Χόρχε Λουίς Μπόρχες

ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

Χόρχε Λουίς Μπόρχες

Εγκώμιο της σκιάς


Τα γηρατειά (όπως τ’ αποκαλούν οι άλλοι)
μπορεί και να ‘ναι ο καιρός της ευτυχίας μας.
Το ζώο έχει πια πεθάνει ή πεθαίνει όπου να ‘ναι.
Απομένει μονάχα ο άνθρωπος κι η ψυχή του.
Ζω ανάμεσα σε θαμπές και διάφανες μορφές
που ακόμα δεν έχουν γίνει απόλυτο σκοτάδι.
[....]
Πάντοτε στη ζωή μου όλα ήρθαν άφθονα’
ο Δημόκριτος ο Αβδηρίτης έβγαλε τα μάτια του για να σκέφτεται’
ο χρόνος ήταν ο δικός μου ο Δημόκριτος.
Αυτό το μισοσκόταδο πηγαίνει αργά-αργά και δεν πληγώνει’
κυλάει πάνω σε μια ήρεμη πλαγιά
και μοιάζει σα να είναι η αιωνιότητα.
Οι φίλοι μου δεν έχουν μορφή
οι γυναίκες είναι όπως ήταν εδώ και χρόνια,
μπερδεύεται η μια γωνιά του δρόμου με την άλλη,
δεν έχουν γράμματα οι σελίδες των βιβλίων,
Όλα αυτά θα πρέπει να με τρομάζουν
Όμως αφήνουν μια γεύση γλυκιά, μια επιστροφή.
Από τα τόσα κείμενα που έχουν γραφτεί πάνω στη γη
λίγα μονάχα έχω διαβάσει
κι αυτά τα ίδια συνεχίζω να διαβάζω με τη μνήμη
να τα διαβάζω και να τα μεταπλάθω.
Απ’ το Νοτιά, τη Δύση, την Ανατολή και το Βοριά,
συγκλίνουν οι δρόμοι που μ’ οδήγησαν
στο μυστικό μου κέντρο.
Οι δρόμοι αυτοί ήταν αντίλαλοι και βήματα,
γυναίκες, άντρες, αγωνίες, αναβιώσεις,
μέρες και νύχτες,
λήθαργοι κι όνειρα, του κάθε χτες του κόσμου,
το κραταιό σπαθί του δανού και η σελήνη του πέρση,
τα έργα των νεκρών,
ο έρωτας που βρήκε ανταπόκριση,
τα λόγια, ο Έμερσον και το χιόνι,
τόσα και τόσα…
Τώρα μπορώ να τα ξεχάσω.
Φτάνω στο στόχο μου,
στην άλγεβρά μου,
στην κλείδα και στον καθρέφτη μου.
Σύντομα θα ξέρω ποιος είμαι.

Χόρχε Λουίς Μπόρχες (μετάφραση: Δημήτρης Καλοκύρης)