ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ ΡΟΥΚ

ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

Το πρώτο ποίημα της, με τίτλο ΜΟΝΑΞΙΑ, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ το 1946 ύστερα από παρέμβαση και του Νίκου Καζαντζάκη ο οποίος ήταν ο νονός της και έγραψε στον εκδότη πως ήταν το καλύτερο ποίημα που είχε ποτέ διαβάσει. Η Κατερίνα ήταν 17 ετών τότε.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ ΡΟΥΚ

Επιλεγμένα ποιήματα

Φόβος το νέο πάθος»

Τι έγινε η χαρά της ζωής
που καταχτούσε την κάθε στιγμή
ακόμη κι όταν η μέρα ξημέρωνε δυσοίωνη;
Τώρα πόνος κανένας
δε μαστίζει το κορμί
αλλά το μέσα το αλυσοδένει
ένας νέος παντοδύναμος τύραννος:
ο φόβος.
Ήρθε ο φόβος και σάρωσε
όλα τα πάθη.
Ένα είναι το πάθος· ο φόβος
π’ απλώνεται σαν σάβανο
και όλα τα σκεπάζει.
Φόβος για την κατάρρευση
της φύσης, του κορμιού, του κόσμου.
Τώρα αντί να ουρλιάζει το μέσα
«Τι ωραίος που είναι αυτός!»
μια είναι η φωνή που κυριαρχεί: «Πρόσεχε

ΜΟΝΑΞΙΑ (1946)

Αν ενώσεις το βροχόνερο με το δάκρυ σου
το γέλιο σου με τον ήλιο
το σίφουνα, τον αγέρα
με την ξεσηκωμένη αγανάκτησή σου.
Αν κλάψεις για τα παιδάκια
με τις ρόδινες ανταύγειες
του δειλινού στο πρόσωπο, που πλαγιάζουν
με τα χεριά αδειανά, με τα πόδια γυμνά
θα βρεις τη μοναξιά σου.
Αν σκύψεις στους συνανθρώπους σου
μες στα αδιάφορα μάτια τους θα ’ναι γραμμένη
απελπιστική, ολοκληρωτική η μοναξιά σου.
Κι αν πάλι τους δείξεις το δρόμο της δύναμης
και τους ξεφωνίσεις να πιστέψουν μόνο τον εαυτό τους
θα τους δώσεις μια πίκρα παραπάνω
γιατί δε θα το μπορούν, θα ‘ναι βαρύ γι’ αυτούς
και θα ’ναι πάλι η μοναξιά σου.
Αν φωνάξεις την αγάπη σου
θα ’ρθει πίσω άδεια, κούφια, η ίδια σου η φωνή
γιατί δεν είχε το κουράγιο να περάσει όλες
τις σφαλισμένες πόρτες, όλα τα κουρασμένα βήματα
όλους τους λασπωμένους δρόμους.
Θα γυρίσει πίσω η φωνή που την έστειλες τρεμάμενη
λαχταριστή, με άλλα λόγια
που δεν την είχες προστάξει εσύ
τα λόγια της μοναξιάς σου.
Θεέ μου, τι θα γίνουμε;
Πώς θα πορευτούμε;
Πώς θα πιστέψουμε; Πώς θα ξεγελαστούμε;
Μ’ αυτή την αλλόκοτη φυγή των πραγμάτων
των ψυχών από δίπλα μας;
Ένας δρόμος υπάρχει, ένας τρόπος.
Μια θα ’ναι η Νίκη:
αν πιστέψουμε, αν γίνουμε, αν πορευτούμε

Μόνοι μας (1956)

Στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα
Από την κλειδαρότρυπα κρυφοκοιτάω τη ζωή
την κατασκοπεύω μήπως καταλάβω
πώς κερδίζει πάντα αυτή
ενώ χάνουμε εμείς.
Πώς οι αξίες γεννιούνται κι επιβάλλονται
πάνω σ’ αυτό που πρώτο λιώνει: το σώμα.
Πεθαίνω μες στο νου μου
χωρίς ίχνος αρρώστιας
ζω χωρίς να χρειάζομαι
ενθάρρυνση καμιά
ανασαίνω
κι ας είμαι σε κοντινή μακρινή απόσταση
απ’ ό,τι ζεστό αγγίζεται, φλογίζει…
Αναρωτιέμαι τι άλλους συνδυασμούς
θα εφεύρει η ζωή
ανάμεσα στο τραύμα της οριστικής εξαφάνισης
και το θαύμα της καθημερινής αθανασίας.
Χρωστάω τη σοφία μου στο φόβο∙
πέταλα, αναστεναγμούς, αποχρώσεις τα πετάω.
Χώμα, αέρα, ρίζες κρατάω∙
να φεύγουν τα περιττά
λέω να μπω στον ουρανό τού τίποτα
με ελάχιστα.
[Πηγή: www.doctv.gr]

Από το τελευταίο της βιβλίο
«Των αντιθέτων διάλογοι και με τον ανήλεο χρόνο»,
εκδ. Καστανιώτη, 2018,

Χωρίζω, αφού είναι ένα ψέμα πια στη ζωή μου
η ύπαρξη του μέλλοντος.
Από το μέλλον χωρίζω.
Ξέρω τα πάντα κάτω απ’ την τεράστια σκιά του θα ζω,
μ’ αυτό το ΘΑ που αναβοσβήνει σταθερά
παίζοντας με την ελπίδα.
Όμως συγκεντρώνομαι πια στο ΤΩΡΑ.
Οι στιγμές, οι ώρες, οι μέρες,
κυλάνε στο παρόν.
Και ξαφνικά κάτι σαν γέλιο
ακούγεται μέσα μου:
Ούτε μιαν ανάσα δεν παίρνεις
–λέει μια φωνή–
χωρίς να στηρίζεσαι στην αοριστία του μέλλοντος.
Τότε, λέω, ο χωρισμός αναβάλλεται. Για πάντα.
Αναδημοσίευση από https://poiimata.com/

ΑΝΗΜΠΟΡΙΑ (2018)

Παντοδύναμη αισθανόμουνα όλη μου τη ζωή αν κι
είχα γεννηθεί ανάπηρη.
Τώρα βήμα δεν μπορώ να κάνω
χωρίς στήριγμα.
Μου κόβεται η ανάσα
όσο να ‘ρθει η βοήθεια,
αλλά μαζί με πνίγει και μια αίσθηση δουλείας’
δούλος είμαι των ανθρώπων,
αφού θα πρέπει
να δεχτώ τους οποιουσδήποτε όρους τους
για να επιζήσω. Ό,τι συμβαίνει ξαφνικά,
σε φέρνει στην πιο σκληρή πραγματικότητα.
Η μέρα έρχεται χωρίς όνειρα,
χωρίς σχέδια, φεύγει βιαστική
κι έρχεται η νύχτα
χωρίς φεγγάρι και άστρα. Εγώ δε φεύγω. Όσο μπορώ,
με το πιο δύσκολο τραύμα,
το τραύμα της ανημπόριας,
θα επιζήσω.

«Η νέα μέρα απ’ το κρεβάτι της νύχτας σηκώνεται.
Αλλά εγώ τι κάνω εδώ;
Άδεια μόνο αισθάνομαι.
Θέλω να γράψω ένα ποίημα για το άδειο.
Και τότε ακούω μέσα μου μια φωνή:
“Δεν μπορείς”, λέει το άδειο,
“να μ’ αγγίξεις
γιατί έχεις χάσει την έννοια του γεμάτου.
Χωρίς τη γνώση του αντίθετου
η ζωή θα ήταν ακόμη πιο αινιγματική”».
«Θέλω να γράψω ένα ποίημα – πάλι»