Ονορέ ντε Μπαλζάκ

ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

Ονορέ ντε Μπαλζάκ

Εξαδέρφη Μπέττη

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΚΑΤΑ τα μέσα Ιουλίου του 1838, περνούσε απ' την οδό Πανεπιστημίου μιά άμαξα αυτές που τελευταία έχουνε γεμίσει τις πλατείες του Παρισιού, και ονομάζουμε «άμαξες των μυλόρδων». Μέσα καθότανε ένας χοντρός άντρας μετρίου αναστήματος, που φορούσε στολή λοχαγού της Εθνοφρουράς. Στο Παρίσι υπάρχουνε πολλοί που θεωρούνε εαυτό τους έξυπνο, κι όμως νομίζουνε πως είναι ωραιότεροι όταν φοράνε μια οποιαδήποτε στολή παρά τα συνηθισμένα τους ρούχα. Φαντάζονται πώς οι γυναίκες έχουν χαμηλά γούστα και πώς θα συγκινηθούν πολύ μόλις δούνε έναν άντρα με τριχωτό σκούφο και με στρατιωτική εξάρτηση.

Η φυσιογνωμία του λοχαγού μας που άνηκε στο δεύτερο τάγμα, εξέφραζε έναν αυτοθαυμασμό που έκανε την κοκκινωπή επιδερμίδα του και την κάπως φουσκωμένη μορφή του να λαμποκοπούν. Στο μέτωπό του φαινόταν το φωτοστέφανο εκείνο που τα πλούτη του εμπορίου δημιουργούν γύρω από τα μέτωπα των πρώην καταστηματαρχών, και απ' αυτό μπορούσε κανείς να μαντέψει πώς πρόκειται για κάποιον επίλεκτο πολίτη του Παρισιού, για έναν τουλάχιστον τέως αντιδήμαρχο της περιφερείας του. Εύκολα, λοιπόν, καταλαβαίνετε πως η ταινία της Λεγεώνας της Τιμής δεν έλειπε από το στήθος του, πού φούσκωνε επιδεικτικά, όπως φουσκώνουνε τα στήθη τους οι Πρώσοι. Καμαρωτά θρονιασμένος στην γωνία του «μιλόρδου», ο λοχαγός άφηνε το βλέμμα του να πλανιέται ικανοποιημένο πάνω στους αμέριμνους διαβάτες, που καμιά φορά, στο Παρίσι συμβαίνει να δέχονται κατά λάθος κάτι τέτοιες γλυκές ματιές προοριζόμενες για κάποια όμορφα μά ανύπαρκτα γυναικεία μάτια.

Η άμαξα σταμάτησε στο τμήμα της οδού που περιλαμβάνεται μεταξύ των οδών Μπελάς και Βουργουνδίας στην πόρτα ενός μεγάλου σπιτιού που χτίστηκε πρόσφατα πάνω σε ένα τμήμα της αυλής κάποιου παλιού αρχοντικού με κήπο. Οι ιδιοκτήτες του σπιτιού σεβαστήκανε το μέγαρο, που εξακολουθούσε να υφίσταται με την πρωταρχική μορφή του στο βάθος της αυλής που είχε μείνει η μισή.

Μπορούσε κανείς να καταλάβει πως ο λοχαγός ήτανε πενηντάρης, από τον τρόπο και μόνο με τον οποίο δέχτηκε τη βοήθεια του αμαξά για να κατεβεί από τον «μιλόρδο». Είναι μερικές κινήσεις βαριές και αποκαλυπτικές που έχουν όλη την αδιακρισία πιστοποιητικού γεννήσεως. Ο λοχαγός κράτησε το κίτρινο γάντι του στο δεξί του χέρι και, χωρίς να ζητήσει τίποτα από τον θυρωρό, κατευθύνθηκε προς την εξωτερική σκάλα του ισογείου του μεγάρου, με ύφος που έλεγε: «είναι δικό μου». Οι πορτιέρηδες του Παρισιού διαθέτουν μάτι πολύ έμπειρο, παραμερίζουνε μπροστά στους ανθρώπους που φορούνε παράσημα, που είναι ντυμένοι στα γαλάζια και πού βαδίζουνε βαριά, με δυο λόγια καταλαβαίνουν αμέσως τους πλούσιους.

Ολόκληρο εκείνο το ισόγειο το κρατούσε ο κ. βαρωνος ντε Εβρύ, στρατιωτικός επιμελητής κατά τη περίοδο της Δημοκρατίας, γενικός διαχειριστής στρατού άλλοτε, και διευθυντής τώρα σε ένα από τα σπουδαιότερα τμήματα του Υπουργείου Στρατιωτικών, μέλος του Συμβουλίου του Κράτους, ανώτατος αξιωματικός της λεγεώνας της Τιμής, κτλ, κτλ.

Ο βαρώνος Υλό έδωσε μόνος του στον εαυτό του τον τίτλο ντε Ερβύ, από τον τόπου που γεννήθηκε, και τούτο για να ξεχωρίζει από τον αδερφό του, τον διάσημο στρατηγό Υλό που ήτανε συνταγματάρχης των γρεναδιέρων στην Αυτοκρατορική Φρουρά, και πού ο αυτοκράτορας τον είχε ονομάσει «κόμητα του Φορτσάιμ», μετά την εκστρατεία του 1809. Ο πρωτότοκος αδερφός, ο κόμης, είχε αναλάβει την προστασία του μικρότερου αδερφού του και έτσι, κινούμενοι από πατρικό ενδιαφέρον, τον είχε τοποθετήσει στη στρατιωτική διοίκηση, όπου, χάρη στις διπλές αυτές υπηρεσίες των δύο αδερφών, ο βαρόνος απέσπασε την εύνοια του Ναπολέοντα, μιάν εύνοια που την άξιζε άλλωστε. Από το 1807, ο βαρόνος Υλό ήτανε γενικός διαχειριστής των στρατευμάτων στην Ισπανία. "Όταν χτύπησε το κουδούνι, ο πρωτευουσιάνος λοχαγός έκανε μεγάλες προσπάθειες για να τακτοποιήσει τη στολή του που είχε ανασηκωθεί τόσο μπροστά όσο και πίσω, γιατί ή ωοειδής κοιλιά του διαρκώς την μετατόπιζε. Συνήθως, μόλις ένας υπηρέτης αντίκριζε στην πόρτα εκείνον τον επιβλητικό και σπουδαίο άνθρωπο, αμέσως τον υποδεχόταν ευγενικά τώρα όμως, ο λοχαγός ακολούθησε τον υπηρέτη πού, ανοίγοντας την πόρτα του σαλονιού, είπε:
– Ο κύριος Κρεβέλ!
Μια ψηλή ξανθή γυναίκα, πολύ καλά διατηρημένη, σηκώθηκε ευθύς, και φάνηκε σαν να είχε υποστεί ηλεκτρικό κλονισμό καθώς άκουσε αυτό το όνομα, που ταίριαζε θαυμάσια με το παρουσιαστικό του κατόχου του.
-Ορτανσία, άγγελέ μου, πήγαινε στον κήπο με την εξαδέλφη Μπέττη, είπε βιαστικά στην κόρη της, που κεντούσε λίγο πιο πέρα.

Η δεσποινίς Ορτανσία χαιρέτησε χαριτωμένα το λοχαγό, και βγήκε από ένα πορτοπαράθυρο, παίρνοντας μαζί της μια γεροντοκόρη ξερακιανή που φαινότανε πιο ηλικιωμένη από τη βαρόνη, μολονότι ήτανε κατά πέντε χρόνια μικρότερή της.
-Είναι για το γάμο σου, είπε η ξαδέρφη Μπέττη στο αυτί τής ξαδερφούλας της Ορτανσίας, και δε φάνηκε να την είχε προσβάλει ό τρόπος πού ή βαρόνη χρησιμοποίησε για να τις απομακρύνει, ούτε κατάλαβε πως δεν την υπολόγιζε σχεδόν καθόλου.

"Άλλωστε ή βαρόνη θα μπορούσε, στην ανάγκη, να δικαιολογήσει την ανάρμοστη συμπεριφορά της από την αμφίεση της εξαδέλφης της.
Η γεροντοκόρη φορούσε ένα φουστάνι από μερινό, που είχε τό χρώμα κορινθιακής σταφίδας, και που το κόψιμό του και οι ούγιες του θυμίζει την εποχή της Παλινόρθωσης μια κεντημένη τραχηλιά πού θα άξιζε ίσως τρία φράγκα ένα ψάθινο καπέλο με αυτιά από σατέν μπλε και με ψάθινη μπορντούρα σαν αυτά που φορούνε οι μανάβισσες στην Κεντρική Αγορά. Τα παπούτσια της ήτανε φτιαγμένα με κατσικόδερμα από κάποιον υποδηματοποιό της τελευταίας, φαίνεται, σειράς• αν ένας ξένος τα έβλεπε, θα δίσταζε να χαιρετήσει την ξαδέρφη Μπέττη και να την θεωρήσει συγγενή της οικογενείας, γιατί έμοιαζε απόλυτα με μοδίστρα πού ράβει στα σπίτια. Ωστόσο, η γεροντοκόρη, πριν βγει, δεν παρέλειψε να χαιρετήσει πρόσχαρα κάπως τον κ. Κρεβέλ, ο οποίος απάντησε στο χαιρετισμό της με ένα νεύμα κατανόησης.
-Δεσποινίς Φισέρ, της είπε, θα έρθετε αύριο, δεν είν' έτσι;
-Δε θα έχετε κόσμο; ρώτησε η εξαδέλφη Μπέττη.
-"Όλοι-όλοι, τα παιδιά μου και σεις, αποκρίθηκε ο επισκέπτης.
-Καλά, ξανάπε κείνη, τότε να μέ θεωρείτε παρούσα.
-Στις διαταγές σας, κυρία μου, είπε ο λοχαγός της στρατιωτικής γραφειοκρατίας χαιρετώντας πάλι την βαρόνη Υλό,
Και έριξε στην κ. Υλό ένα βλέμμα σαν εκείνο που ένας επαρχιώτης ηθοποιός που υποδύεται τον Ταρτούφο, στό Πουατιέ ή στην Κουτάνς, ρίχνει στην Έλμίρα, όταν νομίσει πώς είναι αναγκαίο να υπογραμμίσει όλη τη σημασία του ρόλου του.
-Αν θέλετε να κουβεντιάσουμε για τις υποθέσεις μας, κύριε, μπορείτε να με ακολουθήσετε, να πάμε εκεί μέσα, θα είμαστε πολύ καλύτερα παρά σ' αυτό το σαλόνι, είπε η κ. Υλό δείχνοντας το διπλανό δωμάτιο πού χρησιμοποιούτανε για χαρτοπαίγνιο, όπως φαίνονται νε από τη διάταξη των δωματίων του διαμερίσματος.

Αυτό το σαλόνι χωριζότανε με ένα λεπτό διάφραγμα από το μπουντουάρ του οποίου το παράθυρο έβλεπε στον κήπο. Η κ. Υλό άφησε για μια στιγμή μόνον τόν κ. Κρεβέλ, γιατί θεώρησε απαραίτητο να κλείσει την πόρτα και το παράθυρο του μπουντουάρ, έτσι ώστε κανείς να μην μπορεί να έρθει να τους ακούσει. Είχε ακόμη την προνοητικότητα να κλείσει επίσης το πορτοπαράθυρο του μεγάλου σαλονιού και, καθώς το έκλεινε, χαμογέλα σε στην κόρη της και στην ξαδέρφη της, που την είδε να κάθονται σ' ένα παλιό περίπτερο, στο βάθος του κήπου.

Γύρισε κοντά στον επισκέπτη της, αφού άφησε ανοιχτή την πόρτα του δωματίου χαρτοπαιξίας, για να μπορεί έτσι ν' ακούει την πόρτα του μεγάλου σαλονιού, αν κανείς την άνοιγε για να μπει . Καθώς πήγαινε κι ερχότανε μ' αυτόν τον τρόπο, και καθώς δεν ήταν εκεί κανείς για να την παρατηρεί, ή βαρόνη άφηνε να ζωγραφίζεται στο πρόσωπό της ολόκληρη η σκέψη της και αν κάποιος την κοίταζε, θα μπορούσε να τρομάξει από την ταραχή της. Αλλά, όταν πια επέστρεφε από την εξώπορτα του μεγάλου σαλονιού στο σαλόνι χαρτοπαιξίας, κάλυψε τη μορφή της με κείνο το αδιαπέραστο πέπλο απάθειας πού όλες οι γυναίκες, ακόμα και οι πιο ανυπόκριτες, φαίνεται ότι τα έχουνε στη διάθεσή τους όταν τους χρειαστεί.

"Όσο γίνονταν αυτές οι κάπως παράξενες προετοιμασίες, ο αξιωματικός της Εθνοφρουράς εξέταζε την επίπλωση του σαλονιού, στο οποίο είχε βρεθεί. Κοίταζε τις μεταξωτές κουρτίνες που άλλοτε ήτανε κόκκινες και πού τα κρέμονταν ξεθωριασμένες σε μώβ απ' τον ήλιο, ξεφτισμένες στα άκρα από' τη μακρόχρονη χρήση ένα χαλί που τα χρώματα είχανε πιά σβήσει τα έπιπλα όπου το επιχρύσωμα είχε ξεφλουδιστεί και όπου οι λεκέδες σχηματίζανε μακριές λουρίδες σάν ξασπρισμένο μετάξι κοιτάζει όλα τούτα και πάνω στό άχαρο πρόσωπό του, που έμοιαζε με πρόσωπο νεόπλουτου έμπορα, εκφράσεις περιφρόνησης, ικανοποίησης και προσδοκίας διαδέχονταν άθελά του η μία την άλλη. Είχε ξεχαστεί να κοιτάζεται στον καθρέφτη, που βρισκότανε πάνω από ένα παλιό εκκρεμές εποχής Αυτοκρατορίας, και να επιθεωρεί τον ίδιο τον εαυτό του, όταν ξαφνικά το θρόισμα της μεταξωτής ρόμπας του θύμισε τη βαρόνη
Και ξαναπήρε αμέσως την κανονική στάση του.

Η βαρόνη έπεσε σε ένα μικρό καναπέ, πού ασφαλώς θά ήτανε πολύ ωραίος στα 1809, και έκανε νεύμα στον κ. Κρεβέλ να καθίσει δείχνοντάς του μια πολυθρόνα πού τα μπράτσα της καταλήγανε σε επιχαλκωμένες κεφαλές Σφίγγας και πού ή βαφή της έφευγε που και που αφήνοντας να φαίνεται ένα ξελεπιασμένο ξύλο.

-Τα προληπτικά μέτρα που παίρνετε, κυρία, θα αποτελούσαν θαυμάσιον οιωνό για έναν...
- Εραστή, αποκρίθηκε η βαρόνη διακόπτοντας τον έθνοφρουρό.
-Η λέξη αυτή είναι ασθενής, είπε κείνος βάζοντας το δεξί του χέρι στην καρδιά και αναστρέφοντας τα μάτια με κείνη την έκφραση πού, πάντα σχεδόν, προ καλεί το γέλιο σε όσες γυναίκες κοιτάζουνε ψύχραιμα.
Εραστή! Εραστή! Πέστε με μάλλον σκλάβο σας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΑΚΟΥΣΤΕ, κύριε Κρεβέλ, ξανάπε ή βαρόνη πού ή σοβαρότητα της στιγμής δεν της επιτρέπει να γελάσει.
Είστε πενήντα ετών , δηλαδή δέκα χρόνια μικρότερος από τον κ. Υλό, αυτό το γνωρίζω καλά. Στην ηλικία μου όμως, αν μιά γυναίκα κάνει μια ερωτική τρέλα, πρέπει η τρέλα της αυτή να δικαιολογείται από την ομορφιά, από τα νιάτα, από τη δόξα, από την αξία, από κάποια αίγλη. Τέλος πάντων σαν εκείνη πού μάς θαμπώνουν όλες και που μας κάνουνε να ξεχνούμε τα πάντα, ακόμα και την ηλικία μας. Αν τουλάχιστον είχατε πενήντα χιλιάδες λίρες εισόδημα, τότε η περιουσία σας θα αντιστάθμιζε την ηλικία σας. Βλέπετε λοιπόν ότι δεν έχετε τίποτε από εκείνα που απαιτεί μία γυναίκα...

-Και ο έρωτας είπε ο εθνοφρουρός πού σηκώθηκε και προχώρησε. "Ένας έρωτας ο οποίος...
-Δεν είναι έρωτας, κύριε, είναι πείσμα, είπε ή βαρόνη διακόπτοντάς τον για να δώσει τέλος σ' αυτήν την γελοία σκηνή.
-Μάλιστα, πείσμα και έρως, ξανάπε εκείνος . Αλλά και κάτι περισσότερο ακόμη δικαιώματα...
-Δικαιώματα, αναφώνησε η κ. Υλό και πήρε ξαφνικά ένα μεγαλόπρεπο ύφος περιφρόνησης, πρόκλησης και οργής. Μα δε θα τελειώσουμε ποτέ έτσι, ξανάρχισε στον ίδιο τόνο. Και άλλωστε, δεν σας ζήτησα να έρθετε εδώ για να κουβεντιάσουμε για την αιτία που σας ανάγκασε ν' απομακρυνθείτε από το σπίτι μας, παρ' όλον τον σύνδεσμο των δύο οικογενειών μας...
-Έτσι νόμιζα...
-Κακώς, είπε εκείνη. Δεν καταλαβαίνετε λοιπόν, κύριε, από τον εύκολο και ελεύθερο τρόπο με τον οποίο μιλώ για εραστή, για έρευνα, για ό,τι θεωρείται πολύ τολμηρό σε μια γυναίκα, δε βλέπετε πώς είμαι αποφασισμένη να παραμείνω εντός των πλαισίων της ηθικής; Δεν φοβάμαι τίποτα, ούτε ακόμη τις υποψίες που μπορεί κανείς να σχηματίσει αν με δει να κλείνομαι σ' ένα δωμάτιο μαζί σας. Η συμπεριφορά μου αυτή δείχνει άραγε γυναίκα αδύναμη; Ξέρετε πολύ καλά γιατί σάς παρακάλεσα να έρθετε εδώ...
-0χ, κυρία, αποκρίθηκε ο Κρεβέλ και πήρε ύφος ψυχρό.
Δάγκωσε τα χείλη του κι έκανε πάλι τον πολύ σοβαρό.