Χάλντορ Λάξνες ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

Στους Ανεξάρτητους ανθρώπους, η ιστορία εκτυλίσσεται σε μιαν απόμακρη κοιλάδα που την έχουν καταραστεί ένας Ιρλανδός μάγος και η μάγισσα συντρόφισσά του, με πρωταγωνιστή ένα πεισματάρη αγρότη, που αγωνίζεται με όλες του τις δυνάμεις ενώ είναι ταυτόχρονα μικροπρεπής και μεγαλειώδης, αγροίκος και ποιητής, κυνικός και αγαθός.

Χάλντορ Λάξνες

Ανεξάρτητοι άνθρωποι

αποσπάσματα

Στα πρώτα χρόνια, ας πούμε τα ισλανδικά χρονικά, άνδρες από τα Δυτικά Νησιά ήρθαν να ζήσουν σε αυτή τη χώρα, και όταν αναχώρησαν, άφησαν πίσω τους σταυρούς, κουδούνια και άλλα αντικείμενα που χρησιμοποιούσαν στην πρακτική της μαγείας. . Εκείνη την εποχή υπήρχε μεγάλη γονιμότητα του εδάφους στην Ισλανδία. Αλλά όταν οι Νορβηγοί ήρθαν να εγκατασταθούν εδώ, οι Δυτικοί μάγοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη γη, και παλαιά γραπτά λένε ότι ο Kolumkilli, αποφασισμένος για εκδίκηση, έδωσε κατάρα στους εισβολείς, ορκιζόμενος να μην ευημερήσουν ποτέ εδώ, και πάνω σε αυτό το πνεύμα, μεγάλο μέρος του, σε όλες τις εκφάνσεις, εκπληρώθηκε.

[…]
Λίγο αργότερα άρχισε να βρέχει, πολύ αθώα στην αρχή, αλλά ο ουρανός ήταν γεμάτος σύννεφα και σταδιακά οι σταγόνες έγιναν μεγαλύτερες και βαρύτερες, μέχρι που έπεσε η θλιβερή βροχή του φθινοπώρου - βροχή που φάνηκε να γεμίζει ολόκληρο τον κόσμο με βαρύ ρυθμό , βροχή που υποδηλώνει τη βροχή αιώνιων καταρρακτών μεταξύ των πλανητών, βροχή που γέμιζε με λιπαρά αγκάθια τους ουρανούς και επωάστηκε καταπιεστικά σε ολόκληρη την ύπαιθρο, σαν μια ασθένεια, ισχυρή στη δύναμη της επίπεδης, αμετάβλητης μονοτονίας της, του πνιγμένου βάρους της, του κρύου, της αδυσώπητη σκληρότητα της. Ομαλά, ομαλά έπεσε, πάνω από ολόκληρη την ακτή, πάνω από το πεσμένο ελώδες γρασίδι, πάνω από την ταραγμένη λίμνη, τα σιδερένια γκρι χαλίκια, το σκοτεινό βουνό, πάνω από την ταράτσα, μουτζουρώνοντας κάθε προοπτική. Και το βαρύ, απελπιστικό, ατέρμονο κτύπημα περνούσε σε κάθε ρωγμή του σπιτιού, αγκάλιαζε τα πάντα, τόσο κοντά όσο και μακριά, σαν μια ασυνήθιστη ιστορία από την ίδια τη ζωή που δεν έχει ρυθμό και κανένα κρεσέντο, κανένα αποκορύφωμα, αλλά το οποίο είναι συντριπτικό στο πεδίο εφαρμογής του, τρομακτικό στη σημασία του. Και στον πυθμένα αυτού του απροσδιόριστου ωκεανού της βροχής βρισκόταν το μικρό σπίτι με τη νευρωτική γυναίκα του.

[…]
Ξάφνου τα λόγια της φτωχής, όμοια μ' ασυγκράτητη πλημμύρα, κατάπιαν το μεγάλο κι ανεξάρτητο σπιτικό, όπου ο καθένας στεκόταν στα δικά του πόδια. Μιλώντας ήλθε απ' τα βαλτοτόπια με τον μπόγο της στη ράχη και δεν έπαψε όλη κείνη τη μέρα να μιλάει, ώσπου μιλώντας χώθηκε γυμνή στο κρεβάτι πλάι στη γιαγιά και τη μικρούλα Νόνι. Τα λόγια της στάλαζαν απ' τη μια μέρα στην άλλη, όμοια με σταλαγματιά που τίποτε δεν μπορεί να τη σταματήσει. Μονολογούσε καθώς τσουγκράνιζε το σανό στο λιβάδι, και τ' αγόρια ζύγωναν ύπουλα και κρυφάκουγαν: μίλαγε για πράματα της ενορίας, για τη γεωργία, και για προσωπικά ζητήματα• σκάλιζε μοιχείες και πατρότητες, κατάκρινε ως και τους κτηματίες που άφηναν τα πρόβατά τους να λιμοκτονούν• στιγμάτιζε ευυπόληπτους ενορίτες ως κλέφτες, κι έκανε επίθεση στον δικαστικό κλητήρα, τον ιερέα, ως και τον σερίφη, περνώντας γενεές δεκατέσσερις τις Αρχές, κει που άλλοι έβλεπαν μοναχά τα βαλτοτόπια και τίποτε άλλο, και πάντοτε έχοντας το πάνω χέρι γιατί οι αντίπαλοί της ήταν μίλια μακριά. Ξεστόμιζε έναν ασταμάτητο χείμαρρο από βλαστήμιες, και πάνω απ' όλα παραπονιόταν για κείνο που αποκαλούσε "σκανδαλώδη τυραννία της ανθρωπότητας". Τούτη η τυραννία ήταν τέτοιο αγκάθι στη σάρκα της, που, είτε μονολογούσε είτε μίλαγε σ' άλλους, στη σκύλα, στα πρόβατα που τύχαινε ν' απαντήσει στον θερισμό, ή στ' ανόητα πετεινά του ουρανού, όλες της οι κουβέντες, στον ξύπνο ή τον ύπνο, γύρω από τούτο περιστρέφονταν. Ζούσε σε μια συνεχή κι απέλπιδα εξέγερση ενάντια σε τούτη τη μισητή τυραννία, με μνησικακία στα μάτια της, που θύμιζαν μάτια ενός μοχθηρού μα αόριστου ζώου σ' όνειρο, άμορφου μα τρομαχτικά κοντινού.

[…]
Ήταν η πρώτη φορά που κοίταξε ποτέ το λαβύρινθο της ανθρώπινης ψυχής. Απείχε πολύ από την κατανόηση του τι είδε. Αλλά αυτό που είχε μεγαλύτερη αξία, ήταν πως ένιωθε και υπέφερε μαζί της. Στα χρόνια που έμεναν ακόμη, ξαναέζησε αυτήν τη μνήμη στο τραγούδι, στο πιο όμορφο τραγούδι που γνώρισε αυτός ο κόσμος. Γιατί η κατανόηση της αδυναμίας της ψυχής, της σύγκρουσης μεταξύ των δύο πόλων, δεν είναι η πηγή του σημαντικότερου τραγουδιού. Η πηγή του σημαντικότερου τραγουδιού είναι η συμπόνια.