Τσαρλς Σάντερς Περς, ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ |
---|
Τσαρλς Σάντερς ΠερςΈνα Μάντεμα στο Αίνιγμα (Charles Sanders Peirce, A Guess at the Riddle 1887-1888)απόσπασμαΊσως πρέπει να αρχίσω παρατηρώντας ότι διάφοροι αριθμοί έχουν βρει τους υποστηριχτές τους. Το δύο εκθειάστηκε από τον Peter Ramus, το τέσσερα από τον Πυθαγόρα, το πέντε από τον Sir Thomas Brown, και πάει λέγοντας. Από μέρους μου, δεν εχθρεύομαι κανέναν αθώο αριθμό• τους σέβομαι και τους εκτιμώ όλους με τις διαφορές τους• όμως αναγκάζομαι να ομολογήσω μια τάση για τον αριθμό Τρία στη φιλοσοφία. Όντως, χρησιμοποιώ τόσο πολύ τριμερείς διαιρέσεις στις υποθέσεις μου, που φαίνεται σωστό να αρχίσω κάνοντας μια μικρή προκαταρκτική μελέτη των συλλήψεων πάνω στις οποίες όλες αυτές οι διαιρέσεις βασίζονται. Δεν εννοώ άλλες από τις ιδέες του πρώτου, του δεύτερου και του τρίτου – ιδέες τόσο πλατιές που θα ήταν καλύτερο να ιδωθούν ως διαθέσεις ή αποχρώσεις της σκέψης, παρά σαν ξεκάθαρες έννοιες, και οι οποίες έχουν πάραυτα μεγάλη σημασία για όλα αυτά. Ιδωμένα ως αριθμητικά, με σκοπό να εφαρμοστούν σε ότι αντικείμενο θέλουμε, είναι όντως λεπτοί σκελετοί της σκέψης, αν όχι απλές λέξεις. Αν θέλαμε μόνο να απαριθμήσουμε, θα ήταν παράταιρο να ρωτήσουμε τη σημασία των αριθμών που θα έπρεπε να χρησιμοποιήσουμε• αλλά οι διακρίσεις της φιλοσοφίας υποτίθεται ότι επιχειρούν κάτι παραπάνω από αυτό• προορίζονται να φτάσουν στην ίδια την ουσία των πραγμάτων, και αν είναι να κάνουμε μια μοναδική τριμερή φιλοσοφική διάκριση, επιβάλλεται πρώτα να ρωτήσουμε ποια είναι τα είδη αντικειμένων που είναι πρώτα, δεύτερα, και τρίτα, όχι μετρώντας τα, αλλά στον δικό τους τον αληθινό χαρακτήρα. Το ότι υπάρχουν τέτοιες ιδέες όπως το πραγματικά πρώτο, δεύτερο, και τρίτο, θα βρούμε σύντομα λόγους να το δεχτούμε. Το πρώτο είναι αυτό του οποίου το είναι είναι απλά καθ’αυτό, μη αναφερόμενο σε τίποτα, που δεν κείτεται πίσω από τίποτα. Το δεύτερο είναι αυτό που είναι αυτό που είναι μέσω κάποιου άλλου [by force of something] του οποίου αυτό είναι δεύτερο. Το τρίτο είναι αυτό που είναι χάρις σε πράγματα ανάμεσα στα οποία μεσολαβεί και τα οποία φέρνει σε σχέση μεταξύ τους. . Η ιδέα του απολύτως πρώτου πρέπει να είναι εντελώς διαχωρισμένη από όλες τις συλλήψεις ή τις αναφορές σε οτιδήποτε άλλο• γιατί ό,τι εμπλέκει ένα δεύτερο είναι και αυτό δεύτερο σε αυτό το δεύτερο. Το πρώτο συνεπώς πρέπει να είναι παρόν και άμεσο, έτσι ώστε να μην είναι δεύτερο σε μία αναπαράσταση. Πρέπει να είναι φρέσκο και νέο, γιατί αν παλιώσει θα είναι δεύτερο σε σχέση με τη προηγούμενη του κατάσταση. Πρέπει να είναι ξεκίνημα, πρωτότυπο, αυθόρμητο, ελεύθερο• αλλιώς είναι δεύτερο σε μία καθοριστική αιτία. Είναι επίσης κάτι ζωηρό και συνειδητό• μόνο έτσι αποφεύγει να γίνει το αντικείμενο κάποιας αίσθησης. Προηγείται κάθε σύνθεσης και κάθε διαφοροποίησης• δεν έχει ούτε ενότητα ούτε μέρη. Δεν μπορεί να νοηθεί αρθρωμένα: το καταφάσκεις και έχει ήδη χάσει τη χαρακτηριστική του αθωότητα• γιατί η κατάφαση πάντα υπονοεί την άρνηση κάποιου άλλου. Κάτσε να το σκεφτείς, και έχει πετάξει! Ο κόσμος όπως ήταν για τον Αδάμ τη μέρα που άνοιξε τα μάτια του, πριν κάνει οποιαδήποτε διάκριση, πριν αποκτήσει συνείδηση της ύπαρξής του – αυτό είναι το πρώτο, το παρόν, το άμεσο, το φρέσκο, το νέο, το ξεκίνημα, το πρωτότυπο, το αυθόρμητο, το ελεύθερο,το ζωηρό, το συνειδητό και το φευγαλέο. Μόνο να θυμάστε πως κάθε περιγραφή του πρέπει να είναι ψευδής ως προς αυτό. Όπως το πρώτο δεν είναι απολύτως πρώτο αν το σκεφτεί κανείς μαζί με ένα δεύτερο, έτσι και για να σκεφτεί κανείς το δεύτερο στη τελειότητα του πρέπει να αποβληθεί κάθε τρίτο. Οπότε το δεύτερο είναι το απολύτως τελικό. Αλλά δε χρειάζεται, και δεν πρέπει, να αποβληθεί η ιδέα του πρώτου από το δεύτερο• αντιθέτως το δεύτερο είναι αυτό που δε μπορεί να υπάρχει χωρίς το πρώτο. Μας συναντά σε τέτοια γεγονότα όπως το άλλο, η σχέση, ο εξαναγκασμός, το αιτιατό, η εξάρτηση, η ανεξαρτησία, η άρνηση, η περίσταση, η πραγματικότητα, το αποτέλεσμα. Ένα πράγμα δεν μπορεί να είναι άλλο, αρνητικό, ή ανεξάρτητο χωρίς ένα πρώτο του οποίου ή από το οποίο θα είναι άλλο, αρνητικό, ανεξάρτητο. Όμως, αυτό δεν είναι ακόμα ένα πολύ βαθύ είδος δευτερότητας [secondness]• γιατί το πρώτο μπορεί σε αυτές τις περιπτώσεις να καταστραφεί όμως αφήνει τον αληθινό χαρακτήρα του δευτέρου τελείως αδιαφοροποίητο. Όταν το δεύτερο παθαίνει μία αλλαγή από τη δράση του πρώτου, και εξαρτάται από αυτό τότε είναι πιο αυθεντικό. Αλλά η εξάρτηση δε πρέπει να είναι τέτοια που το δεύτερο να είναι ένα απλό συμβαίνον ή συμβάν του πρώτου• αλλιώς πάλι η δευτερότητα εκφυλίζεται. Το αυθεντικά δεύτερο υποφέρει κι όμως αντιστέκεται, όπως η νεκρή ύλη που η ύπαρξή της συνίσταται στην αδράνεια τής. Παρατηρήστε, επίσης, ότι έτσι ώστε το δεύτερο να έχει τη τελικότητα που, όπως είπαμε, του ανήκει, πρέπει να καθορίζεται από το πρώτο ακίνητα, και συνεπώς να παραμένει σταθερό• έτσι ώστε η αμετάβλητη σταθερότητα του γίνεται ένα από τα χαρακτηριστικά του. Βρίσκουμε τη δευτερότητα στη περίσταση, γιατί μια περίσταση είναι κάτι του οποίου η ύπαρξη της συνίσταται στο ότι πέφτουμε πάνω της. Μία σκληρή αλήθεια είναι το ίδιο πράγμα• που σημαίνει ότι είναι κάτι που είναι εκεί και δε μπορώ να το διώξω από τη σκέψη μου, αλλά είμαι αναγκασμένος να την αναγνωρίσω σαν ένα αντικείμενο ή κάτι δεύτερο πέρα από εμένα, το υποκειμένου ή το νούμερο ένα, και η οποία γίνεται υλικό για την άσκηση της θελήσεως μου. Η ιδέα του δεύτερου πρέπει να θεωρηθεί εύκολη προς κατανόηση. Αυτή του πρώτου είναι τόσο τρυφερή που δεν μπορείς να την αγγίξεις χωρίς να τη φθείρεις. Αλλά αυτή του δεύτερου είναι κατ’εξοχήν σκληρή και χειροπιαστή. Είναι, επίσης, και πολύ οικεία• μας επιβάλλεται καθημερινά• είναι το βασικό μάθημα της ζωής. Στη νιότη, ο κόσμος είναι φρέσκος και φαινόμαστε ελεύθεροι• όμως περιορισμοί, συγκρούσεις, εξαναγκασμοί, και γενικά η δευτερότητα, συντάσσουν το μάθημα της εμπειρίας. Αλλά όσο οικεία κι αν είναι, και αναγκασμένοι καθώς είμαστε να την αναγνωρίζουμε σε κάθε γωνιά, δε θα μπορέσουμε ποτέ να τη καταλάβουμε• δεν μπορούμε ποτέ να έχουμε άμεση συνείδηση της περατότητας, ή οποιουδήποτε άλλου πράγματος παρά μιας θείας ελευθερίας που στην ίδια της την γνήσια πρωτότητα δεν αναγνωρίζει κανένα όριο. Πρώτος και δεύτερος, παράγοντας και αποδέκτης, ναι και όχι, είναι κατηγορίες που μας επιτρέπουν κάπως να περιγράφουμε τα γεγονότα της εμπειρίας, και ικανοποιούν το νου για πολύ καιρό. Όμως τελικά διαπιστώνονται ανεπαρκείς, και το τρίτο είναι η σύλληψη που τώρα ζητείται. Το τρίτο είναι αυτό που γεφυρώνει το χάσμα ανάμεσα στο απολύτως πρώτο και το απολύτως τελικό και τα φέρνει σε σχέση. Λέγεται ότι η επιστήμη έχει τη ποιοτική της και τη ποσοτική της φάση• τώρα, η ποιοτική της φάση είναι όταν διπλές διακρίσεις – είτε ένα δοσμένο υποκείμενο έχει ένα δοσμένο κατηγόρημα είτε όχι – αρκούν• η ποσοτική φάση έρχεται όταν, μη ευχαριστημένοι πλέον με τέτοιες αδρές διακρίσεις, απαιτείται να εισάγουμε μία ενδιάμεση διαδρομή ανάμεσα σε κάθε ζεύγος δυνατών συνθηκών του υποκειμένου σε σχέση με την κατοχή του της ποιότητα που υποδεικνύεται από το κατηγόρημα. Η αρχαία μηχανική αναγνώριζε δυνάμεις σαν αίτια που παρήγαγαν κινήσεις σαν άμεσα αποτελέσματα, χωρίς να κοιτάει πέρα από την ουσιαστική διπλή σχέση του αίτιου και του αποτελέσματος. Γιαυτό δε μπορούσε να κάνει προόδους όσον αφορά τη δυναμική. Η εργασία του Γαλιλαίου και των επιγόνων του έγκειται στο ότι έδειξε ότι οι δυνάμεις είναι επιταχύνσεις από τις οποίες προκαλείται σταδιακά μια κατάσταση ταχύτητας. Οι λέξεις “αίτιο” και “αποτέλεσμα” παραμένουν, όμως οι παλιές αντιλήψεις εγκαταλείπονται από τη μηχανική φιλοσοφία• πλέον είναι γνωστό το γεγονός ότι σε ορισμένες σχετικές θέσεις τα σώματα υπόκεινται ορισμένες επιταχύνσεις. Πλέον η επιτάχυνση, αντί να είναι, όπως μια ταχύτητα, μια σχέση ανάμεσα σε δύο διαδοχικές θέσεις, είναι μια σχέση ανάμεσα σε τρεις• έτσι το καινούριο δόγμα έχει συσταθεί στη κατάλληλη εισαγωγή της ιδέας της τριότητας [threeness]2. Σε αυτή την ιδέα χτίστηκε όλο το σύστημα της σύγχρονης επιστήμης. Η ανωτερότητα της σύγχρονης γεωμετρίας, επίσης, δεν υφίσταται ασφαλώς σε τίποτε άλλο τόσο πολύ, όσο στο να γεφυρώσει τις διακριτές περιπτώσεις με τις οποίες η αρχαία επιστήμη καταπιάστηκε• και μπορούμε να πάμε τόσο μακριά ώστε να πούμε ότι όλα τα μεγάλα βήματα στη μέθοδο της επιστήμης σε κάθε κλάδο έχουν γίνει φέρνοντας σε σχέση περιπτώσεις προηγουμένως διακριτές. Εύκολα μπορούμε να αναγνωρίσουμε τον άνθρωπο του οποίου η σκέψη είναι κυρίως στη διπλή φάση από την αμετροέπεια του. Τον παλιό καιρό, όταν ήταν φυσικός, όλα τα έβλεπε αμετρίαστα, απόλυτα, άρρητα, αρθρωμένα, απαράμιλλα, υπέρτατα, απεριόριστα, ριζικά και διακλαδωμένα [root and branch]• όμως τώρα που είναι της μόδας όλα να είναι υποτιμημένα, είναι εξίσου σαφώς σημαδεμένος από τη γελοία ανεπάρκεια της έκφρασης του. Η αρχή της αντίφασης είναι σχιββωλέθ3 για ένα τέτοιο μυαλό• για να διαψεύσουν μια πρόταση πάντα θα προσπαθήσουν να αποδείξουν ότι εκεί κρύβεται μια αντίφαση, παρά το γεγονός ότι μπορεί να είναι τόσο διαυγής και κατανοητή όπως το φως του ηλίου. Παρατηρήστε, για διασκέδαση σας, τη μεγάλη ξεγνοιασιά με την οποία τα μαθηματικά, από την εφεύρεση του διαφορικού λογισμού και έπειτα, έχουν πάρει το δρόμο τους, ενδιαφερόμενα τόσο λίγο για τις πιπεράτες κουτσουλίστηκες αντιφάσεις, όσο και για τη θωράκιση ενός αμερικανικού οχυρού. Είδαμε ότι η άμεση συνείδηση είναι κατ’εξοχην πρώτη, το εξωτερικό νεκρό πράγμα αυτό που είναι κατ’εξοχην δεύτερο. Κατά παρόμοιο τρόπο, είναι φανερό ότι η αναπαράσταση που μεσολαβεί ανάμεσα σε αυτά τα δύο είναι η κατ’εξοχήν τρίτη. Άλλα παραδείγματα, πάραυτα, δεν πρέπει να παραμεληθούν. Το πρώτο είναι παράγοντας, το δεύτερο αποδέκτης, το τρίτο είναι η δράση δια της οποίας το πρώτο επηρεάζει το δεύτερο. Ανάμεσα στην αρχή ως πρώτη και το τέλος ως δεύτερο έρχεται η διαδικασία που οδηγεί από το πρώτο στο τελικό. Σύμφωνα με τους μαθηματικούς, όταν μετράμε κατά μήκος μιας γραμμής, αν αντικαταστήσουμε το μέτρο μας με μια απείρως μακριά άκαμπτη ράβδο υποδιαιρεμένη σαν μέτρο, τότε με κάθε μετατόπιση που του κάνουμε με σκοπό να μετρήσουμε διαδοχικά τμήματα της γραμμής, δύο από τα σημεία της ράβδου θα παραμείνουν σταθερά και ακίνητα. Σε αυτό το ζεύγος σημείων οι μαθηματικοί χορηγούν τον τίτλο του απολύτου• είναι τα σημεία τα οποία βρίσκονται σε μία άπειρη απόσταση από τη μία και από την άλλη καθώς αυτή μετριέται από το μέτρο. Αυτά τα σημεία είναι διακριτά, συμπίπτοντα, ή φανταστικά (στη περίπτωση αυτή υπάρχει μόνο μια πεπερασμένη απόσταση γύρω από τη γραμμή), ανάλογα με τη σχέση του τρόπου μέτρησης και της φύσης της γραμμής πάνω στην οποία γίνεται η μέτρηση. Αυτά τα σημεία είναι το απολύτως πρώτο και το απολύτως τελικό ή δεύτερο, ενώ κάθε μετρήσιμο σημείο στη γραμμή ανήκει στη φύση του τρίτου. Είδαμε ότι η ιδέα του απολύτως πρώτου διαφεύγει κάθε προσπάθεια σύλληψης• και το ίδιο κάνει κατά μια άλλη έννοια το απολύτως δεύτερο• αλλά δεν υπάρχει απολύτως τρίτο γιατί το τρίτο είναι από τη φύση του σχετικό, και αυτό είναι που πάντα σκεφτόμαστε όποτε στοχαζόμαστε το πρώτο ή το δεύτερο. Το αρχικό σημείο του σύμπαντος, ο Δημιουργός Θεός, είναι το Απολύτως Πρώτο• το τερματικό του σύμπαντος, ο πλήρως αποκεκαλυμενος Θεός, είναι το Απολύτως Δεύτερο• κάθε συμπαντική κατάσταση σε ένα μετρήσιμο σημείο του χρόνου είναι το τρίτο. Αν πιστεύεις ότι το μετρήσιμο είναι το μόνο που υπάρχει, και να του αρνηθείς κάθε ορισμένη τάση από και προς τα κάτι, τότε θεωρείς το ζεύγος σημείων, που αποτελούν το απόλυτο, ως φανταστικά και είσαι Επικούρειος. Αν υποστηρίζεις ότι στη πορεία της φύσης ως όλον υπάρχει ένα ορισμένο ρεύμα, αλλά πιστεύεις ακόμη πως το απόλυτο τέλος της δεν είναι τίποτα άλλο από τη Νιρβάνα από την οποία ξεπήδησε, κάνεις τα δύο σημεία του απολύτου να συμπίπτουν και είσαι πεσιμιστής. Όμως αν η πίστη σου είναι πως όλο το σύμπαν πλησιάζει, στο απείρως μακρινό μέλλον, μια κατάσταση με ένα γενικό χαρακτήρα διαφορετικό από αυτόν προς τον οποίων κοιτάμε πίσω στο απείρως μακρινό παρελθόν, κάνεις το απόλυτο να αποτελείται από δύο διακριτά αληθινά σημεία και είσαι εξελιξιστής. Αυτό είναι ένα θέμα που μας αφορά και το οποίο μπορεί κάποιος να μάθει μόνο από τους δικούς του αναστοχασμούς, αλλά πιστεύω πως αν οι προτάσεις μου ακολουθηθούν μέχρι τέλους, ο αναγνώστης θα παραδεχθεί ότι το ένα, το δύο, το τρία, είναι κάτι περισσότερο από απλές λέξεις για να μετράμε [count-words] όπως το “α μπε μπα μπλομ”, αλλά είναι φορείς απέραντων, αν και αόριστων σκέψεων. Άλλα θα ρωτήσει κάποιος, γιατί να σταματήσουμε στο τρία; Γιατί να μη συνεχίσουμε για να βρούμε μια νέα ιδέα του τέσσερα, του πέντε και ούτω καθεξής επ’άπειρον; Ο λόγος είναι ότι ενώ είναι αδύνατο να σχηματίσουμε ένα αυθεντικό τρία από όποια τροποποίηση του ζεύγους χωρίς να εισάγουμε κάτι διαφορετικής φύσης από τη μονάδα και το ζεύγος, το τέσσερα, το πέντε και κάθε μεγαλύτερος αριθμός μπορούν να σχηματιστούν από απλές περιπλέξεις από τρία. Για να γίνει πιο σαφές, θα το δείξω πρώτα σε ένα παράδειγμα. Το γεγονός ότι ο Α δίνει στον Β ένα δώρο C, είναι μια τριμερής σχέση και ως τέτοια δεν μπορεί να λυθεί σε οποιοδήποτε συνδυασμό διμερών σχέσεων. Πράγματι, η ίδια η ιδέα ενός συνδυασμού περιλαμβάνει αυτή μιας τριτότητας [thirdness], επειδή ο συνδυασμός είναι κάτι το οποίο είναι αυτό που είναι χάρη στα μέρη τα οποία φέρνει σε αμοιβαία σχέση. Θα μπορούσαμε να αγνοήσουμε αυτή τη σκέψη, κι όμως πλέον δεν μπορούμε να οικοδομήσουμε το γεγονός ότι ο Α δίνει το C στον Β με οποιοδήποτε άθροισμα διμερών σχέσεων ανάμεσα στο A και το B, το B και το C, το C και το A. Ο Α μπορεί να χαρίσει κάτι στον B, ο Β μπορεί να παραλάβει το C, και ο Α μπορεί να αποχωρισθεί το C, όμως, ακόμα κι έτσι, ο Α δε χρειάζεται να έχει δώσει απαραίτητα το C στον B. Για κάτι τέτοιο θα ήταν απαραίτητο αυτές οι τρεις διμερείς σχέσεις όχι μόνο να συνυπάρχουν, αλλά να συγκολληθούν σε ένα γεγονός. Έτσι φαίνεται πως μια τριάδα δε μπορεί να αναλυθεί σε δυάδες. Όμως τώρα θα δείξω μέσω παραδείγματος ότι το ένα τέσσερα μπορεί να αναλυθεί σε τρία. Πάρτε για παράδειγμα το τετραμερές γεγονός ότι ο A πουλάει το C στον B, με τιμή D. Αυτό είναι ένα μείγμα δύο γεγονότων: πρώτα, ο Α κάνει με το C μια ορισμένη συναλλαγή, την οποία μπορούμε να ονομάσουμε E: δεύτερο, αυτή η συναλλαγή Ε είναι η αγορά του Β που έχει τιμή D. Καθένα από τα δύο γεγονότα αυτά είναι ένα τριμερές γεγονός, και ο συνδυασμός τους φτιάχνει ένα γνήσιο τετραμερές γεγονός όπως βλέπουμε. Την εξήγηση αυτής της εντυπωσιακής διαφοράς δεν είναι δύσκολο να την αναζητήσουμε. Ένας διπλός συσχετικός όρος, όπως “εραστής” ή “υπηρέτης”, είναι κατά κάποιο τρόπο μια κενή μορφή, όπου υπάρχουν δύο θέσεις που παραμένουν κενές. Εννοώ ότι χτίζοντας μια πρόταση γύρω από το “εραστής” σαν τη κύρια λέξη του κατηγορήματος, έχουμε την ελευθερία να κάνουμε ο,τι θεωρούμε πρέπον με το υποκείμενο, και, πέρα απ’αυτό, ο,τι μας αρέσει με το αντικείμενο της πράξης του αγαπάν. Άλλα ένας τριπλός συσχετικός όρος όπως το “δότης” έχει δύο συσχετιζόμενα, και είναι έτσι μια κενή μορφή με τρεις θέσεις να παραμένουν κενές. Συνεπώς, μπορούμε να πάρουμε δύο από αυτά τα τριπλά συσχετικά και να γεμίσουμε τη κενή θέση του καθενός με το ίδιο γράμμα, X, το οποίο παίζει το ρόλο μιας αντωνυμίας, ή ενός αναγνωριστικού δείκτη, ύστερα και τα δύο μαζί σχηματίζουν ένα όλον με τέσσερεις κενές θέσεις• και έτσι μπορούμε να προχωρήσουμε σε οποιονδήποτε μεγαλύτερο αριθμό. Όμως, όταν προσπαθήσουμε να μιμηθούμε αυτή τη διαδικασία για τις διπλές σχετικές και συνδυάζουμε δύο από αυτές με ένα Χ, βλέπουμε ότι έχουμε δύο κενές θέσεις στο συνδυασμό, όπως είχαμε και για το καθένα από τα δύο σχετικά ξεχωριστά4. Ένας δρόμος με τρεις διχάλες μπορεί να έχει οποιοδήποτε αριθμό τερματικών, όμως κανένας αριθμός ίδιων δρόμων ο ένας μετά τον άλλο δεν θα έχει πάνω από δύο τερματικά. Έτσι οποιοσδήποτε αριθμός, όσο μεγάλος κι αν είναι μπορεί να χτιστεί από τριάδες• και συνεπώς δεν εμπλέκεται σε ένα τέτοιο αριθμό καμία ιδέα ριζικά διαφορετική από την ιδέα του τρία. Δεν είναι σκοπός μου να αρνηθώ ότι μεγαλύτεροι αριθμοί μπορεί να παρουσιάζουν ενδιαφέροντες ειδικούς σχηματισμούς από τους οποίους μπορεί να εξάγονται έννοιες με μεγαλύτερη η μικρότερη γενική εφαρμοσιμότητα• αλλά αυτοί δεν μπορούν να ανέλθουν στο ύψος φιλοσοφικών κατηγοριών τόσο θεμελιωδών όσο αυτών που εξετάζοντα. […] |