάδες στους
σιδηροδρομικούς σταθμούς κατά την επάνοδο του από ένα τρομερό
Πουθενά, όπου σκόπευε να επιτελέσει τεράστια έργα…». Εντέλει ο Κούρτς
θα συναντήσει το πεπρωμένο το οποίο περιμένει. Θα πεθάνει
κραυγάζοντας: «Η φρίκη! Η φρίκη!
|