ΑΡΧΙΚΗ


ΒΙΖΥΗΝΟΣ 1849 έως 1896 (47)

ΒΙΖΥΗΝΟΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Το αμάρτημα της μητρός μου

Γεννήθηκε στις 8 Μαρτίου του 1849 στο χωριό Βιζύη της Ανατολικής Θράκης, σημερινό Βιζύ στην Τουρκία, από κει πήρε το όνομα Βιζυηνός, (το πραγματικό του όνομα ήταν Μιχαηλίδης). Ο πατέρας του δούλευε στα ασβεστοκάμινα και αργότερα έγινε πραματευτής, με μεγάλη δυσκολία συντηρούσε τα πέντε του παιδιά. Από τα 4 αδέρφια του 2 πέθαναν μικρά, ο Βιζυηνός διηγήθηκε τις ιστορίες τους στα διηγήματα «Το αμάρτημα της μητρός μου» και το «Ποίος εφόνευσε τον αδερφό μου». Προτού πάρει η ζωή του λογοτεχνική τροχιά, μικρός ακόμη, είχε σταλεί στη Κωνσταντινούπολη σε έναν θείο του ως μαθητευόμενος ράφτης. Έμεινε εκεί ως τα 18 του αλλά στην ραφτική δεν τα κατάφερνε ενώ έπαιρνε τα γράμματα και για ένα διάστημα προοριζόταν για τον ιερατικό κλάδο. Στάλθηκε μάλιστα στην Κύπρο, προστατευόμενος του αρχιεπίσκοπου Κύπρου και το 1872 έγινε σπουδαστής της θεολογικής σχολής της Χάλκης. Το 1873 δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή, εγκατέλειψε την θεολογία και γράφτηκε στην Φιλοσοφική σχολή Αθηνών. Ωστόσο με την χορηγία του Ζαρίφη, ενός πλούσιου Έλληνα εμπόρου που είχε εκτιμήσει τις φιλολογικές του ικανότητες, στάλθηκε στην Γερμανία και σπούδασε φιλολογία και φιλοσοφία. Δημοσίευσε αρκετά ποιήματα στα χρόνια των σπουδών του και έγραψε τα τα γνωστότερα διηγήματά του, ενώ συγχρόνως ταξίδεψε σε Λονδίνο και Παρίσι και άλλες Ευρωπαϊκές πόλεις. Το 1884 όταν πέθανε ο Ζαρίφης και σταμάτησαν να έρχονται χρήματα, αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Αθήνα και να εργαστεί, ως καθηγητής σε γυμνάσιο. Τον επόμενο χρόνο έγινε υφηγητής στο πανεπιστήμιο Αθηνών και δημοσίευσε το «Μόνο της ζωής του ταξίδιον» και από το 1890 έγινε καθηγητής ρυθμικής και δραματολογίας στο Ωδείο Αθηνών. Εκεί έχασε τα μυαλά το για μια δεκατετράχονη μαθήτρια του. Ο εφημερίδες της εποχής έγραψαν πως προσπάθησε να την απαγάγει και όταν απέτυχε έκανε δύο απόπειρες αυτοκτονίας. Λίγες μέρες μετά την δεύτερη απόπειρα του, στις 14 Απριλίου 1892 κλείστηκε σε παραληρηματική κατάσταση στο φρενοκομείο «Δρομοκαεϊτιο». Ένας «ησυχώτατος τρελός», έγραψε για αυτόν ο Γιώργος Δροσίνης που τον επισκεπτόταν. Πέθανε μέσα στο ψυχιατρείο, 4χρόνια μετά, στις 15 Απριλίου 1896. Στον τάφο του γράφτηκε ένας δικός του στίχος, τον οποίο επέλεξε ο Παλαμάς: «Κι αντηχούνε στη μαύρη σιγή, τα πικρά, τα πικρά μου τραγούδια». Τον ίδιο χρόνο, 4 μέρες μετά τον γάμο της, πέθανε αιφνιδιαστικά και η κοπέλα που είχε ερωτευτεί παράφορα.

Ποίος εφόνευσε τον αδερφό μου Το μόνον της ζωής του ταξίδιον