Ναουάλ Αλ Σααντάουι ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

Η αφήγηση της Φιρντάους από το ομώνυμο μυθιστόρημα της Ναουάλ Αλ Σααντάουι είναι ένα χρονικό της υποταγής της γυναίκας αλλά και της αναζήτησης της απελευθέρωσής της από την πατριαρχική κοινωνία. Το βράδυ πριν την εκτέλεσή της, η Φιρντάους αφηγείται την ιστορία της, σ’ ένα από τα πιο κλασικά και πολυμεταφρασμένα κείμενα της φεμινιστικής γραμματείας.

Ναουάλ Αλ Σααντάουι

ΦΙΡΝΤΑΟΥΣ

Αποσπάσματα

Η γυναίκα αυτή είναι αληθινή, με σάρκα και οστά. Τη συνάντησα πριν μερικά χρόνια στη φυλακή αλ Κανάτιρ. Εκείνο τον καιρό έκανα μια έρευνα με θέμα την ψυχολογία των φυλακισμένων γυναικών, γυναικών που είχαν καταδικαστεί ή ήταν υπόδικες για διάφορα εγκλήματα.
Ο γιατρός της φυλακής μού είπε πως η γυναίκα αυτή είχε σκοτώσει έναν άντρα και είχε καταδικαστεί σε θάνατο. Ωστόσο, δεν έμοιαζε καθόλου με τις άλλες δολοφόνους που κρατούνταν στη φυλακή του. Ήταν μια προσωπικότητα εντελώς διαφορετική. Δε θα συναντούσα, είπε, καμία γυναίκα σαν αυτή, μέσα ή έξω απ’ τη φυλακή. Η γυναίκα αρνιόταν τις συναντήσεις, δε δεχόταν επισκέπτες, έτρωγε σπάνια, κοιμόταν μονάχα το ξημέρωμα.

[….] ― Γιατρέ, η Φιρντάους! Η Φιρντάους θα σας συναντήσει!

Αν μου είχε πει πως θα με συναντούσε ο Πρόεδρος της χώρας, το στήθος της δε θ’ ανεβοκατέβαινε έτσι, η ανάσα της δε θα ήταν τόσο γρήγορη, τα μάτια και το πρόσωπό της δε θα πρόδιδαν τόσο βίαια συναισθήματα.
Άρχισα κι εγώ ν’ ανασαίνω γρηγορότερα, λες κι επρόκειτο για κάτι μεταδοτικό. Αλλά όχι. Λαχάνιασα επειδή η καρδιά μου είχε αρχίσει να χτυπά πιο δυνατά. Δεν κατάλαβα πώς βγήκα από τ’ αμάξι, πώς άρχισα να τρέχω πίσω απ’ τη δεσμοφύλακα, τόσο γρήγορα ώστε κάποιες στιγμές την προσπερνούσα μες στους διαδρόμους της φυλακής. Πόδια γρήγορα, αέρινα, σαν να μην κουβαλούσαν το κορμί μου, και μια αίσθηση παράξενη για το θαλασσί τ’ ουρανού που νόμιζα ότι θα το αιχμαλωτίσω μες στα μάτια μου, για τον κόσμο αυτόν που έλεγα πως θα τον κρατήσω μες στα χέρια μου, έναν κόσμο ολότελα δικό μου. Δεν είχα δοκιμάσει ξανά τέτοιο συναίσθημα, εκτός από εκείνη τη φορά που είχα πρωτοερωτευτεί, στα μακρινά τα χρόνια, και πήγαινα στο πρώτο ραντεβού με τον αγαπημένο μου.
Μια στιγμή προτού διαβώ την πόρτα του κελιού της κοντοστάθηκα να πάρω μιαν ανάσα και να ισιώσω το γιακά του φουστανιού μου. Στην πραγματικότητα, προσπαθούσα ν’ ανακτήσω την αυτοκυριαρχία μου, να ξαναβρώ τον εαυτό μου, να θυμηθώ πως ήμουν μια επιστήμων, μια ερευνήτρια, μια ψυχίατρος, κάτι τέτοιο τέλος πάντων.
Άκουσα το κλειδί να τρίζει στην κλειδαριά του κελιού. Ο ήχος του στριγκός, ανατριχιαστικός, μ’ έκανε να συνέλθω. Κράτησα σφιχτά τη δερμάτινη τσάντα μου και μονολόγησα: «Και ποια είναι αυτή η γυναίκα με τ’ όνομα Φιρντάους; Δεν είναι παρά μια…»
Δεν πρόλαβα να τελειώσω τη φράση μου και βρεθήκαμε πρόσωπο με πρόσωπο. Λες κι ήμουν καρφωμένη στη γη, δεν έκανα βήμα, δεν έβγαλα λέξη, δεν άκουγα τους χτύπους της καρδιάς μου, ούτε το θόρυβο που έκανε το κλειδί σφαλίζοντας πίσω μας την πόρτα. Ήταν σαν να πέθανα εκείνη τη στιγμή, την πρώτη, που τα μάτια μου συνάντησαν τα δικά της: μάτια που σκότωναν, μάτια που έκοβαν σαν κοφτερό μαχαίρι, μάτια που δε βλεφάρισαν στο αντίκρισμά μου. Ούτε ένας μυς στο πρόσωπό της δεν τρεμόπαιξε.
Στιγμές πέρασαν και μια φωνή μ’ επανέφερε. Ήταν η φωνή της. Σαν μαχαίρι κι αυτή, μια φωνή κοφτερή, βαθιά, στέρεη, ψυχρή, ο τόνος σταθερός και σίγουρος. Την άκουσα να λέει:

― Κλείσε το παράθυρο. Με τυφλή υποταγή πήγα και τό ’κλεισα. Κοίταξα γύρω σαστισμένη. Στο κελί δεν υπήρχε κρεβάτι, καρέκλα ή κάτι άλλο να καθήσω. Η φωνή της ακούστηκε πάλι να λέει:

― Κάτσε στο πάτωμα.
Το σώμα μου διπλώθηκε και κάθησε κάτω. Ήταν Γενάρης μήνας, το πάτωμα ήταν γυμνό, αλλά δεν ένιωθα το κρύο. Ήταν σαν να περπατούσα στον ύπνο μου, σαν νά ’μουν υπνοβάτης. Το πάτωμα από κάτω μου ήταν παγωμένο, αλλά το κρύο δεν άγγιζε το κορμί μου. Έμοιαζε με παγωμένη θάλασσα σε όνειρο: κολυμπούσα χωρίς να κρυώνω, χωρίς να πνίγομαι, παρόλο που ήμουν γυμνή και δεν ήξερα κολύμπι. Η φωνή της Φιρντάους ακουγόταν σαν τις φωνές στα όνειρα. Φανταζόμαστε ότι φτάνουν από μακριά, αλλά είναι κοντά• ότι έρχονται από κοντά, αλλά είναι μακριά. Δεν είμαστε σίγουροι από πού ακριβώς έρχονται: από πάνω ή από κάτω, από δεξιά ή από αριστερά; Νομίζουμε ότι βγαίνουν απ’ τα σπλάχνα της γης, απ’ την καρδιά του ουρανού, ότι πέφτουν απ’ τις σκεπές των σπιτιών. Μοιάζει να φτάνουν από κάθε κατεύθυνση, σαν τον άνεμο που τρυπώνει στ’ αυτιά μας.
Αλλά δεν ήταν όνειρο. Δε φυσούσε ο αέρας. Η φωνή ήταν αληθινή, η γυναίκα ήταν αληθινή, με σάρκα και οστά. Κάθησε στο πάτωμα μπροστά μου. Το παράθυρο ήταν κλειστό, κι εκείνη η φωνή ήταν η δική της φωνή, η φωνή της Φιρντάους.

[…]
«Άσε με να μιλήσω και μη με διακόψεις. Δεν έχω χρόνο να σ’ ακούσω, στις έξι το απόγεμα θα έρθουν να με πάρουν. Αύριο το πρωί δε θα υπάρχω. Δε θά ’μαι σε κανένα γνωστό μέρος. Το ταξίδι αυτό, σ’ έναν τόπο που κανείς πάνω σε τούτη τη γη δεν τον γνωρίζει ―ταξίδι που δεν το έχουν κάνει ούτε βασιλιάδες, ούτε πρίγκιπες, ούτε κυβερνήτες, ούτε αστυνομικοί―, με γεμίζει περηφάνια. Πάντα αναζητούσα κάτι να με κάνει περήφανη, κάτι για να νιώσω πως είμαι ανώτερη, ανώτερη κυρίως απ’ τους βασιλιάδες, τους πρίγκιπες, τους κυβερνήτες. Έπαιρνα στα χέρια μου μια εφημερίδα, έβλεπα τις φωτογραφίες τους κι έφτυνα τα πρόσωπά τους. Τό ’ξερα ότι δεν έφτυνα παρά μόνο την εφημερίδα, που τη χρειαζόμουν για να στρώσω τα ντουλάπια της κουζίνας. Όμως το έκανα, κι ύστερα άφηνα το φτύμα εκεί που ήταν, να στεγνώσει».

[…] «Δεν είμαι πόρνη, αλλά ο πατέρας μου, ο θείος μου, ο άντρας μου, με εκπαίδευσαν να είμαι πόρνη... Ποτέ δεν ένιωσα ανέντιμη γυναίκα. Ήξερα πως το επάγγελμά μου το είχαν φτιάξει οι άντρες. Αυτοί που κυριαρχούσαν σε τούτον τον κόσμο και στον άλλο... Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, οι άντρες το είχαν επιβάλει».

[…] Σάστισα βλέποντας πόσο εύκολα ανεβοκατέβαινε το χέρι μου κι απόρησα διπλά που δεν το είχα ξανακάνει. Αναρωτήθηκα γιατί δεν το ’χα επιχειρήσει νωρίτερα και κατάλαβα ότι φοβόμουν. Ο φόβος δε μ’ είχε ποτέ αποχωριστεί, ποτέ άλλοτε εκτός από τώρα, τούτη τη στιγμή τη φευγαλέα που διάβασα το φόβο στα μάτια του.