|
ΤΣΑΡΛΣ ΜΠΟΥΚΟΦΣΚΙ ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ ΥΠΟΘΕΣΗ: Ο ήρωας του βιβλίου, Χένρι Τσινάσκι είναι ένας γνωστός συγγραφέας -αλκοολικός και σεξομανής- που περιφέρεται στην Αμερική, απαγγέλλει ποιήματά του όπου τον καλούν. Διατηρεί μια σχέση αλλά μέσω των απανωτών χωρισμών τους, των παράλληλων σχέσεων και των σεξουαλικών επαφών μιας νύχτας, απεικονίζεται η πανσεξουαλική ζωή του. Κυριαρχεί η ωμή γλώσσα, η ανάλαφρη διάθεση, η ειρωνεία, ο κυνισμός..… |
|---|
ΤΣΑΡΛΣ ΜΠΟΥΚΟΦΣΚΙ
αποσπάσματα απόεκδόσεις: Οδυσσέας Μετάφραση: Χρύσα Τσαλικίδου Φορούσε γαλάζια κυλότα. Της την έβγαλα σήκωσε το φουστάνι της, και με την τηλεόραση να τρεμοπαίζει την πήρα στα όρθια. Καθώς παλεύαμε σ’ όλο το δωμάτιο (γαμάω τάφο, σκέφτηκα, ανασταίνω και νεκρούς. Υπέροχα, Υπέροχα! Σαν να τρως κρύες ελιές στις 3 μ.μ. κι η πόλη να φλέγεται ολόκληρη) έχυσα. Ήμουν αυτό που λένε αισθηματίας. Συγκινιόμουν με ένα σωρό χαζά πράγματα: γυναικεία παπούτσια κάτω από ένα κρεβάτι, μια ξεχασμένη φουρκέτα στο νεροχύτη, από τον τρόπο που έλεγαν «πάω να κατουρήσω», από τις κορδέλες τους, όταν τις έβλεπα να διασχίζουν το δρόμο 1.30 το απομεσήμερο, από τα ατέλειωτα βράδια του συντροφικού πιοτού, από τους καβγάδες, τις ψιλοκουβέντες, τότε που σκέφτεται κανείς την αυτοκτονία. Και ακόμα έλιωνα όταν ένιωθα να συντελείται το θαύμα, όταν καθόμουν μαζί τους στο αμάξι μου, όταν αναθυμόμουν τους έρωτές μου στις 3 τα ξημερώματα, όταν μου έλεγαν ότι ροχαλίζω, όταν άκουγα τα ροχαλητά τους, όταν μόνος μου σε ένα εστιατόριο διάβαζα την εφημερίδα μου και ήθελα να ξεράσω γιατί σκεφτόμουν πως τώρα είναι παντρεμένη με έναν διανοητικά ανάπηρο οδοντίατρο. Όταν έπινα, όταν χόρευα. Όταν φλέρταρα, όταν φλέρταραν. Όταν κοιμόμουν μαζί τους...» «Και η αγάπη;» Ρώτησε η Βάλερι. «Η αγάπη δεν παρουσιάζει προβλήματα σε εκείνους που ξέρουν να αντέξουν την ψυχική φόρτιση. Είναι σαν να προσπαθείς να κουβαλήσεις έναν σκουπιδοτενεκέ στην πλάτη σου πάνω από ένα ποτάμι αφρισμένα κάτουρα.» «Οι ερωτευμένοι συχνά είναι νευρωτικοί, επικίνδυνοι. Χάνουν κάθε αίσθηση προοπτικής και χιούμορ. Γίνονται υστερικοί, ψυχωτικοί, ανιαροί. Καμιά φορά γίνονται και δολοφόνοι.» «Γυναίκες: Μου άρεσαν τα χρώματα των ρούχων τους, ο τρόπος που περπατούσαν, η σκληρότητα σε ορισμένα πρόσωπα, η σχεδόν αγνή ομορφιά σε ένα άλλο πρόσωπο, ολοκληρωτικά και μαγευτικά γυναικείο. Μας είχαν ξεπεράσει: σχεδίαζαν πολύ καλύτερα και ήταν καλύτερα οργανωμένες. Ενώ οι άντρες έβλεπαν επαγγελματικό ποδόσφαιρο ή έπιναν μπύρα ή έπαιζαν μπόουλινγκ, εκείνες, οι γυναίκες, μας σκεφτόντουσαν, συγκεντρώνονταν, μας μελετούσαν, αποφάσιζαν - αν θα μας αποδεχτούν, θα μας απορρίψουν, θα μας ανταλλάξουν, θα μας σκοτώσουν ή αν απλώς θα μας αφήσουν. Τελικά δεν είχε σημασία, ό,τι κι αν έκαναν, καταλήγαμε μόνοι και τρελοί». «Έτσι και αλλιώς οι ανθρώπινες σχέσεις είναι αδιέξοδες. Μόνο οι δυο πρώτες βδομάδες έχουν ενδιαφέρον, μετά τα πράγματα γίνονται επίπεδα, πλαδαρά. Οι μάσκες πέφτουν και εμφανίζονται τα αληθινά πρόσωπα: τρελοί, ηλίθιοι, παρανοϊκοί, εκδικητικοί, σαδιστές, δολοφόνοι. Η σύγχρονη κοινωνία έχει δημιουργήσει ανθρώπους που κατασπαράσσουν ο ένας τον άλλον. Κανίβαλοι. Τα πάντα μοιάζουν με μονομαχία μέχρι θανάτου που διαδραματίζεται πάνω σε ένα τραπέζι μπιλιάρδου... Η μεγαλύτερη διάρκεια που μπορούμε να ελπίζουμε για μια σχέση μας είναι δυόμισι χρόνια.» [....] |