ΖΟΖΕ ΣΑΡΑΜΑΓΚΟΥ

ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
Στο «Περί Τυφλότητας» χωρίς κανένα εμφανή λόγο ένας άντρας τυφλώνεται στη μέση του δρόμου, με μια τύφλα άσπρη και κολλητική. Σε λίγο όσοι τον συναναστράφηκαν είναι τυφλοί και η κυβέρνηση αποφασίζει να τους μαντρώσει σε ένα άσυλο. Όμως η τύφλα εξαπλώνεται. Και σε λίγο είναι όλοι τυφλοί. Η πολιτική που αντιμετωπίζει με τη γνωστή της γραφειοκρατία το φαινόμενο, σύντομα καταρρέει, όπως κι όλα τα άλλα. Και μένει γυμνή η ανθρώπινη φύση, κατά κάποιο τρόπο πρωτόγονη αλλά ταυτόχρονα και διεφθαρμένη από τον πολιτισμό να παλέψει για την επιβίωση.

ΖΟΖΕ ΣΑΡΑΜΑΓΚΟΥ

ΠΕΡΙ ΤΥΦΛΟΤΗΤΑΣ

αποσπάσματα

Στην αρχή η πολιτεία παίρνει τα μέτρα της με το μόνο τρόπο που γνωρίζει: αποφασίζει να κλείσει τους τυφλούς στην απομόνωση ενός ασύλου, με τη σκέψη πως έτσι δεν θα κολλήσουν τον υπόλοιπο πληθυσμό. « Προσοχή, προσοχή, προσοχή. Η κυβέρνηση λυπάται που αναγκάστηκε ν’ ασκήσει αποφασιστικά αυτό που θεωρεί δικαίωμα και καθήκον της, προφυλάξει δηλαδή με κάθε μέσο τον πληθυσμό ενώπιον της κρίσης που αντιμετωπίζουμε, η οποία κατά τα φαινόμενα μπορεί να προσδιοριστεί ως ένα είδος επιδημικού ξεσπάσματος τυφλότητας, που προσωρινά περιγράφεται ως λευκή πληγή, ελπίζει ότι μπορεί να βασίζεται στον πατριωτισμό και τη συνεργασία όλων των πολιτών για να σταματήσουμε τη διάδοση της μολυσματικής νόσου.

[...]
Η απόφαση να συγκεντρώσουμε στο ίδιο μέρος του πληγέντες, και σε κοντινό μέρος, ξεχωριστό όμως, αυτούς που βρέθηκαν σε κάποιου είδους επαφή μαζί τους πάρθηκε κατόπιν σοβαρής και ωρίμου σκέψεως. Η κυβέρνηση έχει πλήρη συνείδηση των καθηκόντων της και αναμένει ότι αυτοί στους οποίους απευθύνεται το μήνυμα αυτό, θ’ αναλάβουν επίσης, ως ευσυνείδητοι πολίτες που οφείλουν να είναι, τις ευθύνες που τους αντιστοιχούν, λαμβάνοντας υπόψη τους ότι η απομόνωση στην οποία τώρα βρίσκονται συνιστά πράξη αλληλεγγύης προς το υπόλοιπο του έθνους μας.

[…]
Οι τυφλοί, στα μάτια όσων ακόμα βλέπουν, δεν είναι πλέον άνθρωποι. Χρειάζεται να περιθωριοποιηθούν, να απομονωθούν – όλα «για το καλό του έθνους και της πολιτείας». Σαν τους φυλακισμένους, τους πάσχοντες από ανίατες νόσους, τους φτωχούς, τους άστεγους, εκείνους που χάσαν την πατρίδα τους. Μας ενοχλεί να τους κοιτάζουμε – ίσως γιατί εμείς ακόμα βλέπουμε, ενώ εκείνοι όχι. Αναγνωρίζουμε την αδικία, το παράλογο της κατάστασής τους – «δεν έφταιξαν αυτοί γι’ αυτό που έπαθαν!», «Ο καθένας θα μπορούσε να βρεθεί στη θέση τους», σκεφτόμαστε με αγωνία. Θέλουμε ν’ αντισταθούμε, να πάμε κόντρα στην απάνθρωπη αυτή μεταχείριση. Να τους βοηθήσουμε όπως μπορούμε. Ίσως γιατί φοβούμαστε πως, κάποτε, μπορεί να βρεθούμε κι εμείς στη θέση τους.

«Στην αρχή, τον πρώτο πρώτο καιρό, κάποιες φιλανθρωπικές οργανώσεις προσφέρθηκαν εθελοντικά να πάνε να φροντίσουν τους τυφλούς, να στρώνουν τα κρεβάτια τους, να καθαρίζουν τ’ αποχωρητήριά τους, να τους πλένουν τα ρούχα, να τους μαγειρεύουν φαγητό, αυτές τις ελάχιστες φροντίδες χωρίς τις οποίες η ζωή γίνεται γρήγορα ανυπόφορη, ακόμα και γι’ αυτούς που βλέπουν. Τα καημένα τα παιδιά τυφλώθηκαν αμέσως, αλλά τουλάχιστον πέρασε στην ιστορία η όμορφη χειρονομία τους». «Αυτοί που έβλεπαν ακόμα το μόνο που σκέφτονταν ήταν να σώσουν τα πολύτιμα λεφτά τους, και εντέλει, όπως ήταν αναπόφευκτο, οι τράπεζες, χρεοκοπημένες ή όχι, έκλεισαν τις πόρτες τους και ζήτησαν αστυνομική προστασία, χωρίς αποτέλεσμα όμως, γιατί ανάμεσα στο πλήθος που μαζεύτηκε φωνάζοντας μπροστά στην τράπεζα υπήρχαν και αστυνομικοί με πολιτικά που απαιτούσαν αυτά που με τόσο κόπο είχαν κερδίσει.

[...]
Το χειρότερο όμως ήρθε αργότερα, όταν οι τράπεζες δέχτηκαν τις εξαγριωμένες επιθέσεις ορδών τυφλών και μη τυφλών, όλων τους απελπισμένων, γιατί εδώ δεν έλεγαν ειρηνικά στον υπάλληλο, “Θέλω ν’ αποσύρω το υπόλοιπο του λογαριασμού μου”, αλλά άπλωναν χέρι όπου μπορούσαν, στα χρήματα της μέρας, σε ό,τι είχε απομείνει στα συρτάρια, σε κάποια θυρίδα αφημένη απρόσεκτα ανοιχτή.

[...]
Κι εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε μια λεπτομέρεια απ’ τις ταμειακές μηχανές, αφού διερράγησαν και λεηλατήθηκαν μέχρι το τελευταίο χαρτονόμισμα, στην οθόνη μερικών, αινιγματικά, εμφανίστηκε ένα μήνυμα ευχαριστίας που επέλεξαν αυτήν την τράπεζα, οι μηχανές είναι όντως ηλίθιες.

[...]
Τέλος πάντων, όλο το τραπεζικό σύστημα κατέρρευσε μ’ ένα φύσημα, σαν κάστρο από τραπουλόχαρτα, κι όχι γιατί η κατοχή χρήματος είχε πάψει να έχει σημασία, απόδειξη ότι όποιος το έχει δεν τ’ αφήνει από τα χέρια του, αλλά, όπως αυτοί υπαινίσσονται, δεν ξέρουμε τι ξημερώνει αύριο. Κάτι τέτοιο μάλλον θα σκέφτηκαν οι τυφλοί που εγκαταστάθηκαν στα υπόγεια των τραπεζών, όπου βρίσκονται τα χρηματοκιβώτια, και περιμένουν ένα θαύμα να ανοίξει διάπλατα τις βαριές πόρτες από ατσάλι και νικέλιο που τους χωρίζουν απ’ τον πλούτο, βγαίνουν μόνο για να ψάξουν για τροφή και νερό ή να ικανοποιήσουν τις άλλες σωματικές τους ανάγκες κι αμέσως επιστρέφουν στο πόστο τους, έχουν συνθήματα και σήματα με τα δάχτυλα για να μην μπορέσει κανένας ξένος να εισχωρήσει στο οχυρό, εννοείται βέβαια ότι ζουν στο πιο απόλυτο σκοτάδι, αλλά το ίδιο κάνει, σ’ αυτή την τυφλότητα όλα είναι λευκά».

[…]
Υπάρχει άραγε εξουσία; είπε ο πρώτος τυφλός. Δεν φαντάζομαι, αλλά και να υπάρχει, θα είναι μια εξουσία τυφλών που θέλουν να κυβερνούν τυφλούς, σαν να λέμε το τίποτα θέλει να οργανώσει το τίποτα. Αναπνέουμε το ίδιο σκοτάδι κι όμως ο καθένας αλλιώς παραπατά, άλλα βήματα βρε αδερφέ και καλά κάνει, αλλά γιατί τόσο εξόφθαλμα να στερούμαστε προσανατολισμού.
Γιατί να έχουμε προσανατολισμό θα με ρωτήσετε και καλά θα κάνετε. Έτσι για αλλαγή, να πούμε ότι η βάρκα θα πάει παρακάτω, που σηκωθήκαμε όλοι όρθιοι και κινούμαστε σε πορείες αντίθετες και πώς να κάνει δουλειά ο βαρκάρης κι αυτός τυφλός είναι ο έρμος.
Και δε μιλώ για πρωθυπουργό στο όνομα του βαρκάρη, γιατί ο βαρκάρης ξέρει τουλάχιστον ένα κουπί να το πιάνει, με αυτό βγάζει το ψωμί του, μ’αυτό και την κυρά του.
Ας ξεκουνάγαμε τη βάρκα, έστω δύο λεύγες παρακεί, να αλλάξουμε νερά και παραστάσεις, να κατουρήσουμε κι αλλού κι ας επιστρέψουμε μετά πίσω στο μόλο, ούτως ή άλλως το σκοινί μας βγήκε λίγο, βάρκα κι αυτή με περιλαίμιο σκύλου, σαν και αυτούς που οδηγούν κάποιους τυφλούς. Σε μια χώρα – συγχωρέστε μου τη λέξη για άλλη μια φορά – όπου οι τυφλοί πολλαπλασιάζονται όσο δίνονται συντάξεις αναπηρίας και κατορθώνουν οι τυφλοί να ‘χουν δυο μάτια αετίσια κάθε που στέκονται ουρά να την τσεπώσουν, χάθηκε να τσοντάρουμε να πάρουμε και λίγο σκοινί παραπάνω για τη βάρκα;