ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ Στους Νεκρικοὺς διαλόγους ο Λουκιανός παρουσιάζει γνωστές προσωπικότητες που έχουν πεθάνει και βρίσκονται πια στον Άδη. Ο πρώτος διάλογος που ακολουθεί διεξάγεται ανάμεσα στον πορθμέα του κάτω κόσμου Χάρων, και τον Μένιππο, έναν κυνικό φιλόσοφο ο οποίος δεν έχει ούτε τον οβολό που έβαζαν, σύμφωνα με το έθιμο, στο στόμα του νεκρού ως αμοιβή για το πέρασμα στον Άδη. |
---|
ΛΟΥΚΙΑΝΟΣΝεκρικοί διάλογοιΧΑΡΩΝ ΚΑΙ ΜΕΝΙΠΠΟΣΧΑΡΩΝΠαλιοτόμαρο, πλήρωσέ μου τα ναύλα σου! ΜΕΝΙΠΠΟΣ Φώναζε όσο θέλεις, αν σ᾽ αρέσει! ΧΑΡΩΝ Πλήρωσε, σου λέω, που σε πέρασα από τη λίμνη! ΜΕΝΙΠΠΟΣ Δεν μπορείς να πάρεις από όποιον δεν έχει. (οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος). ΧΑΡΩΝ Υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει ούτε 1 οβολό; ΜΕΝΙΠΠΟΣ Αν υπάρχει κι άλλος, δεν ξέρω. Εγώ πάντως δεν έχω. ΧΑΡΩΝ Μα τον Πλούτωνα, θα σε πνίξω, κάθαρμα, αν δεν πληρώσεις! ΜΕΝΙΠΠΟΣ Κι εγώ με τη μαγκούρα θα σου σπάσω το κεφάλι! ΧΑΡΩΝ Άδικα λοιπόν σου έχω κάνει τέτοιο ταξίδι; ΜΕΝΙΠΠΟΣ Να σε πληρώσει για λογαριασμό μου ο Ερμής! Αυτός με παράδωσε σε σένα. ΕΡΜΗΣ Τώρα μάλιστα, σώθηκα! Να πληρώνω και για τους νεκρούς! ΧΑΡΩΝ Εγώ πάντως δεν σ᾽ αφήνω. ΜΕΝΙΠΠΟΣ Ωραία. Τράβα και τη βάρκα σου στη στεριά, και περίμενε όσο θέλεις! Τι να σου δώσω, αφού δεν έχω πεντάρα; ΧΑΡΩΝ Δεν ήξερες ότι έπρεπε να φέρεις τα ναύλα σου μαζί σου; ΜΕΝΙΠΠΟΣ Το ήξερα, αλλά δεν είχα. Κι ύστερα; Έπρεπε γι᾽ αυτό να μην πεθάνω; ΧΑΡΩΝ Εσύ μόνο λοιπόν θα καυχιέσαι πως πέρασες τζάμπα; ΜΕΝΙΠΠΟΣ Καθόλου τζάμπα, φίλε μου. Και νερό από τη βάρκα έβγαλα, και κουπί τράβηξα και, στο κάτω κάτω, ήμουν ο μόνος από τους επιβάτες που δεν έκλαιγα! ΧΑΡΩΝ Αυτά δεν είναι πληρωμή. Πρέπει να δώσεις τον οβολό, είναι νόμος. Δεν γίνεται αλλιώς. ΜΕΝΙΠΠΟΣ Τότε ξαναγύρισέ με στη ζωή. ΧΑΡΩΝ Αστείος που είσαι! Για να με ταράξει στο ξύλο ο Αιακός; ΜΕΝΙΠΠΟΣ Άσε με ήσυχο λοιπόν! ΧΑΡΩΝ Δείξε μου τι έχεις στο σακούλι. ΜΕΝΙΠΠΟΣ Λούπινα, αν θέλεις, και δείπνο της Εκάτης. ΧΑΡΩΝ Βρε Ερμή, από πού μας τον έφερες αυτόν τον σκύλο; Τι λόγια έλεγε στο ταξίδι! Κορόιδευε και περιγελούσε όλους τους επιβάτες, κι ήταν ο μόνος που τραγουδούσε όταν εκείνοι έκλαιγαν! ΕΡΜΗΣ Μα δεν ξέρεις, Χάρων, ποιον κουβάλησες με τη βάρκα σου; Έναν άνθρωπο αληθινά ελεύθερο. Αυτός δεν νοιάζεται για τίποτε. Είναι ο Μένιππος! ΧΑΡΩΝ Αχ, αν σε ξανάβρω κάποτε... ΜΕΝΙΠΠΟΣ Αν με ξανάβρεις!... Μα δεν πρόκειται να με πετύχεις για δεύτερη φορά! (μετάφραση Π. Μουλλάς) ΚΡΟΙΣΟΣ, ΠΛΟΥΤΩΝ ΚΑΙ ΜΕΝΙΠΠΟΣΚΡΟΙΣΟΣ: Δεν τον υποφέρουμε πια βρε Πλούτωνα τούτο τον σκύλο τον Μένιππο να 'ναι με μας. Ή στείλ'τον αλλού ή στείλε μας να πάμε σ' άλλο τόπο.ΠΛΟΥΤΩΝ: Τι μπορεί να σας κάνει; Νεκρός είναι κι αυτός όπως κι εσείς. ΚΡΟΙΣΟΣ: Όταν εμείς θρηνούμε και στενάζουμε, όταν θυμόμαστε πόσα είχαμε στον επάνω κόσμο, ο Μίδας χρυσάφι, ο Σαρδανάπαλος δόξα και μαλθακότητα κι εγώ τα πλούτια μου, αυτός μας εμπαίζει και μας βρίζει. Μας λέει γομάρια και καθάρματα κι όταν κλαίμε, αυτός τραγουδά και γενικά μας λυπεί όσο δε φαντάζεσαι. ΠΛΟΥΤΩΝ: Τι είν' αυτά που λένε Μένιππε; ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Αλήθεια λένε βρε Πλούτωνα. Τους σιχαίνομαι γιατί είν' άχρηστα κουφάρια και παλιάνθρωποι. Δεν τους έφτανε που ζήσανε με τόσο κακό τρόπο, αλλά και πεθαμένοι θυμούνται και νοσταλγούν αυτό ακριβώς.Καλαμπουρίζω με το δούλεμά τους. ΠΛΟΥΤΩΝ: Μα δεν είναι φυσικό να λυπούνται; Χάσανε πάρα πολλά! ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Χάζεψες και συ Πλούτωνα; Επικροτείς τα παράπονά τους; ΠΛΟΥΤΩΝ: Κάθε άλλο! Απλώς δε θέλω φασαρίες μεταξύ σας. ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Λοιπόν ακούστε με σεις που 'σασταν οι χειρότεροι ανάμεσα στους Λυδούς, τους Φρύγες και τους Ασσύριους, μάθετε πως εγώ δε θα σταματήσω όπου κι αν πάτε να σας ακολουθώ και να σας περιγελώ, να σας χλευάζω και να σας βρίζω. ΚΡΟΙΣΟΣ: Αυτά δεν είναι βρισιές; ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Όχι. Βρισιές ήταν αυτά που κάνατε στη ζωή σας. Που θέλατε να σας προσκυνάνε λεύτεροι άνθρωποι και καλοπερνάγατε χωρίς να σκεφτόσαστε το τέλος. Από δω κι πέρα θα θρηνείτε καθώς θα θυμόσαστε όσα χάσατε. ΚΡΟΙΣΟΣ: Εγώ, Θεέ μου, τα πολλά και μεγάλα χτήματα που 'χα! ΜΙΔΑΣ: Εγώ το χρυσάφι μου! ΣΑΡΔΑΝΑΠΑΛΟΣ: Εγώ τη βόλεψή μου! ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Έτσι μπράβο. Εσείς να θρηνείτε κι εγώ να σας θυμίζω το γνώθι σ' αυτόν. Είναι ότι πρέπει για τους οδυρμούς σας. ΜΕΝΙΠΠΟΣ ΚΑΙ ΕΡΜΗΣΜΕΝΙΠΠΟΣ: Ερμή που 'ν' οι ωραίοι κι οι ωραίες; Οδήγησέ με παρακαλώ, μιας κι είμαι νιόφερτος εδώ.ΕΡΜΗΣ: Δεν έχω χρόνο βρε Μένιππε, αλλά να! παρατήρησε 'κει δεξιά, βρίσκονται ο Υάκινθος, ο Νάρκισσος, ο Νηρέας, ο Αχιλλέας, η Τυρώ, η Ελένη κι η Λήδα: όλες οι παλιές ομορφιές. ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Εγώ βλέπω μονάχα κόκαλα και κρανία άσαρκα κι όμοια μεταξύ τους. ΕΡΜΗΣ: Κι όμως αυτοί 'ναι που θαυμάσαν όλοι οι ποιητές, αυτά τα κόκαλα που συ περιφρονείς. ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Δείξε μου τουλάχιστον την Ελένη, δε μπορώ να τη διακρίνω. ΕΡΜΗΣ: Να, τούτο το κρανίο είναι της Ελένης. ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Για τούτο 'δω το καυκί γεμίσανε χίλια καράβια με τα νιάτα όλης της Ελλάδας και σκοτωθήκανε τόσοι και τόσοι κι αναστατωθήκανε τόσες πόλεις; ΕΡΜΗΣ: Βλέπεις εσύ Μένιππε δεν την είδες ζωντανή. Αν την είχες δει θα 'λεγες κι εσύ: «Ας βρίσκομαι κοντά της κι ας υποφέρω πολλά». Γιατί και τ' άνθη αν τα δει κανείς ξερά, να 'χουνε χάσει το χρώμα και το σχήμα, δε μπορεί να φανταστεί πόσο ήταν όμορφα όταν ανθούσαν. ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Απορώ βρε Ερμή, πως δέχτηκαν να υποφέρουν για κάτι που γρήγορα και τόσον εύκολα μαραίνεται. ΕΡΜΗΣ: Δεν έχω χρόνο Μένιππε να κάτσω να τα φιλοσοφήσω μαζί σου. Διάλεξε ένα μέρος που γουστάρεις και βολέψου. Πρέπει να φέρω καινούργιους νεκρούς. ΜΕΝΙΠΠΟΣ ΚΑΙ ΧΕΙΡΩΝΜένιππος: Άκουσα, Χείρωνα, ότι ενώ ήσουν θεός, επιθύμησες να πεθάνεις. Χείρων: Αλήθεια είναι αυτό που άκουσες, Μένιππε, κι όπως βλέπεις, πέθανα ενώ θα μπορούσα να είμαι αθάνατος. Μένιππος: Και πώς σου ήρθε αυτή η αγάπη για τον θάνατο, ο οποίος συνήθως στους ανθρώπους είναι πράγμα απεχθές; Χείρων: Θα σου το πω, γιατί είσαι μυαλωμένος άνθρωπος. Δεν έβρισκα πλέον καμμία ευχαρίστηση στην αθανασία. Μένιππος: Δεν σου ήταν ευχάριστο να ζεις και να βλέπεις το φως; Χείρων: Όχι, Μένιππε, διότι εγώ νομίζω ότι το ευχάριστο υπάρχει στην ποικιλία και όχι στην μονοτονία. Κι εγώ, ζώντας διαρκώς και απολαμβάνοντας τα ίδια και τα ίδια, τον ήλιο, το φως, την τροφή, ενώ οι ώρες του έτους έρχονταν και παρέρχονταν, όπως και τα γεγονότα επίσης, σαν να ακολουθούσαν το ένα το άλλο, χόρτασα απ’ αυτά, διότι η ευχαρίστηση δεν είναι να έχεις τα ίδια πράγματα πάντοτε, αλλά και στο να στερείται κανείς μερικά. Μένιππος: Καλά τα λες, Χείρωνα. Ο Άδης όμως, πώς σου φαίνεται, αφού τον προτίμησες και ήλθες εδώ; Χείρων: Η διαμονή εδώ, δεν μου είναι δυσάρεστη, διότι η ισοτιμία είναι πολύ δημοκρατική και δεν είναι μεγάλη η διαφορά να ζει κανείς στο φως ή στο σκοτάδι. Άλλωστε, εδώ ούτε διψάμε, ούτε πεινάμε, όπως επάνω, αλλά είμαστε εντελώς απαλλαγμένοι απ’ όλες αυτές τις ανάγκες. Μένιππος: Πρόσεξε, Χείρωνα, μήπως αντιφάσκεις και βρεθείς στην ανάγκη να πεις τα ίδια και για τα εδώ. Χείρων: Τί θες να πεις; Μένιππος: Αν στη ζωή τα ίδια και τα ίδια σε χόρτασαν, και τα εδώ επειδή είναι όμοια, με τον ίδιο τρόπο μπορούν να σε χορτάσουν, και τότε θα βρεθείς στην ανάγκη να ζητάς να ξαναπάς στην άλλη ζωή, πράγμα το οποίον μου φαίνεται αδύνατον. Χείρων: Τί μπορεί λοιπόν, να κάνει κανείς, Μένιππε; Μένιππος: Εκείνο που λένε, ότι ο μυαλωμένος πρέπει ν’ αρκείται και να ευχαριστιέται με ό,τι έχει και να μην θεωρεί τίποτε ανυπόφορο. |