Ονορέ ντε Μπαλζάκ

ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

«Το κορίτσι με τα χρυσά μάτια» εντάσσεται σε μια ιδιαίτερη ενότητα της «Ανθρώπινης Κωμωδίας» στην οποία δίνεται το αποτύπωμα του ανερχόμενου καπιταλισμού στο Παρίσι.

Ονορέ ντε Μπαλζάκ

Το κορίτσι με τα χρυσά μάτια



«Και κατ’ αρχήν, υποδεχτείτε αυτόν τον βασιλιά της παρισινής διακύμανσης, ο οποίος δάμασε τον χώρο και τον χρόνο. Ναι, υποδεχτείτε τούτο το πλάσμα που είναι καμωμένο από νίτρο και φωταέριο, που δίνει παιδιά στη Γαλλία κατά τις φιλόπονες νύχτες του και πολλαπλασιάζει στη διάρκεια της ημέρας το άτομό του για την εξυπηρέτηση, τη δόξα και την ευχαρίστηση των συμπολιτών του. Αυτός ο άνθρωπος επιλύει το πρόβλημα να επαρκεί συγχρόνως σε μια αξιαγάπητη γυναίκα, στο νοικοκυριό του, στην εφημερίδα «Ο Συνταγματικός», στο γραφείο του, στην εθνοφρουρά, στην Όπερα, στον Θεό. Αλλά για να μετασχηματίσει σε χρήματα την εφημερίδα «Ο Συνταγματικός», το γραφείο, την Όπερα, την εθνοφρουρά, τη γυναίκα και τον Θεό. Εν ολίγοις, υποδεχτείτε έναν ανεπίληπτο θησαυριστή και πολυθεσίτη».

«Είτε φυσάει είτε μπουμπουνίζει, βρέξει-χιονίσει, αυτός είναι στον «Συνταγματικό» και περιμένει τη φόρτωση των εφημερίδων, των οποίων τη διάθεση έχει αναλάβει με διαγωνισμό. Παραλαμβάνει με απληστία αυτό το πολιτικό ψωμί, το υποδέχεται και το αναδέχεται».

«Στις εννέα, βρίσκεται στην αγκαλιά του νοικοκυριού του, ξεφουρνίζει ένα καλαμπούρι στη γυναίκα του, της αποσπά ένα μεγάλο φιλί, απολαμβάνει ένα φλιτζάνι καφέ ή μαλώνει τα παιδιά του».

«Στις δέκα παρά τέταρτο, εμφανίζεται στο δημαρχείο. Εκεί, καθισμένος σε μια πολυθρόνα, σαν παπαγάλος πάνω σε κούνια, με θέρμανση από την πόλη του Παρισιού, εγγράφει τους θανάτους και τις γεννήσεις ενός ολόκληρου διοικητικού διαμερίσματος, χωρίς δάκρυ ή χαμόγελο. Η ευτυχία, η δυστυχία της γειτονιάς περνούν από το ράμφος της πέννας του, όπως το πνεύμα του «Συνταγματικού» ταξίδευε πριν από λίγο πάνω στους ώμους του. Τίποτα δεν τον βαραίνει! Πάντα πηγαίνει ευθεία μπροστά του, παίρνει πανέτοιμο τον πατριωτισμό του από την εφημερίδα, δεν φέρνει αντίρρηση σε κανέναν, σκούζει ή χειροκροτεί με όλο τον κόσμο και ζει σαν χελιδόνι».

«Δυο βήματα από την ενορία του, μπορεί σε περίπτωση σημαντικής τελετής να αφήσει τη θέση του σε κάποιον έκτακτο και να πάει για να τραγουδήσει ένα ρέκβιεμ στο αναλόγιο της εκκλησίας, του οποίου αποτελεί τις Κυριακές και τις γιορτές το πιο όμορφο κόσμημα, την πιο επιβλητική φωνή, καθώς στραβώνει με αποφασιστικότητα το μεγάλο στόμα του βροντώντας ένα χαρμόσυνο αμήν. Είναι ψάλτης».

«Ελεύθερος από την επίσημη υπηρεσία του στις τέσσερις, παρουσιάζεται για να σκορπίσει τη χαρά στο πιο διάσημο μαγαζί που υπάρχει στην παλιά πόλη. Ευτυχισμένη είναι η γυναίκα του, δεν έχει χρόνο να είναι ζηλιάρης. Είναι μάλλον άνθρωπος της δράσης παρά του συναισθήματος. Επίσης, μόλις φτάσει, προκαλεί εκνευρισμό στις δεσποινίδες του ταμείου, που τα ζωηρά τους μάτια προσελκύουν μάτσο τους πελάτες. Γεμίζει ικανοποίηση ανάμεσα στα στολίσματα και τις εσάρπες, την ομορφοφτιαγμένη μουσελίνα από αυτές τις ικανές εργάτριες».

«Στις έξι, κάθε δυο μέρες, είναι πιστός στο πόστο του. Ισόβιος βαρύτονος των χορωδιών, βρίσκεται στην Όπερα, έτοιμος να γίνει στρατιώτης, Άραβας, φυλακισμένος, άγριος, χωρικός, σκιά, οπλή καμήλας, λιοντάρι, διάβολος, ιδιοφυία, λευκός ή μαύρος ευνούχος, πάντα εξασκημένος να προσφέρει χαρά, οδύνη, οίκτο, κατάπληξη, να μπήζει απαράλλαχτες κραυγές, να το βουλώνει, να κυνηγάει, να συμπλέκεται, να εκπροσωπεί τη Ρώμη ή την Αίγυπτο».

«Αλλά πάντα ενδομύχως μικρέμπορος. Τα μεσάνυχτα ξαναγίνεται καλός σύζυγος, άντρας, τρυφερός πατέρας, γλιστράει μέσα στο συζυγικό κρεβάτι, με τη φαντασία ακόμα τεταμένη από τις απατηλές μορφές των νυμφών της Όπερας κι έτσι κινεί τον εκτραχηλισμό του κόσμου και τις ηδυπαθείς στρογγυλάδες από τη γάμπα της Ταλιόνι προς όφελος του συζυγικού έρωτα. Τέλος, αν κοιμηθεί, κοιμάται γρήγορα και βιάζει τον ύπνο του όπως έχει βιάσει τη ζωή του».