Εμίλ Σιοράν

ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

Εμίλ Σιοράν

Εγκόλπιο Ανασκολοπισμού

απόσπασμα απο
μετ. Κωστής Παπαγιώργης,
Εκδ. Εξάντας.

Είδα τους ανθρώπους να κυνηγούν ο καθένας διαφορετικό σκοπό, είδα τους ανθρώπους ενθουσιασμένους από διάσπαρτα αντικείμενα, γοητευμένους από σχέδια και όνειρα που ήταν ταπεινά και απροσδιόριστα. Αναλύοντας κάθε περίπτωση χωριστά για να εντοπίσω τις αιτίες τόσου σπαταλημένου οίστρου, κατάλαβα την ανοησία κάθε νεύματος και κάθε προσπάθειας.

Υπάρχει άραγε έστω και μια ζωή που να μην είναι διαποτισμένη από ζωογόνα λάθη; Υπάρχει άραγε έστω και μια ζωή διαυγής, διάφανη, χωρίς ταπεινωτικές ρίζες, χωρίς επινοημένα κίνητρα, χωρίς τους μύθους που γεννούν οι επιθυμίες; Πού υπάρχει η πράξη που είναι αμιγής από κάθε χρησιμότητα: ήλιος που βδελύσσεται την πυράκτωση, άγγελος μέσα σε ένα σύμπαν χωρίς πίστη, ή τεμπέλικο σκουλήκι μέσα σε έναν κόσμο εγκαταλελειμμένο στην αθανασία;

Θέλησα να προφυλαχτώ από τους ανθρώπους, να αντιδράσω απέναντι στην τρέλα τους, να ανακαλύψω την αιτία της• άκουσα και είδα – και φοβήθηκα: φοβήθηκα να δράσω για τα ίδια κίνητρα ή για το οιοδήποτε κίνητρο, να πιστέψω στις ίδιες φαντασιώσεις ή σε όποιο άλλο φάντασμα, να αφεθώ στην ίδια μέθη ή σε όποιαν άλλη μέθη• τέλος φοβήθηκα μήπως πέσω κι εγώ στο καθολικό παραλήρημα και εκπνεύσω μέσα σε ένα πλήθος εκστάσεων.

Ήξερα ότι χωρίζοντας από κάποιο ον, γλίτωνα από μια περιφρόνηση, ότι φτώχαινα χάνοντας την ψευδαίσθηση που του άφηνα…

Τα πυρετικά λόγια του τον έδειχναν δεσμώτη μιας προφάνειας που ήταν απόλυτη γι’ αυτόν και γελοία για μένα• στην επαφή με τον παραλογισμό του, γλίτωνα από τον δικό μου…

Με ποιον να ομοφρονήσεις χωρίς την αίσθηση ότι απατάσαι, και χωρίς να κοκκινίσεις; Μπορούμε να δικαιώσουμε μόνο εκείνον που εν πλήρει συνείδήσει εφαρμόζει το παράλογο που απαιτεί η κάθε πράξη, και ο οποίος δεν εξωραΐζει με κανένα όνειρο τη χίμαιρα στην οποία παραδίδεται, όπως μπορούμε να θαυμάσουμε μόνο έναν ήρωα που πεθαίνει χωρίς πεποίθηση, τόσο πιο πρόθυμος να θυσιαστεί όσο έχει διαβλέψει το βάθος του πράγματος.

Όσο για τους εραστές, θα ήταν απεχθείς αν μέσα στους μορφασμούς τους δεν τους άγγιζε το προαίσθημα του θανάτου. Είναι συγκλονιστικό να σκέπτεται κανείς ότι παίρνουμε το μυστικό στον τάφο μας, -την αυταπάτη μας, – ότι δεν επιβιώσαμε του μυστηριώδους λάθους που ζωογονούσε την πνοή μας, ότι εκτός από τις πόρνες και τους σκεπτικιστές όλοι οι άλλοι βουλιάζουν μέσα στο ψέμα επειδή δεν μαντεύουν καν την ισοδυναμία που υπάρχει, μέσα στη μηδαμινότητα μια, ανάμεσα στις απολαύσεις και στις αλήθειες.

Θέλησα να διαγράψω μέσα μου τους λόγους που καλούν τους ανθρώπους να υπάρξουν και να δράσουν. Θέλησα να γίνω ανείπωτα φυσιολογικός, – και να ‘ μια λοιπόν αμβλύνους, δίπλα-δίπλα με τους ηλίθιους, και εξίσου κενός με αυτούς.

[….]

Δεν υπάρχουν πιο επικίνδυνοι άνθρωποι από εκείνους που υπόφεραν για μια πίστη, οι μεγάλοι διώκτες στρατολογούνται ανάμεσα στους μάρτυρες που δεν τους έκοψαν το κεφάλι. Αντί να μειώνει τη λαχτάρα για δύναμη, η οδύνη την εκτραχύνει- επίσης το πνεύμα νιώθει πιο άνετα μαζί με κάποιον καυχηματία παρά με έναν μάρτυρα• και τίποτα δεν απεχθάνεται τόσο όσο το θέαμα ενός ανθρώπου που θυσιάζεται για μιαν ιδέα. Σκοτισμένο από τις μεταρσιώσεις και τα σφαγεία, ονειρεύεται μιαν επαρχιακή ανία σε συμπαντική κλίμακα, μιαν Ιστορία που η στασιμότητά της θα ήταν τέτοια ώστε ή αμφιβολία θα εσκιαγραφείτο μέσα της σαν ένα συμβάν και η ελπίδα σαν μια θεομηνία.

Η αρετή του Διογένη
Ο μεγαλύτερος γνώστης του ανθρώπου αποκλήθηκε κυνικός

Δεν μπορούμε να ξέρουμε τι πρέπει να χάσει ένας άνθρωπος για να βρει το σθένος να αψηφήσει όλες τις συμβάσεις, δεν μπορούμε να ξέρουμε τι απώλεσε ο Διογένης για να γίνει ο άνθρωπος που επέτρεψε τα πάντα στον εαυτό του, που έκανε τις πιο μύχιες σκέψεις του πράξεις με μιαν υπερφυσική ιταμότητα, όπως θα έκανε ένας θεός της γνώσης, λιβιδιακός και συνάμα αγνός. Κανείς δεν ήταν πιο φιλαλήθης• οριακή περίπτωση ειλικρίνειας και διαύγειας και συνάμα παράδειγμα αυτού που θα ήμασταν αν η εκπαίδευση και η υποκρισία δεν χαλιναγωγούσαν τις επιθυμίες και τα νεύματά μας.

«Μια μέρα κάποιος τον κάλεσε σε ένα πλούσιο σπίτι και του είπε: «Προπαντός μη φτύνεις στο πάτωμα». Ο Διογένης που ήθελε να φτύσει τον έφτυσε στο πρόσωπο, λέγοντάς του ότι «αυτό ήταν το μόνο μέρος που έκρινε κατάλληλο για να φτύσει» Διογένης Λαέρτιος. Ποιος είναι εκείνος που, προσκεκλημένος από έναν πλούσιο, δε λυπήθηκε επειδή δεν είχε ωκεανούς σιέλου για να τους προσφέρει στους δυνατούς της γης και ποιος δεν κατάπιε τη φτυσιά του από φόβο μήπως τη ρίξει στο πρόσωπο ενός σεβάσμιου και κοιλαρά ψεύτη;

Όλοι είμαστε γελοιωδώς φρόνιμοι και δειλοί

Ο κυνισμός δε διδάσκεται στο σχολείο. Ούτε και η υπερηφάνεια.

«Ο Μένιππος, στο βιβλίο του με τίτλο ‘Η αρετή του Διογένη’ διηγείται ότι όταν αιχμαλωτίστηκε και πουλήθηκε δούλος, τον ρώτησαν τι ήξερε να κάνει. Τότε απάντησε: «Να διατάσσω» και κραύγασε στον κήρυκα: «Κοίτα να δεις ποιος θέλει να αγοράσει έναν αφέντη».

Ο άνθρωπος που αντιμετώπισε τον Αλέξανδρο και τον Πλάτωνα, που αυνανιζόταν δημοσίως “Μακάρι να μπορούσα τρίβοντας την κοιλιά μου να μου περνάει η πείνα”, ο άνθρωπος του περίφημου πιθαριού και του περίφημου φανού και ο οποίος στα νιάτα του ήταν κιβδηλοποιός (τι καλύτερο για έναν κυνικό;) τι εμπειρία πρέπει να είχε για τους πλησίον του; -Οπωσδήποτε την εμπειρία που έχουμε όλοι, με τη διαφορά ότι ο άνθρωπος ήταν το μοναδικό αντικείμενο του στοχασμού και της περιφρόνησής του. Χωρίς να υποστεί τη νόθευση καμιάς ηθικής και μεταφυσικής, πάσχισε να τον απογυμνώσει για να μας τον δείξει πιο γυμνό και πιο απεχθή απ’ ό,τι τον έδειξαν οι κωμωδίες και οι αποκαλύψεις.

«Ένας Σωκράτης τρελός» έτσι τον αποκαλούσε ο Πλάτων. «Ένας Σωκράτης ειλικρινής» έτσι έπρεπε να τον αποκαλεί, ένας Σωκράτης χωρίς το Αγαθό, χωρίς τους θεσμούς και την Πόλη, ένας Σωκράτης που επιτέλους έγινε ψυχολόγος. Αλλά ο Σωκράτης -έστω θείος- παραμένει συμβατικός• παραμένει δάσκαλος, διδακτικό πρότυπο. Μόνο ο Διογένης δεν προτείνει τίποτα, το βάθος της στάσης του και η ουσία του κυνισμού του έχει καθοριστεί από μιαν ορχιακή φρίκη μπροστά στη γελοιότητα ότι είναι άνθρωπος.

Ο στοχαστής που στοχάζεται χωρίς ψευδαισθήσεις την ανθρώπινη πραγματικότητα, αν θέλει να παραμείνει στο εσωτερικό του κόσμου και να εξαλείψει τον μυστικισμό ως διαφυγή, καταλήγει σε μια θέαση μέσα στην οποίαν συμφύρονται η σοφία, η πίκρα και η φάρσα• και αν επιλέγει την αγορά σαν χώρο της μοναξιάς, ξεδιπλώνει τον οίστρο του περιγελώντας τους «ομοίους» του ή επιδείχνοντας την αηδία του, αηδία που σήμερα, με τον χριστιανισμό και την αστυνομία, δεν θα μπορούσαμε πλέον να επιτρέπουμε στον εαυτό μας. Δύο χιλιάδες χρόνια νουθεσίες και κώδικες ημέρωσαν τη χολή μας• εξάλλου, μέσα σε έναν βιαστικό κόσμο, ποιος θα σταματούσε για να απαντήσει στις περιπέτειές μας και να ευφρανθεί με τα γαυγίσματά μας;

Το γεγονός ότι ο μεγαλύτερος γνώστης του ανθρώπου αποκλήθηκε κυνικός, αποδείχνει ότι ανέκαθεν ο άνθρωπος δεν είχε το κουράγιο να δεχτεί την αληθινή του εικόνα και ότι πάντα αποδοκίμαζε τις αναιδείς αλήθειες. Ο Διογένης έπνιξε μέσα του την πόζα. Τι τέρας για τα μάτια των άλλων! Για να έχει κανείς μια τιμημένη θέση μέσα στη φιλοσοφία, πρέπει να είναι κωμωδός, να σέβεται το παιχνίδι των ιδεών και να εξάπτεται με ψευδοπροβλήματα. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να ασχολείται με τον άνθρωπο όπως είναι.

Πάντα κατά τον Διογένη το Λαέρτιο:«Στους Ολυμπιακούς αγώνες, όταν ο κριτής διακήρυξε: ο Διόξιππος νίκησε τους ανθρώπους» ο Διογένης απάντησε: «Νίκησε μόνο δούλους, γιατί οι άνθρωποι είναι δική μου υπόθεση». Και τω όντι, τους νίκησε, όπως κανείς άλλος, με όπλα φοβερότερα από των κατακτητών, αυτός που κρατούσε μόνο ένα δισάκι, αυτός, ο πιο πένης ανάμεσα στους ζητιάνους, αληθινός άγιος του καγχασμού.

Πρέπει να εκτιμήσουμε την τύχη που τον έκανε να γεννηθεί πριν από την επινοημένη έλευση του Ιησού. Ποιος ξέρει αν, μέσα στην αντικοινωνικότητά του, ένας επίνοσος πειρασμός για εξωανθρώπινη περιπέτεια δεν τον ωθούσε να γίνει ένας όποιος ασκητής, που αργότερα θα γινόταν άγιος και έτσι θα χανόταν μέσα στην μάζα των ευδαιμόνων και του ημερολογίου; Τότε θα γινόταν τρελός, αυτός, ο πιο φυσιολογικός άνθρωπος, γιατί θα είχε απομακρυνθεί από κάθε διδασκαλία και κάθε διδαχή.

Την δυσειδή εμφάνιση του ανθρώπου, ήταν ο μόνος που μπορούσε να μας την αποκαλύψει. Τα πλεονεκτήματα του κυνισμού συσκοτίστηκαν και ποδοπατήθηκαν από μια θρησκεία που εχθρευόταν το προφανές. Αλλά ήρθε η στιγμή να αντιταχθούν στις αλήθειες του θεανθρώπου οι αλήθειες του «ουράνιου κυνικού», όπως τον αποκάλεσε ένας συγκαιρινός του ποιητής.

Το κενό της καρδιάς ενώπιον του κενού του χρόνου
Η αδυναμία μας να κλάψουμε είναι αυτή που συντηρεί μέσα μας την αγάπη για τα πράγματα και τα κάνει να υπάρχουν ακόμα, μας εμποδίζει να εξαντλήσουμε τη γεύση τους και να τα αποστραφούμε. Όταν, σε τόσους δρόμους και ακτές, τα μάτια μας αρνιόντουσαν να πνιγούν στα δάκρυα, διέσωζαν με τη στεγνότητά τους το αντικείμενο που τα θάμπωνε.

Τα δάκρυά μας σπαταλούν τη φύση, όπως οι φόβοι μας το θεό. Εν τέλει όμως σπαταλούν εμάς τους ίδιους. Γιατί αν υπάρχουμε το οφείλουμε στην άρνηση να αφήσουμε ελεύθερες τις υπέρτατες επιθυμίες μας, τα πράγματα που μπαίνουν στη σφαίρα του θαυμασμού μας ή της θλίψης μας παραμένουν εκεί επειδή δεν τα θυσιάσαμε ούτε τα ευλογήσαμε με τους δακρύβρεκτους αποχαιρετισμούς μας.

Γι’ αυτό μετά από κάθε νύχτα, όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια νέα ημέρα, η απραγματοποίητη αναγκαιότητα να την πληρώσουμε μας γεμίζει τρόμο• και θορυβημένοι μέσα στο φως, λες και ο κόσμος σειόταν, λες και εύρισκε το Άστρο του, ξεφεύγουμε από τα δάκρυα -ένα από τα οποία θα αρκούσε να μας αποτρέψει από το χρόνο.

Η μια στιγμή ακολουθεί την άλλη, τίποτα δεν τους προσδίδει την ψευδαίσθηση ενός περιεχομένου ή το επιφαινόμενο μιας σημασίας• κυλούν η ροή τους δεν είναι η δική μας• βλέπουμε την ροή τους, δέσμιοι μιας ηλίθιας αντίληψης. Το κενό της καρδιάς ενώπιον του κενού του χρόνου, δύο καθρέφτες που αλληλοκατοπτρίζουν την απουσία τους, την ίδια εικόνα της μηδαμινότητας. Όπως κάτω από την επίδραση μιας ρεμβώδους ιδιωτείας, όλα ισοπεδώνονται, δεν υπάρχουν πλέον κορυφές, ούτε βάραθρα. Πού να βρεθεί η ποίηση των ψευδών, το κέντρισμα ενός αινίγματος;

Όποιος αγνοεί την ανία βρίσκεται ακόμα στην παιδικότητα του κόσμου, τη στιγμή που οι ηλικίες προσδοκούσαν να γεννηθούν παραμένει κλεισμένος σε αυτόν τον καταπονημένο χρόνο που επιβιώνει, που γελά με τις διαστάσεις του, και υποκύπτει στο κατώφλι του … μέλλοντος του, συμπαρασύροντας μαζί του την ύλη, ανυψωμένη αίφνης σε λυρισμό της άρνησης. Η ανία είναι η ηχώ που βρίσκει μέσα μας το ξέσχισμα του χρόνου, η αποκάλυψη του κενού, η στείρευση αυτού του παραληρήματος που υποστηρίζει -ή επινοεί- την ζωή.

Δημιουργός αξιών, ο άνθρωπος είναι το ον που κατεξοχήν παραληρεί, που κατατρύχεται από την πίστη ότι κάτι τις υπάρχει, ενώ του αρκεί να κρατήσει την αναπνοή του, όλα σταματούν να αναστείλει τις συγκινήσεις του, τίποτα δεν φρικιά πια• να καταργήσει τις ιδιοτροπίες του, όλα γίνονται θαμπά.