ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

ΒΟΚΚΑΚΙΟ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Κάθε φορά, χαριτωμένες αναγνώστριες που στοχάζομαι πόσο ευαίσθητο, από την ίδια του την φύση, είναι το φύλο σας, λέω μέσα μου πως τούτο το βιβλίο θα σας κάνει στην αρχή οδυνηρή εντύπωση. Η θανατηφόρα πανούκλα που έχει περάσει τώρα πια, μα που η θύμησή της είναι τόσο θλιβερή για όσους έχουν δει ή έχουν πληροφορηθεί το ρήμαγμα που είχε κάνει –αυτή είναι η προμετωπίδα του βιβλίου μου. Όμως δεν θα ήθελα η φρίκη να σας εμποδίσει να προχωρήσετε. Μη νομίζετε πως τούτο το ανάγνωσμα θα συνεχίσει μέσα στα δάκρυα και τους στεναγμούς. Ο βραχνάς της αρχής. Φανταστείτε ένα βουνό που οι κακοτράχαλες πλαγιές του ορθώνονται μπροστά στους ταξιδιώτες. Μα εκεί πλάι απλώνεται ένα κάμπος που η ομορφιά του θέλγει και μαγεύει τόσο περισσότερο όσο δυσκολότερο ήταν το σκαρφάλωμα και το κατηφόρισμα. Αν η θλίψη γειτονεύει με την ευθυμία, οι συμφορές σκορπούν σαν έρχεται η χαρά. Αυτή τη σύντομη στενοχώρα (τη λέω σύντομη γιατί πιάνει μονάχα μερικές αράδες) τη διαδέχονται αμέσως η γλύκα κι η ευχαρίστηση που σας υποσχέθηκα πιο πάνω και που, δίχως καμία υποχρέωση από μέρους μου, η εισαγωγή δε σας επιτρέπει καθόλου να ελπίζεται. Αχ! Αν μπορούσα να σας οδηγήσω εκεί όπου επιθυμώ ακολουθώντας ένα δρόμο διαφορετικό από το τραχύ μονοπάτι που σας προτείνω, θα το έκανα με όλη μου την καρδιά. Αλλά πώς μπορώ, δίχως να αναφερθώ σε εκείνη την συμφορά, να εξηγήσω την προέλευση των όσων θα διαβάσετε παρακάτω. Η ανάγκη με κάνει να αποφασίσω αυτό τον πρόλογο.

Είχε φτάσει κιόλας το σωτήριο έτος 1348 της καρποφόρας ενσάρκωσης του Υιού του Θεού, όταν στην Φλωρεντία, ωραιότερη ανάμεσα στις πιο περίφημες πόλεις της Ιταλίας χίμηξε άγρια η θανατερή επιδημία. Η πανούκλα, είτε στάθηκε έργο της αστρικής επιρροής, είτε αποτέλεσμα των παρανομιών μας, οπότε ο Θεός, μέσα στον δίκαιο θυμό του, την εξαπέλυσε πάνω στους ανθρώπους για να τιμωρήσει τα κρίματά μας, πάντως είχε εκδηλωθεί, μερικά χρόνια νωρίτερα, στις χώρες της Ανατολής και είχε γίνει αιτία να χαθούν αμέτρητες ανθρώπινες ζωές. Ύστερα ασταμάτητα, πλησιάζοντας ολοένα, απλώθηκε, για κακή μας τύχη, και στην Δύση. Κάθε προφύλαξη αποδείχτηκε μάταια. Μάταια οι δημοτικοί υπάλληλοι καθάρισαν την πόλη από τις στοιβαγμένες ακαθαρσίες. Μάταια απαγόρεψαν την είσοδο κάθε άρρωστου στην πόλη και πολλαπλασίασαν τις διατάξεις περί υγιεινής. Μάταια προσφύγανε, όχι μια και δυο αλλά χίλιες φορές, στις παρακλήσεις και τις προσευχές που συνηθίζονται στις λιτανείες, καθώς και στις άλλες, που ο κάθε πιστός αναπέμπει στο Θεό. Κανένα αποτέλεσμα. Από τις ανοιξιάτικες κιόλας μέρες της χρονιάς που προανέφερα, η φριχτή θεομηνία άρχισε ξαφνικά τις φοβερές καταστροφές της. Εδώ όμως, δεν ήταν όπως την Ανατολή όπου η αιμορραγία της μύτης ήταν σίγουρο σημάδι αναπόφευκτου θανάτου. Σε μάς, στην αρχή της επιδημίας, τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες, φανερώνοντας κάτι οιδήματα στους βουβώνες ή στη μασχάλη, άλλα γινότανε μεγάλα σαν ένα μήλο, άλλα σαν αυγό, άλλα μεγαλύτερα, άλλα μικρότερα. Ο κοσμάκης τα έλεγε βουβώνες.

Ύστερα οι βουβώνες δεν άργησαν, για να σπείρουν τον θάνατο, να βγαίνουν σε οποιοδήποτε μέρος του κορμιού. Έπειτα τα συμπτώματα της αρρώστιας εξελίχτηκαν σε βούλες μαύρες ή ωχρές που σε πολλούς εμφανίζοντας στα μπράτσα, στα μεριά και σε διάφορα άλλα σημεία, άλλοτε μεγάλες και αραιές, άλλοτε πυκνές και μαύρες. Όπως ο βουβώνας ήταν στην αρχή, κι εξακολουθούσε να είναι, ένδειξη βέβαιου θανάτου, το ίδιο ήταν και για όσους είχαν αυτές τις βούλες. Όσο για την θεραπεία της αρρώστιας, δεν υπήρχε αποτελεσματικό φάρμακο για να γίνει ο άρρωστος καλά να ξαλαφρώσει λιγάκι. Ήταν ο χαρακτήρας της αρρώστιας τέτοιος; Έφταιγαν οι γιατροί; Κανείς δεν ξέρει. Εκτός από τους διπλωματούχους γιατρούς ξεφύτρωσαν σε απίστευτα μεγάλο αριθμό ένα σωρό άνδρες και γυναίκες που έκαναν το γιατρό δίχως να έχουν ιατρικές γνώσεις. Να ήταν η αμάθεια τους; Ανίκανη να ανακαλύψει την ρίζα του κακό και να βρει το κατάλληλο φάρμακο;

Πάντως οι θεραπείες ήταν σπάνιες και μέσα σε τρεις μέρες από τότε που εμφανιζόταν τα συμπτώματα, αργότερα ή γρηγορότερα, ανάλογα με την περίπτωση, και γενικά δίχως πυρετό ή δίχως άλλη φανερή ενόχληση, πέθαιναν σχεδόν όλοι όσοι προσβάλλονταν. Η επιδημία επιδεινώθηκε από το γεγονός πως οι άρρωστοι, από την καθημερινή επαφή με τους υγιείς, τους μόλυναν κι αυτούς. Το ίδιο συμβαίνει και με την φωτιά, που θρέφεται από όσες ξερές ή λιπαρές ύλες βρίσκονται μπροστά της. Αυτό που συνέβαλε στη διάδοση της συμφοράς, δεν ήταν μονάχα πως ο συγχρωτισμός και η συνομιλία με τους αρρώστους τη μετέδιδαν στου υγιείς προκαλώντας το θάνατό τους, αλλά και ότι η επαφή με τα ρούχα ή με ότι είχαν αγγίξει οι πανουκλιασμένοι, φάνηκε να μεταδίδει την αρρώστια. Ακούστε τώρα το θαύμα που θα σας διηγηθώ. Κι αν δεν το είχε δει, όπως και πολλοί άλλοι, με τα ίδια μου τα μάτια, δύσκολα θα τολμούσα να το πιστέψω, πόσο μάλλον να το γράψω, έστω κι αν το είχα ακούσει από αξιόπιστα πρόσωπα. Η αρρώστια μεταδιδόταν από τον ένα στον άλλο με τόση ένταση και φυσικότητα που όχι μονάχα η μόλυνση είχε διάφορες παραλλαγές από άνθρωπο σε άνθρωπο αλλά εμφανιζόταν και ένα εκπληκτικό φαινόμενο που διαπιστώθηκε μάλιστα αρκετές φορές. Αν ένα αντικείμενο, που ανήκε σε ένα άρρωστο ή σε ένα θύμα της πανούκλας, τύχαινε να το αγγίξει ένα πλάσμα που δεν άνηκε στο ανθρώπινο είδος, αυτό το πλάσμα όχι μόνο προσβαλλόταν αλλά και πέθαινε πολύ σύντομα. Ορίστε τι είδαν τα μάτια μου, εκτός των άλλων, μια μέρα.

Είχαν πετάξει στον δημόσιο δρόμο τα κουρέλια κάποιου δύστυχου που είχε πεθάνει από την επιδημία. Δυο χοίροι έπεσαν πάνω τους, τα ποδοπάτησα, τα πιάσανε με τα δόντια τους, έτριψαν πάνω τα μουσούδια τους, Σχεδόν αμέσως, θαρρείς και δηλητηριάστηκαν, κι οι δυο τους φανέρωσαν σημάδια ζαλάδας και πέσανε νεκροί πάνω στα κουρέλια που ήταν αιτία του χαμού τους. Αυτά τα επεισόδια και άλλα πολλά του ίδιου χαρακτήρα, αν όχι και χειρότερα, γέννησαν σε όσους ήταν ακόμη ζωντανοί κάθε λογής φανταστικούς πανικούς. Και όλοι οι πανικοί κατέληγαν στον ίδιο αξιοθρήνητο αποτέλεσμα: να φεύγει ο κόσμος μακριά από τους αρρώστους και το περιβάλλον τους. Στη σκέψη όλων, αυτό ήταν το μόνο μέσον για να σωθούν. Μερικοί φαντάζονταν πως μια ζωή λιτή και αποχής από κάθε περιττό επιβαλλόταν για την καταπολέμηση μιας τόσο φοβερής επιδημίας.

Σχημάτιζαν λοιπόν μια παρέα κα ζούσαν μακριά από όλους τους άλλους. Συγκεντρωμένοι και κλεισμένοι μέσα σε σπίτια όπου δεν υπήρχαν άρρωστοι κι όπου η ζωή περνούσε ευχάριστα, έτρωγαν με μέτρο ελαφρά φαγητά και έπινα εξαίσια κρασιά, απέφευγαν κάθε ευκαιρία κραιπάλης και ακολασίας, δεν άφηναν κανένα να τους μεταδώσει νέα από έξω σχετικά με την αρρώστια ή θανάτους και αρκούντα να περνούν την ώρα τους με μουσική ή με όποια άλλη διασκέδαση μπορούσαν. Άλλοι περνούσαν διαφορετική ζωή: παραδίνονταν αχαλίνωτα στο ποτό και στις ηδονές, τριγυρνούσαν την πόλη γλεντώντας με το τραγούδι στα χείλη, ικανοποιούσαν όσο περισσότερο μπορούσαν τα πάθη τους, γελούσαν και έπαιρνα στο αστείο ακόμη και τα πιο θλιβερά γεγονότα, αυτό ήταν κατά τη γνώμη τους το πιο σίγουρο φάρμακο για αυτή την φριχτή αρρώστια. Για να περάσουν από την θεωρία στην πράξη, πήγαιναν μέρα νύχτα από ταβέρνα σε ταβέρνα, πίνοντας δίχως ντροπή και μέτρο. Και ήταν πολύ χειρότερα στις ιδιωτικές κατοικίες, φτάνει να έβρισκαν αφορμή για γλέντι. Άλλωστε τίποτε δεν ήταν ευκολότερο. Έχαναν κάθε ελπίδα πως θα ζήσουν κι άφηναν στο έλεος της τύχης και τα αγαθά τους και τον εαυτό τους. Τα περισσότερα σπίτια κατάντησαν «μπάτε σκύλοι αλέστε κι αλεστικά μην δώστε». Ξένοι είχαν εγκατασταθεί σαν αφεντικά, και εννοείται πως, κοντά στην σκαιότητα της διαγωγής τους, απέφευγαν πάση θυσία τους πανουκλιασμένους. Αλλοίμονο! Μέσα στην μεγάλη θλίψη και την συμφορά, το κύρος και η επιβολή των Θεϊκών και ανθρώπινων νόμων είχε εντελώς θρυμματιστεί και καταρρεύσει. Οι θεματοφύλακες και οι λειτουργοί του νόμου, ή άρρωστοι ήταν, ή είχαν πεθάνει, ή είχαν τέτοια έλλειψη από βοηθούς που τους ήταν αδύνατον να ενεργήσουν, Ο καθένας λοιπόν ήταν ελεύθερος να κάνει ότι θέλει. Κοντά σε αυτούς που βάζανε σε πράξη τις δυο μεθόδους, ζωής που προανέφερα, πολλοί υιοθετούσαν έναν μέσο όρο. Φροντίζοντας λιγότερο από τους πρώτους να περιορίσουν το φαγητό τους, δεν παραδίνονταν ωστόσο στην κατάχρηση του ποτού και της κραιπάλης των δεύτερων. Δίχως τίποτε να στερούνται έβαζαν μέτρο στις επιθυμίες τους.

Αντί να κλείνονται στα σπίτια τους, κυκλοφορούσαν στα περίχωρα κρατώντας στα χέρια είτε λουλούδια είτε αρωματικά βότανα είτε διάφορα μπαχαρικά. Τα έφερναν συχνά στα ρουθούνια κι έκριναν καλό να προφυλάσσουν τον εγκέφαλο τους ρουφώντας αυτές τι μυρωδιές επειδή η ατμόσφαιρα ήταν μολυσμένη από την δυσωδία των πτωμάτων των αρρώστων και των θεραπειών. Μερικοί εκδήλωναν περισσότερη απονιά αλά ίσως περισσότερη σύνεση επίσης. Έλεγαν πως η ασφαλέστερη εγγύηση κατά της μόλυνσης ήταν η φυγή. Έχοντας αυτή την πεποίθηση, δεν φρόντιζαν παρά μονάχα για τον εαυτό τους και πολλοί άνδρες και γυναίκες παρατούσαν την πόλη, τους συγγενείς, την κινητή και ακίνητη περιουσία τους και έφευγαν για τις γειτονικές επαρχίες ή τουλάχιστον για τα περίχωρα της Φλωρεντίας. Να πίστευαν άραγε πως η οργή του Θεού δεν θα τους ανακάλυπτε αν πήγαιναν μακριά; Και πως μια κι ο Θεός είχε εξαπολήσει την οργή του θα περιοριζόταν να τιμωρήσει μονάχα όσους είχαν μείνει πίσω από τα τείχη της Φλωρεντίας; Μπορεί πάντως και να φανταζόταν πως κανένας δεν θα απέμενε και πως είχε φτάσει η τελευταία τους ώρα. Αν δεν πέθαιναν αναγκαστικά επειδή είχαν κανονίσει την ζωή τους σύμφωνα με την μία ή την άλλη μέθοδο, ωστόσο δεν γλίτωναν όλοι από την μοίρα τους, όποια κι ήταν η θεωρία τους, πολλούς χτυπούσε το κακό, όπου κι αν βρίσκονταν. Πριν αρρωστήσουν, οι ίδιοι είχαν δώσει το παράδειγμα σε αυτούς που ήταν ακόμη υγιείς. Τώρα λοιπόν, κείτονταν κι οι ίδιοι, εδώ και κει, εγκαταλειμμένοι, περιμένοντας τον θάνατο. Είναι ανάγκη άραγε να προσθέσω πως οι πολίτες απέφευγαν ο ένας τον άλλον και πως κανένας δε νοιαζόταν για το γείτονά του; Επισκέψεις ανάμεσα σε συγγενείς, αν υποθέσουμε πως γινόταν, ήταν πολύ σπάνιες και σε αραιά διαστήματα. Η συμφορά είχε κατατρομάξει τόσο πολύ τον κόσμο που ο αδερφός παρατούσε τον αδερφό, ο θείος τον ανιψιό, η αδερφή τον αδερφό και συχνά μάλιστα η γυναίκα τον άνδρα της.

Ορίστε ακόμη κάτι φοβερό και σχεδόν απίστευτο: πατέρες και μητέρες, σαν να μην ήταν τα ίδια τους τα παιδιά, απέφευγαν να πάνε να τα δουν και να τα βοηθήσουν. Οι άρρωστοι και από τα δύο φύλα, και ήταν αμέτρητοι, δεν έβρισκαν άλλο αποκούμπι από την στοργή των φίλων (ελάχιστοι είχαν αυτοί την ευτυχία) ή από την απληστία κάποιου υπηρέτη. Ήταν άνθρωποι με άξεστους τρόπους και οι περισσότεροι δεν ήξεραν την δουλειά τους. Οι υπηρεσίες τους περιορίζονταν στο να δίνουν στους αρρώστους ότι ζητούσαν ή να βρισκόταν δίπλα τους την ώρα που πέθαιναν. Να προσθέσω εδώ ότι για αυτό το κέρδος πολλοί από αυτούς έβρισκαν και οι ίδιοι τον θάνατο. Καθώς οι γείτονες, οι συγγενείς και οι φίλοι εγκατέλειπαν τους αρρώστους και καθώς σπάνιζαν οι υπηρέτες, επικράτησε μια συνήθεια άγνωστη μέχρι τότε. Όταν αρρώσταινε μια κυρία, όσο κι αν ήταν κομψευόμενη κι από μεγάλο τζάκι, δεν έπαιρνε υπόψη της τον άνδρα που είχε στην υπηρεσία της, είτε ήταν γέρος είτε ήταν νέος. Φτάνει να χρειαζόταν λόγω της αρρώστιας και του φανέρωνε οποιοδήποτε μέρος του κορμιού της, λες κι είχε μπροστά της μια γυναίκα. Πιθανόν, μια τέτοια αφροντισιά, να γινόταν αργότερα σε όσες γιατρευόταν, η αρχή για πιο ακόλαστα ήθη. Όσο για αυτούς που τους άφηναν στην τύχη τους, πολλοί θα μπορούσαν να είχαν σωθεί αν βρισκόταν ένα πονετικό χέρι για να τους βοηθήσει. Με τους αρρώστους δίχως την κατάλληλη περιποίηση και με την επιδημία να φουντώνει αδιάκοπα, τόσοι πολλοί άνθρωποι πέθαιναν νύχτα μέρα ώστε έμενες με το στόμα ανοικτό όταν το άκουγες να το λένε, και πόσο μάλιστα όταν το έβλεπες με τα ίδια σου τα μάτια.

Τέλος, σαν αποτέλεσμα της ανάγκης, επικράτησαν έθιμα αντίθετα με εκείνα που συνηθιζόταν πρωτύτερα στην πόλη. Ήταν συνήθεια, μια συνήθεια που διατηρείται ακόμη και τώρα, οι ξαδέρφες ή οι γειτόνισσες του νεκρού να μαζεύονται στο σπίτι του για να ενώσουν τα δάκρυα τους με τα δάκρυα των πιο στενών συγγενών. Από την άλλη, οι γείτονες, και αρκετοί άλλοι πολίτες, συγκεντρωνόταν μαζί με την οικογένεια μπροστά από το σπίτι του νεκρού. Πήγαιναν και οι κληρικοί, ανάλογα με την κοινωνική τάξη του μακαρίτη. Ύστερα, πρόσωπα από την ίδια κοινωνική τάξη τον φορτώνονταν στους ώμους και η νεκρική πομπή μετά ψαλμών και λαμπάδων, τον μετέφερε στην εκκλησία που είχε διαλέξει ο ίδιος. Μα όταν η επιδημία άρχισε να φουντώνει, παράτησαν αυτές τις συνήθειες. Άλλες συνήθειες τις αντικατέστησαν. Πολλοί πέθαιναν χωρίς να έχουν γύρω τους πολυάριθμη γυναικεία συντροφιά. Πολλοί μάλιστα πέθαιναν έρημοι και μονάχοι. Και πολλοί σπάνιοι ήταν εκείνοι που δεν τους έλειπαν οι σπαραχτικοί θρήνοι και τα πικρά δάκρυα των δικών τους.

Αντίθετα ακουγόταν τα γέλια και τα αστεία κάποιας περαστικής παρέας γλεντζέδων. Οι γυναίκες γενικά, ξεχνώντας την φυσική τους ευλάβεια και φροντίζοντας μονάχα για την υγεία τους, βολεύονταν περίφημα με την καινούργια συνήθεια. Και πολύ σπάνιοι ήταν εκείνοι που το ξόδι τους το συνόδευαν δέκα δώδεκα νοματαίοι πάνω κάτω. Κι αυτοί δεν ήταν τίποτε έντιμοι και γνωστοί πολίτες αλλά κι εγώ δεν ξέρω τι λογής νεκροθάφτες που προέρχονταν από τον όχλο, πεθαμενατζήδες του έλεγαν κι οι υπηρεσίες τους γινόταν επί πληρωμή. Άδραχναν το φέρετρο και με βιασύνη το μετέφεραν όχι στην εκκλησία επιλογής του μακαρίτη αλλά στην πιο κοντινή. Με την βοήθεια των πεθαμενατζήδων και δίχως τη νεκρώσιμη ακολουθία κατέβαζαν στα γρήγορα το φέρετρο στον πρώτο άδειο τάφο που έβρισκαν μπροστά τους.

Ο λαουτζίκος, καθώς κι ένα μεγάλο μέρος της μεσαίας τάξης, παρουσίαζε ένα θέαμα της πιο φριχτής εξαθλίωσης. Η φτώχεια ή κάποια αόριστη προσδοκία κρατούσε τους περισσότερους στο σπίτι τους. Δεν ξεμάκραιναν καθόλου από την γειτονιά τους και κάθε μέρα έπεφταν άρρωστοι κατά χιλιάδες. Δίχως καμιά βοήθεια, χωρίς καμία εξυπηρέτηση, πέθαιναν, σαν να λέμε χωρίς έλεος. Μερικοί ξεψυχούσαν, νύχτα ή μέρα, στη μέση του δρόμου ενώ πολλοί άλλοι πέθαιναν στο σπίτι τους και ανάγγελλαν τον θάνατο τους, με την μπόχα που ανέδιδαν οι αποσυνθεμένες σάρκες τους. Η πόλη ξεχείλιζε από τούτα τα πτώματα και από πτώματα άλλων που πέθαιναν παντού. Ο τρομερός κίνδυνος που συνεπαγόταν η αποσύνθεση των πτωμάτων, καθώς και στοργή της οικογένειας απέναντι στον μακαρίτη, υπαγόρευε γενικά στου γείτονες της ακόλουθη συμπεριφορά: μόνοι τους, ή με την βοήθεια κάποιων βαστάζων, έβγαζαν τα πτώματα από τα σπίτια και τα αράδιαζαν μπροστά από τις πόρτες. Αν έκανες μια βόλτα εκεί γύρω, προπάντων το πρωί, θα έβλεπες αμέτρητα πτώματα. Ύστερα έφερναν τα φέρετρα. Κι αν τα φέρετρα δεν φτάνανε, τοποθετούσαν τα πτώματα σε τάβλες. Πολλά φέρετρα χρησιμοποιούνταν για να μεταφέρουν δύο και τρεις μαζί. Συχνά πάνω στις ίδιες τάβλες ήταν απλωμένο ένα ανδρόγυνο, δύο τρία αδέρφια, πατέρας και γιος ή κάποιο ανάλογο ζευγάρι. Το γεγονός καταντούσε τόσο κοινό και συνηθισμένο ώστε κανείς δεν νοιαζόταν για το θάνατο τους περισσότερο από ότι θα νοιαζόταν σήμερα για τον θάνατο μιας κατσίκας, Κι αυτό που η συνηθισμένη σειρά της ζωής κι ο σιγανός ρυθμός των συμφορών μας δεν είχαν μπορέσει να κάνουν τους μυαλωμένους ανθρώπους να υπομένουν αγόγγυστα, το μέγεθος της συμφοράς έκανε ακόμη και τους απλοϊκούς να το παίρνουν ξέγνοιαστα. Με το πλήθος των πτωμάτων, όπως είπα πιο πάνω, που τα μετέφεραν κάθε μέρα και σχεδόν κάθε ώρα σε όλες τις εκκλησίες, τα νεκροταφεία δεν επαρκούσαν για όλους τους ενταφιασμούς, προπάντων αν ήθελαν, σύμφωνα με το παλιό έθιμο, να παραχωρήσουν στον καθένα μια θέση αποκλειστικά δική του. Και καθώς όλοι οι τάφοι ήταν γεμάτοι, έσκαβαν στα νεκροταφεία λάκκους πολύ βαθιούς και εκεί μέσα βόλευαν εκατοντάδες εκατοντάδες τους νεοφερμένους. Όπως μέσα στο αμπάρι ενός καραβιού στοιβάζουν στρώσεις-στρώσεις τα εμπορεύματα, έτσι σκέπαζαν κι αυτά τα πτώματα με μα φτυαριά χώμα κάθε στρώση όσο το κατάφερναν, όπως-όπως, από ψηλά. Για να μη διηγηθώ με λεπτομέρειες όλες τις συμφορές που έπεσαν τότε πάνω στην πόλη, θα αρκεστώ να πω πως εκείνες οι μέρες, οι τόσο καταστροφικές για αυτήν, δεν χαρίστηκαν ούτε στις γύρω εξοχές. Ας μην μιλήσουμε για τα χωριά που κλεισμένα στον περίβολο τους, αποτελούσαν μια μικρογραφία της μεγάλης πόλης, Στα χωριουδάκια, τα σκόρπια στον κάμπο, καμία ιατρική βοήθεια, κανένας που να μπορούσες να στηριχτείς στις υπηρεσίες του. Στις δημοσιές, στα χωράφια, στα σπίτια, οι δύστυχοι αγρότες κι οι οικογένειες τους πέθαιναν νύχτα μέρα όχι σαν άνθρωποι μα σαν ζώα. Αδιαφορώντας όσο και οι αστοί για τις δουλειές τους, δεν νοιάζονταν για τα κτηματάκια τους ούτε για τις καλλιέργειες τους. Λες και περίμεναν τον θάνατο την κάθε μέρα που ξημέρωνε.

Δεν φρόντιζαν για το τι θα αποδώσουν τα κοπάδια, οι σοδειές, οι καλλιέργειες, και όλα όσα χρειάζονταν προκαταβολική δουλειά, παρά δεν είχαν άλλη σκέψη από το πώς θα σκορπίσουν ότι χρήματα είχαν στην μπάντα. Μια συνέπεια ήταν πως τα βόδια, τα γαϊδούρα, οι κατσίκες, τα γουρούνια, οι κότες, ακόμη και οι σκύλοι, οι πιο πιστοί σύντροφοι του ανθρώπου, το έσκαγαν από τα υποστατικά και τριγυρνούσαν εδώ κι εκεί στα χωράφια, που το στάρι όχι μόνο δεν ήταν αλωνισμένο αλλά ούτε καν θερισμένο. Πολλά από τα ζωντανά, σαν να ήταν όντα λογικά, βοσκούσαν όλη μέρα, και τα βράδυ, με το στομάχι χορτάτο, ξανάπαιρναν το δρόμο για την αγροικία, δίχως κανένας τσομπάνης να τα έχει προγκίσει. Ας αφήσουμε όμως την εξοχή κι ας γυρίσουμε στην πόλη.

Τι άλλο να προσθέσω από τούτη την απλή παρατήρηση: Η απονιά του ουρανού, ίσως και των ανθρώπων, στάθηκε τόσο ανάλγητη, η επιδημία αφάνισε τόσο άγρια τον τόπο από Μάρτιο σε Ιούλιο, ένα πλήθος άρρωστοι είχαν τόσο κακή περίθαλψη, ή ακόμη, από το φόβο που ενέπνεαν στους υγιείς, είχαν εγκαταλειφτεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε υπάρχει κάθε λόγος να υπολογίζονται σε παραπάνω από εκατό χιλιάδες οι άνθρωποι που έχασαν την ζωή τους μέσα στην πόλη. Πριν από την θεομηνία, ίσως κανένας να μην φανταζόταν πως η πόλη μας έχει τόσους πολλούς κατοίκους.

Πόσα μεγάλα παλάτια, πόσα ωραία σπίτια, πόσες αριστοκρατικές κατοικίες, πρωτύτερα γεμάτες υπηρέτες, αφεντάδες και κυρίες, είδαν να χάνεται ακόμη και ο ποιο ταπεινός παραμάγειρας. Πόσες επιφανείς οικογένειες, πόσα επιβλητικά αρχοντικά, πόσες ξακουστές περιουσίες έμεινα δίχως νόμιμους κληρονόμους. Πόσοι γενναίοι άνδρες, πόσες ωραίες κυρίες, πόσοι χαριτωμένοι νεαροί, που όχι κανένας άλλος, μα ο ίσιος ο Γαληνός, ο Ιπποκράτης, ακόμη και ο Ασκληπιός, θα τους είχαν δώσει ένα πιστοποιητικό ρωμαλέας υγείας, κολάτσισαν το πρωί μαζί με τους συγγενείς και φίλους και το ίδιο βράδυ, κάθισαν στον άλλο κόσμο, για δείπνο με τους προγόνους τους…