Μαργκερίτ Γιουρσενάρ ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ ΥΠΟΘΕΣΗ: Με την μορφή μιας επιστολής που γράφει ο πρώτος “Ελληνιστής” Ρωμαίοςαυτοκράτορας Αδριανός, λίγο προτού πεθάνει, προς στον υιοθετημένο γιοτου Μάρκο Αυρήλιο, στο οποίο αναπολεί τους θριάμβους και τις ήττες τουκαι όλη τη φιλοσοφία του, η Γιουρσενάρ περιγράφει τον άνθρωποαπογυμνωμένο από τη δύναμη, τις αδυναμίες, τον εγωισμό, τιςψευδαισθήσεις, τη νεότητα, ο οποίος καλείται να αντιμετωπίσει τον θάνατοκαι να κάνει ένα απολογισμό για τον τρόπο που διαχειρίστηκε το μυστήριοτης ζωής. |
---|
Μαργκερίτ Γιουρσενάρ Αδριανού Απομνημονεύματα Αποσπάσματα «...το ανθρώπινο πνεύμα μισεί να δεχθεί πως βρίσκεται στα χέρια τηςτύχης, πως δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα περαστικό προϊόνσυμπτώσεων που δεν κυβερνάει κανένας Θεός, που προπαντός δενκυβερνάει το ίδιο. Κάθε ζωή, ακόμα και η πιο ταπεινή, περνάει ένα μέροςτης αναζητώντας τους λόγους της ύπαρξης της, τα σημεία απ’ όπουξεκίνησε, τις πηγές. Ήταν η αδυναμία μου να τις ανακαλύψω που μ’ έκανε μερικές φορές να στραφώ προς μαγικές ερμηνείες, που με έκανε να ψάξωμέσα στα παραληρήματα του απόκρυφου για να βρω αυτό που δε μου έδινεη ανθρώπινη αίσθηση. Όταν όλοι οι πολύπλοκοι υπολογισμοίαποδεικνύονται ψεύτικοι, όταν οι ίδιοι οι φιλόσοφοι δεν έχουν τίποτα ναμας πούνε πια, είναι νόμιμο να στρεφόμαστε προς την άσκοπη φλυαρία τωνπουλιών ή προς το μακρινό αντίβαρο των άστρων.» (σ. 37) «Τα νέα της σαρματικής επιδρομής φτάσανε στη Ρώμη πάνω πουπανηγύριζε το δακικό θρίαμβο του Τραϊανού. Αυτή η γιορτή, που ’χεπολλές φορές αναβληθεί, διαρκούσε οκτώ μέρες τώρα. Τους είχε πάρειένα χρόνο σχεδόν να φέρουν από την Αφρική κι από την Ασία τα άγριαθηρία που θα σφάζονταν ομαδικά μέσα στην αρένα. Η σφαγή δώδεκαχιλιάδων θηρίων, το μεθοδικό φονικό δέκα χιλιάδων μονομάχων, έκανε τηΡώμη ένα χαμαιτυπείο θανάτου. Εκείνο το βράδυ βρισκόμαστε στηνταράτσα του Αττιανού μαζί με το Μάρκιο Τύρβα και τον οικοδεσπότη μας.Η φωταγωγημένη πολιτεία ήταν φρικτή μέσα στη θορυβώδικη χαρά της.»(Σελ 84) «Τα ίχνη από τα εγκλήματά μας ήταν ακόμα ορατά παντού. Τα τείχη τηςΚορίνθου όπως τα είχε ρημάξει ο Μόμμιος, τα βάθρα στα βάθη τωναδύτων γυμνά ύστερα από την αρπαγή των αγαλμάτων που διοργάνωσε στοσκανδαλώδες ταξίδι του ο Νέρωνας. Η φτωχεμένη Ελλάδα εξακολουθούσενα ζει μέσα σε μιαν ατμόσφαιρα σκεπτικής χάρης, φωτεινής αιθρίας, σοφήςηδονής. (…) Η ελαφριά περιφρόνηση των Ελλήνων, που δεν έπαυα ποτέ νααισθάνομαι κάτω από τις πιο θερμές τιμές τους, δε με πρόσβαλλε. Τηνεύρισκα φυσική. Όποιες κι αν ήταν οι αρετές που με ξεχώριζαν απ’ αυτούς,ήξερα πως θα έμενα πάντα λιγότερο εύστροφος από ένα ναύτη τηςΑίγινας, λιγότερο σοφός από μια χορταρού της Αγοράς.» ( Σελ. 94-95) «Δεχόμουνα τον πόλεμο σαν ένα μέσο που θα έφερνε την ειρήνη, αν οιδιαπραγματεύσεις δεν αρκούσαν γι’ αυτό, ακριβώς όπως ένας γιατρόςπαίρνει την απόφαση να καυτηριάσει αφού πρώτα δοκιμάσει όλα τα βότανα.Είναι τόσο περίπλοκα τα ανθρώπινα, που η ειρηνική ηγεμονία μου θα είχε,κι αυτή, τις πολεμικές περιόδους της, όμοια με τη ζωή ενός μεγάλουκαπετάνιου, που θέλει δε θέλει, έχει κι αυτή τα ειρηνικά της διαλείμματα.»(σ.120) «Η εξαιρετική ευγένεια μου, στην οποία τα χυδαία πνεύματα διέκριναν μιαμορφή αδυναμίας, δειλίας ίσως, φαινόταν τώρα σαν το λείο και στιλπνόθηκάρι της δύναμης. Με εξεθείαζαν που δεχόμουνα τόσο υπομονετικά τιςαιτήσεις, που επισκεπτόμουν συχνά τα στρατιωτικά νοσοκομεία, που είχαμια φιλική οικειότητα με τους συνταξιούχους απόμαχους. Τίποτα απ’ όλ’αυτά δε διέφερε από τον τρόπο με τον οποίο μεταχειρίστηκα σ’ όλη μου τηζωή τους δούλους μου και τους γεωργούς του κτήματος μου. Καθένας απόεμάς έχει περισσότερες αρετές απ’ όσες νομίζουμε, αλλά μόνο η επιτυχίατις φέρνει στο φως, ίσως γιατί τότε περιμένουν να μας δουν να παύουμε νατις εξασκούμε. Όταν τα ανθρώπινα πλάσματα παραξενεύονται που κάποιοςκοσμοκράτορας δεν είναι ανόητα άπονος, φαντασμένος ή σκληρός,ομολογούν τη χειρότερη αδυναμία τους.» (σ. 126-127) «Όλοι οι λαοί που χάθηκαν ως τα σήμερα, χάθηκαν από μιαν έλλειψηγενναιοδωρίας. Η Σπάρτη θα επιζούσε πολύ περισσότερο, αν είχε κάνειτους είλωτες να ενδιαφερθούν για την επιβίωσή της. (…) Επιμένω: το πιοαπόκληρο από τα πλάσματα, ο σκλάβος που καθαρίζει το βόρβορο τωνπόλεων, ο λιμασμένος βάρβαρος που περιτριγυρίζει τα σύνορα, πρέπει ναέχουν το συμφέρον να δουν τη Ρώμη να διαρκεί. Αμφιβάλλω αν ολόκληρη η φιλοσοφία του κόσμου θα φτάσει ποτέ να καταργήσει τη δουλεία. Θα τηςαλλάξουν το πολύ πολύ όνομα. Μπορώ να φανταστώ μορφές δουλείας,χειρότερες από τη δική μας, γιατί θα είναι πιο δόλιες. Θα καταφέρουν είτενα μεταμορφώσουν τον άνθρωπο σε μια ηλίθια ικανοποιημένη από τονεαυτό της μηχανή, που θα πιστεύεται ελεύθερη τη στιγμή ακριβώς που θαυποτάσσεται, είτε θα του αναπτύξουν, αποκλειστικά με την άνεση και τηνηδονή, μια τόσο παράφρονη κλίση προς την εργασία, όσο είναι και το πάθοςτων βαρβάρων για τον πόλεμο. Απ’ αυτή τη δουλεία του πνεύματος ή τηςφαντασίας του ανθρώπου, εξακολουθώ να προτιμώ την πραγματική δουλείαμας.» (σ.140) «Μερικοί άλλοι άνθρωποι είχαν διασχίσει τη γη πριν από μένα. ΟΠυθαγόρας, ο Πλάτωνας, καμιά δωδεκαριά σοφοί και αρκετοίτυχοδιώκτες. Ήταν η πρώτη φορά όμως που ο ταξιδιώτης ήτανταυτόχρονα και αφέντης, απόλυτα ελεύθερος να δει, να μεταρρυθμίσει, ναδημιουργήσει. Ήταν η τύχη μου, και αντιλαμβανόμουνα πώς θα μπορούσαννα περάσουν αιώνες προτού να ξανασυμπέσει να ταιριάξουν τόσοευτυχισμένα ένα λειτούργημα, μια ιδιοσυγκρασία, ένας κόσμος. Και τότεκατάλαβα πόσο προνομιούχος είναι ένας άνθρωπος που είναι νέος, πουείναι μόνος, πολύ λίγο παντρεμένος, δίχως παιδιά, δίχως σχεδόνπρογόνους, ο Οδυσσέας χωρίς άλλη Ιθάκη από εκείνη που έχει μέσα του.Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να σου κάνω μιαν ομολογία που δεν την έχωκάνει σε κανέναν. Ποτέ μου δεν είχα το συναίσθημα ότι ανήκω απόλυτα σεκάποιο μέρος, ούτε και σε αυτή την πολυαγαπημένη μου Αθήνα, ούτε στηΡώμη καν. Ξένος παντού, δεν ένιωθα ιδιαίτερα αποξενωμένος από κανέναντόπο.» (σ.149) «Κατάληγα να το βρίσκω φυσικό, αν όχι δίκαιο, ότι έπρεπε να χαθούμε. Ταγράμματα μας εξασθενούνε. Οι τέχνες μας αποκοιμιούνται. Ο Παγκράτηςδεν είναι Όμηρος. Ο Αρριανός δεν είναι Ξενοφώντας. Όταν προσπάθησα ν’αποθανατίσω στην πέτρα τη μορφή του Αντίνοου, δε βρήκα Πραξιτέλη. Οιεπιστήμες μας βαδίζουνε σημειωτόν από την εποχή του Αριστοτέλη και τουΑρχιμήδη. Η πρόοδος της τεχνολογίας μας δε θ’ αντέξει στις φθορές ενόςμακροχρόνιου πολέμου. Η φιληδονία μας μάς κάνει ν’ αηδιάζουμε τηνευτυχία. Τα ημερότερα ήθη, οι πιο προοδευτικές ιδέες αυτού τουτελευταίου αιώνα, είναι έργα μιας ελάχιστης μειοψηφίας ωραίωνπνευμάτων. Η μάζα, παραμένει αγράμματη, άγρια όταν μπορεί, οπωσδήποτεεγωίστρια και στενόμυαλη, και όλα δείχνουνε πως θα μείνει πάντα τέτοια.Πάρα πολλοί αχόρταγοι έμποροι και τελώνες, πάρα πολλοί δύσπιστοισυγκλητικοί πάρα πολλοί κτηνώδεις κεντυριώνες έχουν εκθέσειπροκαταβολικά το έργο μας.» (σ. 284) Μαργκερίτ Γιουρσενάρ Αδριανού Απομνημονεύματα, μτφ. Χατζηνικολή Ιωάννα, Εκδ. Χατζηνικολή, 8η έκδοση. Τα περισσότερα από τα παραπάνω αποσπάσματα βρέθηκαν στο roadartist.blogspot.gr/
|