Τζινγκίζ Αϊτμάτωφ ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

Τζαμίλια: η ιστορία μιας κοπέλας, μικροπαντρεμένης που το σκάει από τον χωριό με άλλον ερωτευμένη, ενώ ο σύζυγός της είναι στρατιώτης στο μέτωπο.

Τζινγκίζ Αϊτμάτωφ

"Τζαμίλια"

αποσπάσματα απο εκδόσεις Θεμέλιο, 1981, σε μετάφραση Άλκη Ζέη,

Ευχαριστώ Θεέ μου-που δεν σε πιστεύω-γι’ αυτήν την αυγουστιάτικη νύχτα, που αυτήν την πιστεύω μ’ όλη μου την πίστη που τρέφω στην αγάπη. Παρίσι 30 Μαρτίου 1959
(από τον πρόλογο)
[...]
Γυρίζαμε αργά από τον σταθμό. Ο Ντανιγιάρ πήγαινε μπροστά. Η νύχτα ήτανε μαγευτική. Ποιος δεν ξέρει τις αυγουστιάτικες νύχτες με τα μακρινά μα και τόσο κοντινά αστέρια, με την ασυνήθιστη λάμψη! Κάθε αστεράκι ξεχωρίζει. Να ένα απ’ αυτά, σα να ‘ναι σκεπασμένο με πάχνη στις άκρες, αστράφτει όλο με παγερές αχτιδούλες και κοιτάζει τη γη από τον σκοτεινό ουρανό με παιδιάστικη απορία … Ο άνεμος έφερνε από τη στέπα την πικρή γύρη της ανθισμένης αψιθιάς, το ανεπαίσθητο άρωμα του γινομένου κριθαριού που το κρύωνε η νύχτα. Κι όλα αυτά, ανακατεμένα με τη μυρουδιά της πίσσας των ιδρωμένων χάμουρων των αλόγων, μας έφερναν μια ελαφριά ζάλη.
[...]
Σαν πλατιά θάλασσα κυμάτιζαν τα γαλαζωπά ώριμα στάχυα, περιμένοντας το θέρισμα, και τα πρώτα φεγγίσματα της αυγής κυνηγιόνταν πάνω στο λιβάδι.

Ο Ντανιγιάρ έφυγε και εμείς μέχρι το αϊλ (χωριό) δεν είπαμε λέξη. Τι ανάγκη να μιλήσουμε, αφού με τα λόγια δεν μπορεί κανείς πάντα να εκφράσει όλα όσα αισθάνεται.
[...]
Τα έβλεπα τότε μονάχα όλα αυτά, μα δεν τα πολυκαταλάβαινα. Μα και τώρα ακόμα, ρωτώ συχνά τον εαυτό μου: Μήπως η αγάπη είναι κι αυτή μια έμπνευση, όπως η έμπνευση του ζωγράφου, του ποιητή; Κοίταζα την Τζαμίλια και μου ερχότανε να τρέξω στην στέππα να βάλω φωνή να ρωτήσω ουρανό και γη, τι να κάνω, πώς να παλέψω μέσα μου αυτή την παράξενη ανησυχία, αυτή την παράξενη χαρά. Και μια φορά μου φάνηκε πως βρήκα την απάντηση.
[...]
Και μέσα σε μια ίδια ακριβώς αλμυρή ασπριδερή θολούρα έπλεε στη δύση ένας τρεμουλιάρικος κι ασουλούπωτος ήλιος. Πέρα, πάνω από το θολό ορίζοντα μαζεύονταν πορτοκαλοκόκκινα σύννεφα της μπόρας. Ένας ξερός άνεμος φυσούσε κατά ριπές, πασπάλιζε με άσπρα κατακάθια τις μούρες των αλόγων, ανέμιζε βαριά τις χαίτες τους κι έφευγε πέρα, ανασαλεύοντας τις τούφες των αψιθιών στις βουνοπλαγιές.
[...]
…Καλέ μου μοναχούλη μου, σε κανένα δε σε δίνω! Από πάντα σ’ αγαπώ. Και τότε που δε σε ήξερα σ’ αγαπούσα και σε περίμενα κι εσύ ήρθες, σα να τόξερες πως σε περιμένω … Κι εγώ σ’ αγαπώ πολύν καιρό, σ’ ονειρευόμουνα στα χαρακώματα, ήξερα πως η αγάπη μου βρίσκεται στην πατρίδα μου, ήσουνα εσύ, η Τζαμίλια μου.
[...]
Ας αντηχεί σε κάθε πινελιά μου, το τραγούδι του Ντανιγιάρ! Σε κάθε πινελιά ας χτυπά η καρδιά της Τζαμίλια.
[...]
α

Το χωράφι της μάνας»

(απόσπασμα)

Το πρωί τής άλλης μέρας αισθάνθηκα καλύτερα και βγήκα στην αυλή κάτι να νοικοκυρέψω. Κουράστηκα όμως γρήγορα και κάθησα σ’ ένα καναπέ να ζεσταθώ λίγο στον ήλιο. Η Αλιμάν ήταν στο σπίτι. Έπλενε τα ρούχα. Της είχα πει να πάει στη δουλειά, αυτή, όμως μου απάντησε, πως ο ίδιος ο πρόεδρος τής είπε να μείνει ακόμα λίγες μέρες στο σπίτι να μη μ’ αφήσει μόνη.
Κείνη την άνοιξη η μεγάλη γέρικη μηλιά, την είχε φυτέψει ο ίδιος ο Σουβάνκουλ, είχε πάρα πολλά λουλούδια, λες και είχε πάρει καινούργια δύναμη, λες κι είχε ξανανιώσει. Όταν τα περιβόλια ανθίζουν κι ο αέρας είναι καθαρός και διάφανος ο άνθρωπος αισθάνεται σα να βγάζει φτερά. Καθόμουν έτσι και θαύμαζα τη θέα. Κείνη τη στιγμή ξετρύπωσε ξαφνικά ο γέρο Τεμιρτσιάλ ο ταχυδρόμος μας. Καλημέρα, Τολγκονάη. Πώς είσαι; με ρώτησε. Μα παρά τη συνήθειά του σα να βιαζόταν, σα να μην ένοιωθε στα νερά του, έβηχε δυνατά και παραπονιόταν για το βήχα του. Κρύωσα την περασμένη εβδομάδα, είπε, και έπειτα, έτσι ξεκρέμαστα μου λέει:
– Νομίζω πως έχεις ένα γράμμα. Και το έβγαλε από την τσάντα.
Εγώ πικράθηκα με την αδιαφορία του αυτή.
– Γιατί δε μού το είπες αμέσως; Από ποιόν είναι;
– Μου φαίνεται από το Μεσελμπέκ, ψιθύρισε.
Από τη χαρά μου στην αρχή δεν πρόσεξα, πως το γράμμα δεν ήταν όπως συνήθως τριγωνικό. Ήτανε ένας λευκός σκληρός φάκελος με γράμματα του τύπου. Κείνη την ώρα ζύγωσε με τις πατερίτσες του ο γείτονάς μας ο Μπεκτουρσούν, τραυματίας του μετώπου. Εγώ σαν τον είδα, συλλογίστηκα, πως το λαβωμένο πόδι του πήγαινε χειρότερα, μόλις το έσερνε. Ερχόταν συχνά σε μας και κουβεντιάζαμε. Ο Μπεκτουρσούν χαιρέτισε και πήρε το φάκελο. Είναι από το Μεσελμπέκ; είπε.
– Γιατί τρέμουν τα χέρια σου; Μη στέκεσαι στα δεκανίκια, κάθισε και διάβασέ το τον παρακάλεσα.
Κάθισε με δυσκολία στο στρωσίδι, γιατί το πόδι του δε λύγιζε. Με τρεμάμενα χέρια άνοιξε το φάκελο κι άρχισε να διαβάζει. Αχ, γιόκα μου! Απ’ τις πρώτες λέξεις όλα τα κατάλαβα.

«Θέλω να με καταλάβεις μάνα, μού έγραφε ο Μπεσελμπέκ. Με τον καιρό θα με καταλάβεις και θα πειστείς, πως έκανα καλά έτσι όπως έκανα. Μάλιστα. Οπωσδήποτε θα πεις ότι ο γιός μου φέρθηκε τίμια. Κι ωστόσο, μ’ όλο που θα με καταλάβεις, κάπου στο βάθος τής ψυχής σου θα κρύβονται τα λόγια, που δε μού είπες: «Πώς μπόρεσες, γιόκα μου, να αφήσεις έτσι τούτον τον κόσμο, τον γεμάτο φως; Γιατί σε γέννησα, γιατί σε μεγάλωσα;». Ναι. Είσαι μάνα κι έχεις δίκιο να με ρωτήσεις, όμως στις ερωτήσεις σου θα απαντήσει αργότερα η ιστορία. Τώρα μπορώ μόνο να σού πω, πως δεν είμαστε μείς που θελήσαμε τον πόλεμο, δεν τον αρχίσαμε εμείς, ότι ο πόλεμος ήταν μια μεγάλη συμφορά για όλους μας, για όλους τούς ανθρώπους. Και πρέπει να δώσουμε το αίμα μας, τη ζωή μας, για να συντρίψουμε, για να εξοντώσουμε αυτό το τέρας. Αν δεν το κάνουμε αυτό, τότε δεν θα είμαστε άξιοι να φέρουμε το όνομα Άνθρωπος. Δεν ονειρεύτηκα ποτέ να κάνω κατορθώματα στον πόλεμο. Τοιμαζόμουν για το πιο σεμνό επάγγελμα. Ήθελα να γίνω δάσκαλος. Αυτό ήταν το όνειρό μου. Όμως, αντί να κρατάω την κιμωλία και το χάρακα, αναγκάστηκα να πάρω το ντουφέκι και να γίνω στρατιώτης. Δε φταίω εγώ γι’ αυτό. Τέτοια είναι η εποχή μας. Δεν πρόλαβα να κάνω ούτε ένα μάθημα..
Ύστερα από μια ώρα θα πάω να εκπληρώσω μια αποστολή που μου ανάθεσε η πατρίδα. Δεν πιστεύω να γυρίσω ζωντανός. Πάω εκεί για να γλυτώσω τη ζωή πολλών συντρόφων μου. Πάω για το λαό, για τη νίκη, για ό,τι ομορφότερο έχει μέσα του ο άνθρωπος.
Αυτό είναι το τελευταίο μου γράμμα, αυτά είναι τα τελευταία μου λόγια, μάνα! Χίλιες φορές θα επαναλαβαίνω το γλυκό σου όνομα και θα μείνω για πάντα χρεώστης σε σένα. Συχώρα με μάνα, για τον πόνο, που θα σου δώσω. Όμως, πρέπει να με καταλάβεις, μάνα, δεν πρόκειται για άσκοπη θυσία, όχι. Έτσι με έμαθε να ζώ η ίδια η ζωή. Κι αυτό είναι το πρώτο και τελευταίο μάθημά μου στα παιδιά, που θα μάθαινα γράμματα. Πάω με τη θέλησή μου, με την πεποίθησή μου. Είμαι περήφανος, γιατί εκπληρώνω το πιο υψηλό χρέος μου απέναντι στους ανθρώπους.
Μην κλαις, μάνα, κανένας να μην κλάψει. Σε τέτοιες περιπτώσεις κανένας δεν πρέπει να κλαίει.
Συχώρα με, μάνα. Σ’ αφήνω γειά.

Γειά – χαρά σας καλά μου βουνά — Αλά-Τόο! Πόσο σάς αγαπούσα!

Το παιδί σου, υπολοχαγός Μεσελμπέκ Σουβάνκουλ δάσκαλος.

Ζώνη επιχειρήσεων, 9 του Μάρτη 1943, ώρα 12 νυχτερινή».

Σαν μέσα σ’ ένα φοβερό όνειρο σήκωσα το κεφάλι μου. Η αυλή είχε γεμίσει κόσμο. Στέκονταν όλοι σιωπηλοί. Κανένας δεν έκλαιγε. Ο Μεσελμπέκ είχε παρακαλέσει να μην κλάψει κανείς.

Οι γυναίκες, πιάνοντάς με από τα χέρια, με σήκωσαν. Κι όταν στάθηκα στα πόδια μου, ο αέρας τίναξε τη μηλιά κι έπεσε ένα σύννεφο άσπρα λουλούδια. Έπεφταν απαλά στα κεφάλια μας, ραίνοντάς τα. Πάνω απ’ τη μηλιά μας, πάνω απ’ τις άσπρες κορφές των μακρινών βουνών απλωνόταν απέραντος, ο ατέλειωτος γαλάζιος ουρανός. Μέσα, όμως στην ψυχή μου στριφογύριζε μια κραυγή. Μου ερχόταν να σκούξω, μα δεν έσκουξα, τηρούσα την τελευταία επιθυμία του γιου μου: με είχε παρακαλέσει να μην κλάψω. Δεν ξέρω τι έκανε η Αλιμάν. Την είδα νάρχεται αργά προς εμένα με απλωμένα τα χέρια. Ήρθε πολύ κοντά, με κοίταξε στα μάτια, έπειτα, γύρισε κι απομακρύνθηκε σκεπάζοντας το πρόσωπό της με τα χέρια. Έτσι έχασα το δεύτερό μου παιδί. Μου έμεινε μόνο το καπέλο του.

απόσπασμα από « (Σύγχρονη Εποχή, 5η έκδοση, 1978).