ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

Σταντάλ 1783 έως 1842 (59)

Η μόνη δικαιολογία που έχει ο Θεός για όλα αυτά που συμβαίνουν, είναι ότι δεν υπάρχει.


ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ

Κόκκινο
και Μαύρο


Οι ίδιοι αυτοί ανόητοι, πιστεύοντας ότι είναι υποχρεωμένοι λόγω της υπεροχής του φύλου τους να ξέρουν περισσότερα από τις γυναίκες, θα πάθαιναν πανωλεθρία αν οι γυναίκες αποφάσιζαν να μάθουν κάποια πράγματα. Η επιθυμία των γυναικών να αρέσουν βάζει μια και καλή την αιδώ, την λεπτότητα και όλες τις θηλυκές χάρες στο απυρόβλητο οποιασδήποτε μόρφωσης. Είναι σαν φοβόμαστε να μάθουμε στα αηδόνια να μην κελαηδούν την άνοιξη. Οι αμαθείς είναι γεννημένοι εχθροί της μόρφωσης των γυναικών !

(απόσπασμα απο το Περί έρωτος)

O Σταντάλ (πραγματικό όνομα Marie-Henri Beyle (1783–1842) ) υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς του 19ου αιώνα. Γεννήθηκε στη Γκρενόμπλ της Γαλλίας το 1783 σε μια πλούσια οικογένεια, ο πατέρας του ήταν κτηματίας και δικηγόρος. Στα 7 του πέθανε η μητέρα του και στα 16 του εγκατέλειψε το σπίτι του για να ξεφύγει από τον δεσποτισμό του πατέρα του. Πήγε στο Παρίσι όπου κατατάχθηκε στο στρατό του Ναπολέοντα και πήρε μέρος ως αξιωματικός στις εκστρατείες σε Αυστρία, Γερμανία και Ρωσία. Μετά την πτώση του Ναπολέοντα το 1815 εγκαταστάθηκε στην Ιταλία. Το 1818 βρισκόταν στο Μιλάνο και ο ανεκπλήρωτος έρωτας του για μια νεαρή κυρία, την Μετίλντ, τον έσπρωξε να γράψει το αριστουργηματικό «Περί έρωτος» με θέμα την πίκρα και τον πόνο ενός παθιασμένου ανθρώπου που δεν βρήκε ανταπόκριση στον έρωτά του. Το 1822 απελάθηκε από την Ιταλία ως ύποπτος κατασκοπείας και επέστρεψε στο Παρίσι.

Το 1830 τελείωσε το μυθιστόρημα του «Το κόκκινο και το μαύρο» το οποίο δεν είχε ιδιαίτερη επιτυχία λόγω του ότι ο ρεαλιστικός τρόπος γραφής του φάνταζε ξένος στην εποχή εκείνη του ρομαντισμού. Σήμερα συγκαταλέγεται στα μεγάλα μυθιστορήματα εκείνης της εποχής λόγω της λεπτής του ειρωνείας, της ψυχολογικής και ιστορικής του διεισδυτικότητα. Επέστρεψε το 1831 στην Ιταλία ως πρόξενος στην Τριέστη και στην Σιβιταβένσια, μια μικρή πόλη κοντά στην Ρώμη. Πάντα του έλεγε πως προτιμάει να ζει στην Ιταλία, θεωρώντας την πιο παθιασμένη, πιο καλλιτεχνική και πιο αληθινή από την Γαλλία. Το 1839 τελείωσε το άλλο του αρισττουργηματικό μυθιστόρημα «Το μοναστήρι της Πάρμας. Έγραψε επίσης βιογραφίες, ταξιδιωτικές εντυπώσεις και προσπάθησε να γίνει ζωγράφος. Ήταν λάτρης της μουσικής και των γυναικών, ένας δανδής της εποχής του με πολλές ερωτικές περιπέτειες και πολλές περιπλανήσεις Πέθανε στις 23 Μαρτίου 1842 στο Παρίσι όπου είχε πάει με άδεια. Είχε ήδη ετοιμάσει την επιτύμβια στήλη του: «Έζησα, έγραψα, ερωτεύτηκα».