|
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ |
|---|
Φράνσις Σκοτ ΦιτζέραλντΟ Μεγάλος ΓκάτσμπυΟι πρώτες σελίδεςOTAN ΗΜΟΥΝ ΜΙΚΡΟΣ καὶ πιὸ εὐάλωτος, ὁ πατέρας μου μού έδωσε μια συμβουλή που έκτοτε τῇ γυρίζω συνεχῶς στὸ μυαλό μου. «Ὅποτε εἶσαι ἕτοιμος νὰ κατακρίνεις κάποιον, νὰ θυμᾶσαι ὅτι δὲν εἶχαν ὅλοι τὰ δικά σου πλεονεκτήματα ». Δὲν εἶπε τίποτα ἄλλο, ἀλλὰ ἐπικοινωνούσαμε πάντα μὲ τὸν δικό μας συγκρατημένο τρόπο καὶ κατάλαβα ὅτι μὲ αὐτὸ ἐννοοῦσε πολύ περισσότερα. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν νὰ εἶμαι ἐπιφυλακτικὸς στὶς κρίσεις μου γιὰ τοὺς ἄλλους, συνήθεια ἡ ὁποία ἐνθάρρυνε πολλές περίεργες φύσεις νὰ μοῦ ἀνοίξουν τὴν καρδιά τους ἀλλὰ καὶ μὲ κατέστησε θύμα ὄχι ὀλίγων ἀφόρητα βαρετῶν τύπων. Ἕνα ἀνώμαλο μυαλὸ προσκολλᾶται πάντα σὲ αὐτὴν τὴν ἰδιότητα ὅταν τὴν ἀνιχνεύει σὲ ἕναν ὁμαλὸ ἄνθρωπο• κι αὐτὸς ἦταν ὁ λόγος πού, ὅταν ἤμουν στὸ κολέγιο, μὲ ἀποκαλοῦσαν ἀδίκως πολιτικάντη, διότι ἤμουν κοινωνὸς τῶν πιὸ ἀπόκρυφων βασάνων παράφορων, ἀγνώστων νεαρῶν. Τὶς ἐκμυστηρεύσεις κατὰ κανόνα δὲν τὶς ἐπιδίωκα – συχνὰ προσ ποιούμουν ὅτι μὲ ἔχει πάρει ὁ ὕπνος, ὅτι εἶμαι ἀπορροφημένος σὲ κάτι, ἢ ἔδειχνα μιὰ ἐχθρικὴ ἐλαφρότητα ὅταν κάποιο ἀλάνθαστο σημάδι μὲ προειδοποιοῦσε ὅτι μιὰ μύχια ἀποκάλυψη ἦταν ἐπικείμενη• διότι οἱ μύχιες ἀποκαλύψεις τῶν νεα ρῶν ἀνδρῶν, ἢ τουλάχιστον οἱ ὅροι μὲ τοὺς ὁποίους ἐκφράζον ται, εἶναι συνήθως κλεψίτυπες, ἀμαυρωμένες ἀπὸ προφανεῖς ἀποσιωπήσεις. Ἡ ἐπιφυλακτικότητα στὴ διατύπωση κρίσης ἀνοίγει ἐλπιδοφόρες προοπτικές. Ἔχω ἀκόμη ἕναν μικρὸ φόβο πὼς θὰ χάσω κάτι ἂν ξεχάσω ὅτι, καθὼς ὁ πατέρας μου μὲ κάποια ὑπεροψία μὲ συμβούλευσε, κι ἐγὼ μὲ κάποια ὑπεροψία ἐπαναλαμβάνω, ἡ αἴσθηση τῆς εὐπρέπειας μοιράζεται ἄνισα στοὺς ἀνθρώπους κατὰ τὴ γέννησή τους. ᾿Αφοῦ λοιπὸν καυχήθηκα γιὰ τὴν ἀνεκτικότητά μου, ὀφείλω νὰ παραδεχτῶ ὅτι ἔχει ἕνα ὅριο. Ἡ συμπεριφορὰ τῶν ἀνθρώπων μπορεῖ νὰ θεμελιώνεται σὲ σκληρὸ βράχο ἢ σὲ ὑγροὺς βάλτους, ἀλλὰ ἀπὸ ἕνα σημεῖο καὶ πέρα δὲν μὲ ἐνδιαφέρει σὲ τί θεμελιώνεται. "Οταν τὸ περασμένο φθινόπωρο γύρισα ἀπὸ τὰ ᾿Ανατολικά', ἔνιωσα πὼς ἤθελα νὰ εἶναι ὁ κόσμος γιὰ πάν τα ἐν στολῇ καὶ σὲ στάση ἠθικῆς προσοχῆς• δὲν ἤθελα πιὰ προνομιακές περιηγήσεις στὰ ἄδυτα τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς. Μόνο ὁ Γκάτσμπυ, ὁ ἄνθρωπος ποὺ δίνει τὸ ὄνομά του σὲ αὐτὸ τὸ βιβλίο, ἦταν ἡ ἐξαίρεση σὲ αὐτὴ τὴν ἀντίδρασή μου – ὁ Γκάτσμπυ, ποὺ ἀντιπροσώπευε ὅλα ἐκεῖνα γιὰ τὰ ὁποῖα αἰσθάνομαι ἀπροσποίητη περιφρόνηση. "Αν ἡ προσωπικότητα εἶναι μιὰ ἀδιάσπαστη σειρὰ ἐπιτυχῶν χειρονομιῶν, τότε ὑ πῆρχε κάτι ὑπέροχο πάνω του, μιὰ ὑπερευαισθησία στὶς ὑποσχέσεις τῆς ζωῆς• ἔμοιαζε μὲ περίπλοκη μηχανὴ ποὺ καταγράφει σεισμοὺς δέκα χιλιάδες μίλια μακριά. Αὐτὴ ἡ αἰσθαντικότητα δὲν εἶχε καμία σχέση μὲ ἐκείνη τὴν πλαδαρὴ εὐαι σθησία ποὺ τιμᾶται μὲ τὸν χαρακτηρισμό «δημιουργικὴ ίδιο συγκρασία» – ἦταν ἕνα ἐξαιρετικό χάρισμα ἐλπίδας, μιὰ ρομαντικὴ ἑτοιμότητα ποὺ δὲν τὴν ἔχω συναντήσει σὲ ἄλλον ἄνθρωπο καὶ δὲν εἶναι πιθανὸ νὰ τὴ συναντήσω ποτὲ ξανά. Ὄχι – ὁ Γκάτσμπυ τελικὰ ἀποδείχτηκε σωστός• ἦταν αὐτὸ ποὺ λυμαινόταν τὸν Γκάτσμπυ, ἡ βρομερὴ σκόνη ποὺ πλανιό ταν πίσω ἀπὸ τὰ ὄνειρά του αὐτὸ ποὺ προσωρινὰ στόμωσε τὸ ἐνδιαφέρον μου γιὰ τὶς θνησιγενεῖς λύπες καὶ τὶς μικρόπνοες ἐξάρσεις τῶν ἀνθρώπων. Ἡ οἰκογένειά μου είναι σημαίνουσα, ἄνθρωποι εὐκατάστατοι σὲ αὐτὴ τὴ μεσοδυτική πόλη γιὰ τρεῖς γενιές. Οἱ Κάραγονείς εἶναι κάτι σὰν πατριὰ καὶ ἔχουμε μιὰ παράδοση ὅτι καταγόμαστε ἀπὸ τοὺς Δοῦκες τοῦ Μπακλού• ' ἀλλὰ ὁ πραγματικὸς ἱδρυτὴς τοῦ δικοῦ μας κλάδου ἦταν ὁ ἀδελφὸς τοῦ παπποῦ μου, ποὺ ἦρθε ἐδῶ τὸ 1851, ἔστειλε ἕναν ἀντικαταστάτη του στον Ἐμφύλιο, καὶ ἄρχισε τὸ χοντρεμπόριο σιδηρικῶν ποὺ ὁ πατέρας μου συνεχίζει μέχρι σήμερα. Ποτὲ δὲν γνώρισα αὐτὸν τὸν μεγάλο θεῖο ἀλλὰ ὑποτίθεται ὅτι τοῦ μοιάζω – ἰδιαίτερα στὸ σκληρὸ πορτρέτο ποὺ κρέμε και στο γραφεῖο τοῦ πατέρα μου. ᾿Αποφοίτησα ἀπὸ τὸ Νιοῦ Χέηβεν ' τὸ 1915, ἕνα τέταρτο τοῦ αἰῶνος μετὰ τὸν πατέρα , καὶ λίγο ἀργότερα συμμετεῖχα σὲ ἐκείνῃ τὴν καθυστερή μου, μένη τευτονικὴ ἀποδημία ποὺ εἶναι γνωστὴ ὡς ὁ Μεγάλος Πόλεμος. ᾿Απήλαυσα τὴν ἀντεπίθεση τόσο ὥστε ὅταν γύρισα δὲν μποροῦσα νὰ ἡσυχάσω. ᾿Αντὶ νὰ εἶναι τὸ θερμὸ κέντρο τοῦ κόσμου, τὰ Μεσοδυτικὰ ἔμοιαζαν τώρα μὲ τραχιὰ ἐσχατιὰ τοῦ σύμπαντος – ἀποφάσισα λοιπὸν νὰ πάω στὰ ᾿Ανατολικὰ καὶ νὰ μάθω ἐκεῖ τὰ μυστικὰ τῆς χρηματαγορᾶς. ῞Ολοι οἱ γνωστοί μου δούλευαν σὲ χρηματιστηριακὰ γραφεῖα• ὑπέθεσα, λοιπόν, ὅτι ἡ ἀγορὰ θὰ μποροῦσε νὰ συντηρήσει ἕναν παραπάνω. "Ολες οἱ θεῖες μου καὶ οἱ θεῖοι μου τὸ συζήτησαν, σὰν νὰ ἐπρόκειτο νὰ ἀποφασίσουμε σὲ ποιό ἰδιωτικὸ θὰ πάω, καὶ τελικὰ εἶπαν « Ναί, γιατί ὄχι ; », μὲ ἔκφραση σοβαρή, κάπως διστακτική. Ο πατέρας μου συμφώνησε νὰ μὲ στηρίξει οικονομικὰ γιὰ ἕνα χρόνο καί, μετὰ ἀπὸ διάφορες ἀναβολές, ἦρθα στὰ ᾿Ανατολικὰ καὶ ἐγκαταστάθηκα -μονίμως, πίστευα– τὴν ἄνοιξη τοῦ '22. [….] |