ΛΟΥΙ ΑΡΑΓΚΟΝ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
|
ΛΟΥΙ ΑΡΑΓΚΟΝ
Ανοιχτά χαρτιά
Απόσπασμα
Δεν υπήρξα πάντοτε ο άνθρωπος που είμαι. Ολόκληρη τη ζωή
μου μάθαινα για να γίνω ο άνθρωπος που είμαι, αλλά αυτό
δεν σημαίνει ότι έχω ξεχάσει τον άνθρωπο που υπήρξα, ή, για
να μιλήσω ακριβέστερα, τους ανθρώπους που υπήρξα. Κι αν
ανάμεσα στους ανθρώπους εκείνους και σε μένα υπάρχει
αντίφαση, αν νομίζω πως αλλάζοντας έχω μάθει, έχω
προοδεύσει, όταν γυρίζω και κοιτάζω εκείνους εκεί τους
ανθρώπους, δεν ντρέπομαι καθόλου γι' αυτούς, δεν μπορώ να
πω εγώ, χωρίς αυτούς.
Γνωρίζω ανθρώπους που γεννήθηκαν με την αλήθεια στην
κούνια τους, που δεν ξεγελάστηκαν ποτέ τους, που δεν τους
χρειάστηκε να προχωρήσουν ούτε ένα βήμα σε ολόκληρη τη
ζωή τους, επειδή από τότε που ήταν ακόμα στις φασκιές είχαν
κιόλας φτάσει. Ξέρουν ποιο είναι το καλό, πάντοτε το ήξεραν.
Για τους άλλους έχουν την αυστηρότητα και την περιφρόνηση
που τους δίνει η θριαμβευτική τους σιγουριά πως έχουν δίκιο.
Δεν τους μοιάζω. Εμένα η αλήθεια δεν μου αποκαλύφθηκε στα
βαφτίσια μου, δεν τη βρήκα ούτε από τον πατέρα μου ούτε
από την κοινωνική τάξη της οικογένειάς μου. Ό,τι έχω μάθει
μου κόστισε ακριβά, ό,τι ξέρω το έχω με δικές μου δαπάνες.
Δεν έχω ούτε και μία έστω βεβαιότητα που να μην τη
σχημάτισα μέσω της αμφιβολίας, του άγχους, του ιδρώτα, της
οδυνηρής εμπειρίας. Έτσι νιώθω σεβασμό γι' αυτούς που δεν
ξέρουν, γι' αυτούς που ψάχνουν, που ψηλαφούν, που
σκοντάφτουν.
Για εκείνους που η αλήθεια τους είναι εύκολη, αυθόρμητη,
αισθάνομαι βέβαια έναν κάποιο θαυμασμό, αλλά, ομολογώ,
πολύ λίγο ενδιαφέρον.
Tη μισή μου ζωή την έχω περάσει διαβάζοντας. Απ’ τα παιδικά
μου χρόνια διάβαζα τόσο πολύ, που οι γονείς μου κλείδωναν
τις βιβλιοθήκες και δεν ήξεραν τι να σκαρφιστούν για να με
ξεκολλήσουν απ’ τα βιβλία. Ήμουν οχτώ χρονών, πήγαινα στην
τετάρτη τάξη, κι ουσιαστικά είχα διαβάσει όλο το πρόγραμμα
του γυμνασίου. Πρέπει να τ’ ομολογήσω, δεν άρχισα με τα
παιδικά βιβλία: μου έμαθαν να διαβάζω στον «Τηλέμαχο» του
Φενελόν και, πολύ γρήγορα, ξετρύπωσα στο σπίτι μου και στις
βιβλιοθήκες των συγγενών μου της επαρχίας, τα πιο
ακατάλληλα μυθιστορήματα. Διάβασα αργότερα την Κυρία ντε
Σεγκύρ και τον Ιούλιο Βερν, τον Πωλ ντ’ Ιβουά πολύ πιο ύστερα
από τον Κορνήλιο και τον Ρακίνα. Διάβαζα ό,τι μου έπεφτε στα
χέρια, καταλόγους, ευρετήρια, ρεκλάμες, ποτέ δεν άφηνα να
μου ξεφύγει ένα τυπωμένο στοιχείο χωρίς να το διαβάσω.
Πολλά απ’ αυτά που ξέρω, απ’ αυτά που μου στάθηκαν
χρήσιμα στη ζωή, τα έμαθα μόνος μου έτσι, κι όχι στο σχολείο.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Λουί Αραγκόν "Μ' ανοιχτά
χαρτιά" εκδ. Θεμέλιο, μετάφραση του Τίτου Πατρίκιου.
Από τη συλλογή "Το μεγάλο κέφι"
Νανούρισμα
Χέσε χέσεχέσεχέσε λοιπόν χέσε
Άκου τη φωνή της μητέρας σου
Μικρό παιδί χέσε
όπως οι μεγάλοι της γης
Ο κ. Πουανκαρέ,
Η κ. Ζέλμα Λάγκερλεφ
Οι Πρίγκιπες του Οίκου του Βελγίου
Ο μέγας Αντώνιος
Η κ. Γκράτζια Ντελέντα
Όλη η φαμίλια Μπερτελό
Χέσε χέσεχέσεχέσε λοιπόν χέσε
Άκου τη φωνή της μητέρας σου
Μικρό παιδί χέσε
Όπως οι μεγάλοι της γης
Η κ. Μαίρη Πίκφορντ
Ο κ. Ράντγιαρντ Κίπλινγκ
Οι κύριοι κύριοι Διευθυντές της Αστυνομίας
Οι δεσποινίδες οι κόρες τους
Ο κ. Φρανσουά ντε Κουρέλ
Ο αρχιστράτηγος Πέρσινγκ
Χέσε χέσεχέσεχέσε λοιπόν χέσε
Άκου τη φωνή της μητέρας σου
Μικρό παιδί χέσε
Όπως οι μεγάλοι της γης
Και τα λοιπά κύριος κυρία
Και τα λοιπά χεμχεμΜπαρτού
Η κοπριά κι η κουτσουλιά
Η Λέσχη Αυτοκινητιστών Γαλλίας
Και Σκατά και Φατά και Αηδία
Τα Προάστια οι Τράπεζες κι οι Πετρελαϊκές
Χέσε χέσεχέσεχέσε λοιπόν χέσε
Άκου τη φωνή της μητέρας σου
Μικρό παιδί χέσε
Αν μπορείς όπως οι μεγάλοι της γης.
Ανυπόταχτος
Για να με κάνει να κάνω πιπί
Πισπις μου ‘λεγε η παραμάνα
Για να με κάνει να κάνω πιπί
Για να με κάνει να κάνω κακά
Κακκακ μου ‘λεγε η νοσοκόμα
Για να με κάνει να κάνω κακά
Για να με κάνει να κάνω στοίχιση ευθεία
Μπρουφμπρουφ μου ‘λεγε το μουστάκι
Για να με κάνει να κάνω στοίχιση ευθεία
Όμως δεν κάνω πια στοίχιση ευθεία
Ούτε πιπί ούτε κακά πάει τελεία
Σινεμά
Υπάρχουν κάποιοι που καυλώνουν
Υπάρχουν και κάποιοι που δεν καυλώνουν
Γενικά εγώ συγκαταλέγομαι
Στη δεύτερη κατηγορία
Μοντέρνο
Μπορντέλο αντί για μπορντέλο
Εγώ όμως αγαπώ πιότερο το μετρό
Είναι πολύ πιο χαρωπό
Κι έπειτά τόσο πιο ζεστό
Ψιθυριστά
Δεν αγαπώ τους ανθρώπους
που φτύνουν στη σούπα
Δεν αγαπώ τους ανθρώπους
που άλλο δεν κάνουν
απ’ το να μιλάν
Ή να χαμογελάν
Δεν αγαπώ τους ανθρώπους
που γλείφουν τις σελίδες των βιβλίων
Με το πρόσχημα πως τις γυρνάν
Δεν αγαπώ τους ανθρώπους που συνέχεια με ρωτάν
Που έχω σκοπό να περάσω το βράδυ μου
Δεν αγαπώ τους ανθρώπους
Δεν αγαπώ τους ανθρώπους που κλάνουν
Ιδίως όσους κλάνουν διανοητικά
Δεν αγαπώ τους ανθρώπους
που ζέχνουνε το σκόρδο
Τους βυρσοδέψες και τους μοναχούς
Τα φράγκα τα σκατά την προθυμία
Δεν αγαπώ τους ανθρώπους που παραπατούν
κοιτώντας τις γυναίκες
Κάπως υπερβολικά επιδεικτικά
Δεν αγαπώ τους ανθρώπους
Που υποκρίνονται πως νομοθετούν
και κανονίζουν τη ζωή μου
Το χρόνο μου τα γούστα μου
τα εκφραστικά μου λάθη
Που ενώ δεν τολμούν να κοροϊδέψουν
την ακατάσχετη φλυαρία
Ενός κυρίου του κόσμου με ευγένεια
Βρίσκουν κακή ακόμα και την πιο ταπεινή
Από τις σκέψεις μου
Δεν αγαπώ τους ανθρώπους σας λέω
Δεν αγαπώ τους ανθρώπους
Γιατί είν’ ανυπόφορα περιορισμένοι και χαζοί
Γιατί γευματίζουν και δειπνούν
σε προκαθορισμένες ώρες
Από τους γονείς τους
γιατί πηγαίνουν στο θέατρο στο σχολείο
Στην επιθεώρηση της δεκάτης τετάρτης Ιουλίου
Γιατί παντρεύονται
ταξιδεύουν για το μήνα του μέλιτος
Σπέρνουν νόμιμα παιδιά
Που θα καταχωρηθούν στο ληξιαρχείο
την ορισμένη μέρα
Θα γίνουν στρατιώτες πουτάνες
κατά παραγγελία
Δημόσιοι υπάλληλοι
Συνοδοί της ανάγκης στα πιο διαφορετικά σαλέ
Γιατί μόλις τελειώσουν
όλα αυτά τα ξαναρχίζουν
Γιατί απ’ όλα τ’ ανεγκέφαλα αισθήματα
Το αίσθημα της οικογένειας
δεν είναι μονάχα
Το πιο διαδεδομένο
μα και το πιο
Αηδιαστικό και μπορώ να σε γαμώ
μπορώ να σε χτυπώ
Και παρόλ’ αυτά να είναι
τόσο ευγενικόσ εμπρός παιδιά
Δεν πα να λένε έπειτα
Σκαρώνουν πνευματώδη λόγια και φάρσες
Μαθαίνουν πότε χρειάζεται το παραμύθι
πότε το κομπλιμέντο
Διότι όλοι αυτοί οι κουραμπιέδες
Όταν μου τη βιδώνει
να μην κάνω τίποτα με τον τρόπο τους
Επιχειρηματολογούν κι εκπλήσσονται
Επειδή τους ξερνάω κατάμουτρα
Επειδή σηκώνω τους ώμους αδιάφορα
Μπροστά στους βόες των γυναικών τους
Στα στεφάνια των κανακάρηδων τους
Στα διαμερίσματα της μπάκας τους
Επειδή εγώ δεν τα ‘χω καλά με το δήμαρχο
ούτε με την πατρίδα
Επειδή εγώ δεν κρύβω τον τρόμο
που μου προκαλούν
Επειδή
Δεν αγαπώ τους ανθρώπους
Αναδημοσίευση από vakxikon.gr
|